Ο Γιάννης Αγγελάκης συνθέτει μουσική πέρα από τα όρια του συναυλιακού χώρου
Το να κάνεις μουσική και σύνθεση που μπορούν να ξεπερνάνε τα συνηθισμένα πλαίσια δεν είναι μία εύκολη δουλειά. Ο Γιάννης Αγγελάκης είναι ένας νέος μουσικός και συνθέτης που καταφέρνει να το κάνει πράξη.
Μέσα από τον πειραματισμό και τη διαρκή αναζήτηση ο Γιάννης Αγγελάκης έχει καταφέρει να ανεβάσει μοναδικές παραστάσεις. Με έργα στο βιογραφικό του όπως το «Αντίο Μπάτμαν» και το «A Man and His Double» ο Γιάννης Αγγελάκης ξεπερνάει τα στεγανά του θεάτρου και της μουσικής σύνθεσης.
Ο Γιάννης Αγγελάκης είναι συνθέτης ακουστικής και ηλεκτρονικής µουσικής, µε έργα για ορχήστρα, µουσική δωµατίου και άλλα µη παραδοσιακά σχήµατα που περιλαµβάνουν χορό και θέατρο, τα οποία ποικίλουν από σύντοµες διάρκειες µέχρι ολόκληρες παραστάσεις.
Έχει σπουδάσει σύνθεση στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης (2006-2011), στο µεταπτυχιακό πρόγραµµα του Boston University (2011-2013) και στο διδακτορικό πρόγραµµα του New York University (2013-2019), όπου εκπόνησε τη διατριβή Luigi Nono and the Metaphysics of the Avant-Garde, ενώ έχει λάβει σηµαντικές ακαδηµαϊκές υποτροφίες από το Ίδρυµα Ωνάση, το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών, το Leventis Foundation κ.α. Είναι διεθνώς αναγνωρισµένος συνθέτης µε περισσότερες από 20 βραβεύσεις σε διεθνείς διαγωνισµούς σύνθεσης.
Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη με τον Γιάννη Αγγελάκη:
Από πότε ασχολείσαι με τη μουσική και τι σε τράβηξε σε αυτό;
Γιάννης Αγγελάκης: Ξεκίνησα να κάνω μαθήματα κλασικής κιθάρας όταν ήμουν δέκα ετών, μάλλον αργοπορημένα, και η παρουσία της μουσικής διατηρήθηκε σε ένα μέτριο επίπεδο στη ζωή μου μέχρι την εφηβεία μου. Εκείνη την εποχή συντελέστηκαν πολλές ψυχικές διεργασίες, αντιλήφθηκα την ισχυρή επίδραση του ήχου πάνω μου, ανέπτυξα μια ευαισθησία στον ήχο, απομονωνόμουν για ώρες μελετώντας, αυτοσχεδιάζοντας και δημιουργώντας νέες μουσικές εντελώς ενστικτωδώς, άρχισα να βλέπω και να φαντασιώνομαι τον εαυτό μου να παίζει και να γράφει μουσική στο μέλλον, κι έτσι αποφάσισα αυτό το αντικείμενο να γίνει η σπουδή μου.
Από τη στιγμή που πέρασα στο πανεπιστήμιο για να σπουδάσω σύνθεση, η σχέση μου με τη μουσική βρισκόταν ήδη σε επαγγελματικό επίπεδο, καθώς είχα αναθέσεις και συμμετοχές σε διεθνείς διαγωνισμούς και φεστιβάλ, ενώ ακολούθησε μια ασυγκράτητη ορμή και δίψα για γνώση, εμπειρίες και νέους τρόπους έκφρασης, η οποία έχει διατηρηθεί αδιάλειπτα μέχρι και σήμερα.
