ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Δραγασάκης: Πηγή αβεβαιότητας η αδιευκρίνιστη στάση του ΔΝΤ

Δραγασάκης: Πηγή αβεβαιότητας η αδιευκρίνιστη στάση του ΔΝΤ

«Κανείς δεν θεωρεί ότι υπάρχει θέμα τέταρτου Μνημονίου», τόνισε από το βήμα του 27ου συνέδριο του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης.

Ο κ. Δραγασάκης ο οποίος εκπροσώπησε την κυβέρνηση αντί του πρωθυπουργού που μετέβη στην Κούβα, είπε πως ο βασικός στόχος της κυβέρνησης είναι το 2018, ένα χρόνο πριν από το 2019 οπότε και λήγει η θητεία της παρούσας κυβέρνησης, να έχει ολοκληρωθεί το πρόγραμμα και να έχουν τερματιστεί η λιτότητα και η επιτροπεία. Ως δεύτερο στόχο παρουσίασε το να μπουν οι βάσεις για τη μετα-μνημονιακή Ελλάδα και να δημιουργηθούν οι οικονομικές και κοινωνικές προϋποθέσεις για την υπέρβαση των Μνημονίων, αλλά και του «χρεοκοπημένου μοντέλου του παρελθόντος».

«Το κλείσιμο της αξιολόγησης, η αποσαφήνιση των μέτρων που θα εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του χρέους βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, η συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, η δοκιμαστική έξοδος στις αγορές, όλα αυτά δεν αρκεί να γίνουν κάποτε, πρέπει να γίνουν «τώρα, εντός των πρώτων μηνών του 2017. Διότι μόνο έτσι θα υπηρετήσουν το στόχο τους και θα εξασφαλίσουν την επιτυχία του σχεδίου στο οποίο εντάσσονται», είπε ο κ. Δραγασάκης.

Ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης είπε πως οι προϋποθέσεις για να προχωρήσουμε προς την ολοκλήρωση του προγράμματος υπάρχουν και πως η μόνη πηγή αβεβαιότητας παραμένει η αδιευκρίνιστη στάση του ΔΝΤ. «Κάθε καθυστέρηση θα μπορούσε να πλήξει αδικαιολόγητα και άδικα το θετικό momentum που έχει δημιουργηθεί. Και δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί κανείς, ποιον θα μπορούσε να συμφέρει αυτό σε μια περίοδο κατά την οποία κύματα και δυναμικές αβεβαιότητας συσσωρεύονται επικίνδυνα, στην Ευρώπη και διεθνώς», ανέφερε ο κ. Δραγασάκης.

Κάνοντας μια διασταλτική προσέγγιση ο κ. Δραγασάκης είπε πως ο τρόπος με τον οποίο θα αντιμετωπισθεί το ελληνικό χρέος θα είναι πρόκριμα για τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπιστεί κάποια στιγμή και το χρέος άλλων χωρών. «Η συμμετοχή ή όχι του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα θα είναι πρόκριμα για τη μελλοντική παρουσία του ή όχι στην Ευρώπη», σημείωσε.

Ο ίδιος σημείωσε το θέμα των πλεονασμάτων που θα πρέπει να επιτύχει η χώρα μετά το 2018 είναι πολύ σημαντικό. «Το ύψος των πλεονασμάτων που μπορεί να δημιουργήσει και να διατηρήσει μια οικονομία δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ερήμην των συγκεκριμένων συνθηκών και στην προκειμένη περίπτωση δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ερήμην της τεράστιας καταστροφής που έχει συντελεστεί στην οικονομία και την κοινωνία τα προηγούμενα χρόνια. Το ερώτημα, όμως, δεν είναι μόνο πόσο πλεόνασμα μπορεί να δημιουργηθεί, αλλά και πώς το εν λόγω πλεόνασμα πρέπει να αξιοποιηθεί», τόνισε.

Στην ίδια βάση υπογράμμισε πως η μείωση των πλεονασμάτων μετά το 2018 θα επιτρέψει τη διάθεση σημαντικών πόρων σε στοχευμένες φορολογικές ελαφρύνσεις, σε ενίσχυση εξωστρεφών και καινοτόμων επιχειρήσεων, σε στήριξη του κοινωνικού κράτους. «Αν υπάρξει εμμονή σε εξωπραγματικά πλεονάσματα, και αυτά δεσμευτούν αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση του χρέους, τότε, η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί και η βιωσιμότητα του χρέους θα υπονομευθεί εκ νέου», προειδοποίησε ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης.

Ο ίδιος κάνοντας αναφορά στις κοινωνικές πτυχές του κυβερνητικού προγράμματος είπε πως αναδιανομή δεν σημαίνει πολιτική ελλειμμάτων, ούτε πολιτική με «δανεικά», αλλά δημοσιονομική πολιτική που ασκείται με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και ανάπτυξης.

«Η άποψη ότι μπορούμε να προωθήσουμε φορολογικές ελαφρύνσεις, αφήνοντας το κοινωνικό κράτος να καταρρέει και τους φτωχούς χωρίς καμία προστασία, δεν είναι κοινωνικά αποδεκτή ούτε οικονομικά αποτελεσματική. Ουσιαστικές φορολογικές ελαφρύνσεις μπορούν να γίνουν με τη διεύρυνση του δημοσιονομικού χώρου που θα προκύψει από τη μείωση των πλεονασμάτων, όπως ήδη ανέφερα. Αν οι αναγκαίες φορολογικές ελαφρύνσεις χρηματοδοτηθούν με περικοπές ή με στέρηση κοινωνικών δαπανών, θα οδηγήσουν ξανά στην ύφεση και σε εκρηκτικές κοινωνικές καταστάσεις», είπε.