ΑΠΟΨΕΙΣ

Αλέξανδρος Βασμουλάκης: The Eaters and the Eaten

Αλέξανδρος Βασμουλάκης: The Eaters and the Eaten

Το 1954 οι W.K. Wimsatt και Monroe C. Beardsley συνυπογράφουν το δοκίμιο “Η προθεσιακή πλάνη”.

Με το κείμενο αυτό γίνονται οι πρώτοι που υποστηρίζουν συγκροτημένα ότι το να προσπαθεί κανείς να ερμηνεύσει ένα έργο τέχνης με βασικό κριτήριο την πρόθεση του καλλιτέχνη κατά τη διάρκεια της δημιουργικής διαδικασίας οδηγεί σε μία “πλάνη”, καθώς η γραφή οποιουδήποτε είδους είναι ανεξέλεγκτη και, σε κάθε περίπτωση, υπερβαίνει την πρόθεση του γράφοντος. Αντίθετα, προτείνουν τα έργα να χαρακτηρίζονται από ερμηνευτική “ανοικτότητα”, προκειμένου ο δέκτης να μπαίνει στη διαδικασία να τα αναγνώσει με τους εκάστοτε δικούς του όρους.

Ο ανοικτός προς διαφορετικές ερμηνείες χαρακτήρας των έργων τέχνης αποτέλεσε ένα από τα βασικά προτάγματα των σημαντικότερων εκφραστών του κινήματος του μοντερνισμού μέχρι τη δεκαετία του '60, καθώς η κατεξοχήν τέχνη που ενθαρρύνει τη συγκεκριμένη διάθεση είναι αυτή που προέκυψε από τα κινήματα της αφαίρεσης.

Τα έργα του Αλέξανδρου Βασμουλάκη, στο πλαίσιο της έκθεσης “The Eaters and the Eaten”(The Breeder Gallery, Ιάσονος 45, Μεταξουργείο), διακρίνονται από μοντερνιστική αισθητική, σε πρώτη θέαση τουλάχιστον. Οι αφαιρετικές συνθέσεις, από κοινού με τη χρωματική πληθωρικότητα, προκαλούν και προσκαλούν τον θεατή να ενεργοποιήσει τη φαντασία του προκειμένου να νοηματοδοτήσει τις φαινομενικά μη αναγνωρίσιμες φόρμες, σαν να βρίσκεται απέναντι σε φορμαλιστικά έργα του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Σύντομα, όμως, γίνεται αντιληπτό ότι το κάθε έργο έχει σαφές περιεχόμενο και οι αρχικά μη αναγνωρίσιμες φόρμες γίνονται ολοένα πιο οικείες. Η διαδικασία αυτή θυμίζει τη θέαση του αρνητικού μιας φωτογραφίας, όπου κατά την πρώτη οπτική επαφή ο δέκτης, πολλές φορές, δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τις υπό άλλες συνθήκες γνώριμες σε αυτόν μορφές.

pandis 1

Στο σημείο αυτό αντιλαμβάνεται κανείς ότι η τέχνη του Αλέξανδρου Βασμουλάκη είναι στην πραγματικότητα παραστατική. Συγκεκριμένα, πρόκειται για παραστατική τέχνη με αισθητική αφηρημένης και εκεί ακριβώς έγκειται το θεωρητικό παιχνίδι το οποίο εισάγει με την έκθεση αυτή ο εικαστικός. Με παρόμοιο τρόπο με τον οποίον η θεωρητικός του μεταμοντερνισμού Ρόζαλιντ Κράους στο δοκίμιό της “Η πρωτοτυπία της Αβάν – Γκάρντ και άλλοι μοντερνιστικοί μύθοι” αμφισβητεί το στοιχείο της πρωτοτυπίας στο έργο του Ροντέν, ο Βασμουλάκης θέτει, ηθελημένα ή μη, έναν προβληματισμό γύρω από το πρόταγμα των δογματικών μοντερνιστών θεωρητικών περί “καθαρής” τέχνης, καθώς είναι σαφές πως η πρόθεσή του είναι να φαίνεται ότι δεν έχει πρόθεση.

Σε τεχνικό επίπεδο, ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται τη μικτή τεχνική του πάνω στο ξύλο βρίσκει μια ισορροπία ανάμεσα στην τεχνική αρτιότητα και την απλότητα της πριμιτίφ ζωγραφικής. Το ύφος που προκύπτει διατηρεί από τη μία την αισθητική της street ζωγραφικής μέσα από την οποία τον γνωρίσαμε, από την άλλη διαφοροποιείται, καθώς είναι περισσότερο ζωγραφικό.

pandis 3

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα φαίνεται η επιλογή του εικαστικού να δημιουργήσει έργα τόσο μικρής κλίμακας. Εγκαταλείποντας τους τεράστιους τοίχους των πολυκατοικιών ως ζωγραφικό πεδίο, αποφασίζει να καταπιαστεί με ξύλινες επιφάνειες διαστάσεων 30x40 cm. Την επιλογή αυτή νομίζω ότι πρέπει, να την δούμε, ως έναν θαρραλέο καλλιτεχνικό περιορισμό, μέσω του οποίου ο Βασμουλάκης προκαλεί τον εαυτό του να προσαρμόσει το καλλιτεχνικό του στιλ στις απαιτήσεις της μικρής κλίμακας, διατηρώντας παρ' όλα αυτά την ουσία του ύφους του.

Εν κατακλείδι, ο Αλέξανδρος Βασμουλάκης δεν είναι ένας σύγχρονος μοντερνιστής. Είναι ένας σύγχρονος μεταμοντερνιστής, ο οποίος με τον παιγνιώδη εικαστικό του τρόπο σχολιάζει κριτικά την καλλιτεχνική παραγωγή του πρώτου μισού του προηγούμενου αιώνα. Παράλληλα όμως δεν είναι ειρωνικός, αντίθετα μάλιστα διακρίνεται από την ταπεινότητα που του υπαγορεύει τη συνεχή προσπάθεια για εξέλιξη.

*Ο Αδριανός Τρίκας-Πανδής είναι ιστορικός τέχνης.