Οι πίνακες που ενέπνευσαν την ταινία του Στάνλεϊ Κιούμπρικ «Barry Lyndon»
Η ταινία του 1975 του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, «Barry Lyndon», είναι ένα masterclass στον κινηματογράφο, ένα πλούσιο οπτικό θέαμα που μεταφέρει το κοινό στον κόσμο του 18ου αιώνα. Ωστόσο, αυτό που είναι εξίσου συναρπαστικό είναι το πώς βασίζεται σε μια πλούσια «ταπετσαρία» ευρωπαϊκής εικαστικής τέχνης για να δημιουργήσει τη μοναδική αισθητική του.
Ο Κιούμπρικ αναζητούσε να ενισχύσει την ταινία οπτικά σε σημείο που δεν συγκρίνεται με κανέναν άλλο σκηνοθέτη, και ίσως ακόμη και από το δικό του επιφανές και θρυλικό έργο.
Στην πραγματικότητα, ερευνώντας βαθύτερα, γίνεται αρκετά προφανές ότι το magnum opus του Kubrick δεν θα μπορούσε να υπήρχε αν δεν είχαμε την πλούσια παράδοση των αγγλικών ζωγραφικών έργων. Διασκευασμένη από το μυθιστόρημα του William Makepeace Thackeray, η ταινία παρακολουθεί την πολυτάραχη ζωή του Redmond Barry, ενός νεαρού Ιρλανδού που ανεβαίνει στην κοινωνική ιεραρχία της Ευρώπης του 18ου αιώνα χρησιμοποιώντας πονηριά και δόλο. Η ιστορία μεταφέρει τον θεατή από τα πεδία των μαχών, στα αριστοκρατικά σαλόνια και όλα αυτά μέσα από μια εντυπωσιακή οπτική αισθητική.
Χρησιμοποιώντας φυσικό φως, προσεγμένο καδράρισμα και πλούσια χρωματική παλέτα, ο Κιούμπρικ δημιουργεί ένα αριστούργημα που μοιάζει με μια σειρά ζωντανών πινάκων που αναπνέουν στην κυριολεξία.
Στον πυρήνα της εικαστικής του γλώσσας βρίσκεται η επιρροή καλλιτεχνών όπως ο William Hogarth, ο Thomas Gainsborough και ο Joshua Reynolds. Αυτοί οι ζωγράφοι, γνωστοί για τα πορτρέτα και τις απεικονίσεις της κοινωνίας, ουσιαστικά παρείχαν το θεματικό και οπτικό σχέδιο για τα πολυτελή σκηνικά, τα κοστούμια, ακόμη και τη δυναμική των χαρακτήρων του Κιούμπρικ. Η σατιρική σειρά πινάκων και χαρακτικών του Hogarth όπως το «A Rake's Progress» πρόσφερε κάτι περισσότερο από μία απλή στιλιστική καθοδήγηση. Λειτούργησαν ως ιστορίες κοινωνικής φιλοδοξίας και ηθικής υποβάθμισης, θέματα που αντηχούν βαθιά στην ιστορία της ταινίας.
Η έννοια του Chiaroscuro, με τη χρήση έντονων αντιθέσεων μεταξύ φωτός και σκότους, διαδραματίζει επίσης σημαντικό ρόλο στην καλλιτεχνική ταυτότητα της ταινίας. Αυτή η τεχνική, που κυριαρχεί στα έργα των Καραβάτζιο και Ρέμπραντ, χρησιμεύει ως οπτική μεταφορά για τις διχοτομίες στη ζωή του πρωταγωνιστή — φως και σκοτάδι, καλό και κακό, αρετή και κακία. Ο Κιούμπρικ και ο διευθυντής φωτογραφίας του, John Alcott, χρησιμοποίησαν ειδικά προσαρμοσμένους φακούς της NASA ικανούς να τραβούν σκηνές χρησιμοποιώντας μόνο το φως των κεριών, συλλαμβάνοντας το απαλό, διάχυτο φως που συναντάται τόσο συχνά στις ελαιογραφίες της εποχής. Αυτή η τεχνική όχι μόνο προσέθεσε αυθεντικότητα, αλλά της έδωσε και μια συναρπαστική, σχεδόν αιθέρια ποιότητα που μοιάζει σαν να βγαίνει από έναν καμβά.
Η ιδιοφυΐα του Κιούμπρικ δεν βρίσκεται απλώς στη μίμηση αλλά στη σύνθεση. Απορρόφησε αυτές τις καλλιτεχνικές επιρροές για να δημιουργήσει κάτι μοναδικά κινηματογραφικό.