Είσαι συνθέτης, φτιάχνεις τις δικές σου παραστάσεις, αλλά διδάσκεις επίσης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και στο Ωδείο Αθηνών. Πώς συνδυάζονται οι διαφορετικές δραστηριότητες χωρίς να αποδιοργανώνεσαι;
Γιάννης Αγγελάκης: Όσες διαφορετικές εργασίες και να κάνω τώρα ή στο μέλλον, ο κοινός παρονομαστής όλων είναι η σχέση μου με τον ήχο. Γύρω από αυτή τη σχέση περιστρέφονται όλες μου οι δραστηριότητες. Τα τελευταία χρόνια έχω νιώσει την ανάγκη να συνεργάζομαι με ανθρώπους πέρα από τη μουσική και να φτιάχνω δικές μου παραστάσεις, βασισμένες μεν στον ήχο αλλά συνδυαστικά με θέατρο ή με χορό, διότι οι ιδέες μου για το ρόλο του ήχου πολλές φορές υπερβαίνουν το στενότερο πλαίσιο μιας μουσικής συναυλίας κι αναζητούν έκφραση μέσα από νέες φόρμες και νέες εμβυθιστικές (immersive) εμπειρίες.
Προφανώς, η δημιουργία ήχου, η μουσική σύνθεση, είναι η πιο βασική μου ανάγκη, μια απαραίτητη διαδικασία για την ψυχική μου ισορροπία, η οποία διαπερνά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μου, όμως, εξίσου σημαντική θεωρώ και τη διττή φύση της ακαδημαϊκής δραστηριότητας, αφενός διότι έρχομαι σε επαφή με μια νεότερη γενιά μέσω της διδασκαλίας, εμπλουτίζω τη σκοπιά μου μέσω αυτής της αλληλεπίδρασης και μοιράζομαι μαζί της τον ενθουσιασμό για τη μουσική δημιουργία και την αγάπη μου για τον ήχο, κι αφετέρου έχω τη δυνατότητα, εξαιτίας της ερευνητικής φύσης της, να συνεχίζω να μελετώ και να στοχάζομαι πάνω στα ζητήματα της μουσικής πράξης, διευρύνοντας τον τρόπο που εγώ ο ίδιος αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου και το έργο μου. Επομένως, δεν νιώθω ποτέ αποδιοργανωμένος από τις διαφορετικές δραστηριότητες με τις οποίες καταπιάνομαι. Αντιθέτως, νιώθω ότι είναι όλα μικρά κομμάτια ενός ευρύτερου κόσμου, ο οποίος δεν είναι προκαθορισμένος, αλλά σαν ένας ζωντανός οργανισμός συντίθεται σταδιακά, μεταμορφώνεται και εξελίσσεται.
Θα έκανες σινεμά;
Γιάννης Αγγελάκης: Παρέα με τους ανθρώπους που θα εμπιστευόμουν τη δουλειά τους και το όραμα τους, ναι, εννοείται ότι θα το τολμούσα με μεγάλη χαρά κι ενθουσιασμό.
Μίλησε μας λίγο για την τελευταία σου παράσταση, «A Man And His Double».
Γιάννης Αγγελάκης: Πρόκειται για μια επινοημένη (devised) παράσταση για έναν χορευτή κι έναν μουσικό, την οποία φτιάξαμε μαζί με τον χορευτή και χορογράφο Αλέξανδρο Βαρδαξόγλου. Η περσινή χρονιά μας πέτυχε σε ένα σημείο που και οι δύο είχαμε ανάγκη για πειραματισμό, χωρίς ωστόσο να υπάρχει κάποια συγκεκριμένη ανάθεση ή κάποια άλλη συνθήκη που θα μας επέτρεπε να χτίσουμε μια ευρύτερη ομάδα, κι έτσι αποφασίσαμε να φτιάξουμε κάτι οι δυο μας, από το μηδέν. Φυσικά, πριν την περσινή πρεμιέρα η ομάδα εμπλουτίστηκε και με άλλους, πολύ αξιόλογους συνεργάτες, οι οποίοι συνέβαλλαν καθοριστικά στο τελικό αποτέλεσμα. Πριν από λίγες εβδομάδες την επαναλάβαμε για τέσσερις παραστάσεις στο χώρο του ΠΛΥΦΑ, ενώ συζητάμε κάποιες επιλογές για να την κάνουμε ξανά την επόμενη σεζόν. Το θέμα της παράστασης είναι η αρχετυπική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ ενός εξουσιαστή κι ενός εξουσιαζόμενου.
Εξαιτίας, όμως, της αφαιρετικότητας στη χορογραφία, τη δραματουργία και το σκηνικό, η σχέση αυτή δεν επιβεβαιώνει συγκεκριμένους ρόλους και χαρακτήρες, ώστε οι θεατές να είναι ελεύθεροι να προβάλλουν πάνω σε αυτή τη συνθήκη μια δική τους πραγματικότητα: τον ανθρώπινο βασανισμό, την σχέση υποταγής/αντίστασης, την κοινωνική ή πολιτική κανονικοποίηση της ανισότητας, τα ιεραρχικά μοντέλα σε ομάδες ανθρώπων όπως η οικογένεια, το εργασιακό περιβάλλον ή ευρύτερες κοινότητες, τη συγκρουσιακή σχέση με τον ίδιο μας το εαυτό, τη βία που ασκεί ένας εκπαιδευτής σε έναν εκπαιδευόμενο, ένας που συμμορφώνει σε έναν που συμμορφώνεται και άλλα πολλά με τα οποία έχουμε εμπλουτίσει τις εικόνες μας, μαζί με άλλα που, ενδεχομένως, δεν έχουμε σκεφτεί, αλλά οι θεατές κάθε φορά ανακαλύπτουν ότι ήδη εμπεριέχονται στην παράσταση. Όλα τα παραπάνω στο σύνολο τους έχουν έναν κοινό παρονομαστή: τη βίαιη επιβολή της δύναμης. Ωστόσο, πίσω από τέτοιους είδους υποκειμενικές προβολές, φανερώνεται ένα δράμα του ήχου και της κίνησης, η επιβολή του ήχου πάνω στο ανθρώπινο σώμα. Η βιαιότητα του ήχου μετουσιώνεται σε κίνηση κι η κίνηση απελευθερώνει ένα νέο είδος λυρισμού. Επομένως, πάνω και πέρα απ’ όλα, πρόκειται για το δράμα ενός χορευτή κι ενός μουσικού σε μια παράσταση όπου ο ήχος κι η κίνηση γεννήθηκαν ως άρρηκτα συνυφασμένοι.
Τι νέο ετοιμάζεις;
Γιάννης Αγγελάκης: Η επόμενη δουλειά είναι Η Φωνή των Βακχών, η οποία θα παρουσιαστεί για δύο παραστάσεις στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής στις 18 & 19 Μαΐου. Πρόκειται για μια επινοημένη παράσταση μουσικού θεάτρου σε συνεργασία με τους μουσικούς του Ergon Ensemble και τον σκηνοθέτη Γιώργο Κουτλή. Στην παράσταση αυτή δεν θα ακούσουμε «τη μουσική των Βακχών» ούτε μια προγραμματική μουσική που αφηγείται την τραγωδία του Ευριπίδη. Δεν υπάρχουν ανθρώπινοι χαρακτήρες ούτε αναπαραστάσεις της πλοκής επί σκηνής και η θεατρική δράση, αποτελούμενη κυρίως από σκηνικές μετατοπίσεις των μουσικών, δεν στοχεύει να αφηγηθεί κάποια παράλληλη ιστορία, αλλά να αναδείξει εικαστικά τη δράση του ήχου. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα μουσικό δράμα, το οποίο διαφέρει από αυτό που ιστορικά γνωρίζουμε ως μουσικό θέατρο ή όπερα, τον συνδυασμό, δηλαδή, μιας θεατρικής και μιας μουσικής αναπαράστασης, όπου η μουσική υπηρετεί την ανάδειξη της θεατρικής δραματουργίας.
Αντίθετα, «Η Φωνή των Βακχών» προτείνει μια ανανεωτική προσέγγιση στην έννοια του μουσικού δράματος: δεν είναι πλέον ο ήχος που υπηρετεί και αναδεικνύει τη σκηνική δράση, αλλά η σκηνική δράση καλείται να υπηρετήσει την ανάδειξη ενός ηχητικού κόσμου. Πρόκειται για ένα ηχητικό δράμα στο οποίο μόνος πρωταγωνιστής είναι ο ήχος, ενώ η τραγωδία του Ευριπίδη λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος σε ένα συμβολικό επίπεδο.
Μπορεί ένας μουσικός να ζήσει από αυτό που κάνει στην Ελλάδα;
Γιάννης Αγγελάκης: Από τη μία υπάρχει ένα θεσμικό πλαίσιο στο χώρο της μουσικής ή της τέχνης ευρύτερα που υποστηρίζει τους καλλιτέχνες, ενθαρρύνει τους νέους δημιουργούς και τον πειραματισμό και στοχεύει στην ανάδειξη της ελληνικής δημιουργίας. Από την άλλη, αυτό το πλαίσιο είναι αρκετά μικρό και δεν μπορεί να τους απορροφήσει όλους. Ναι, φυσικά και μπορεί ένας μουσικός να βιοποριστεί από το έργο του, ωστόσο, ο αριθμός των ανθρώπων που θα καταφέρει τελικά να το κάνει δεν θα είναι, πιθανόν, πολύ μεγάλος, οπότε το να βιοπορίζεται κάποιος με την τέχνη του θεωρώ πως είναι ένα κατόρθωμα. Αυτό είναι ένα πρόβλημα που υπάρχει, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες, όπου οι τέχνες έχουν, ίσως, ακόμα και πιο αναβαθμισμένο ρόλο στην κοινωνία. Πάντα θα υπάρχει ανάγκη για μεγαλύτερη φροντίδα, καλύτερες συνθήκες εργασίας, υψηλότερες αμοιβές και αρτιότερες παραγωγές, όμως πάντα η ζήτηση θα είναι μικρότερη από την προσφορά, κάποιοι θα είναι ευνοημένοι και κάποιοι αποκλεισμένοι. Εγώ ελπίζω μέσα στο χρόνο το θεσμικό πλαίσιο να ανοίγει όλο και περισσότερο, να είναι πιο συμπεριληπτικό, πιο πλούσιο, πιο δίκαιο, κι επομένως πιο ολοκληρωμένο στο πώς αντανακλά κι αποτυπώνει συνολικά τον κόσμο μας.
Τι θα άλλαζες στον χώρο της τέχνης στην χώρα μας;
Γιάννης Αγγελάκης: Όσον αφορά την εκπαίδευση στο χώρο της τέχνης, θα προσπαθούσα να δώσω μεγαλύτερη βάση στις προπαρασκευαστικές σπουδές των νεαρότερων ηλικιών, σε έναν χώρο, δηλαδή, που έχει καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό, στη μουσική, από τα ιδιωτικά ωδεία, ενώ σε άλλες τέχνες είναι σχεδόν ανύπαρκτος, με έναν μεγαλύτερο αριθμό καλλιτεχνικών σχολείων και με πληρέστερα προγράμματα σπουδών. Επίσης, θα ολοκλήρωνα την ίδρυση της επερχόμενης Ακαδημίας Τεχνών και θα ενθάρρυνα, σε θεσμικό επίπεδο, την γέννηση διαύλων επικοινωνίας μεταξύ των καλλιτεχνών από διαφορετικές τέχνες. Εκεί που τέμνονται οι ιδέες ανθρώπων, οι οποίοι προέρχονται από διαφορετικούς καλλιτεχνικούς χώρους, εκεί που δημιουργούνται ομάδες με ετερόκλητα στοιχεία, εκεί θεωρώ ότι είναι πιο πιθανό να γεννηθεί κάτι πρωτόγνωρο, ασύλληπτο και ανέφικτο μέχρι εκείνη τη στιγμή. Όσον αφορά την καλλιτεχνική πράξη, θα προωθούσα τη σύνδεση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με τους καλλιτεχνικούς θεσμούς και οργανισμούς της χώρας, θα επιχειρούσα να διευρύνω το φάσμα των ανθρώπινου δυναμικού που αναλαμβάνει νέες παραγωγές με κρατική χρηματοδότηση ώστε ο χώρος να ανανεώνεται συνεχώς και να μην παρατηρείται μια διαρκής ανακύκλωση προσώπων και ιδεών, και θα ενθάρρυνα διεθνείς συνεργασίες και προγράμματα ανταλλαγών με θεσμούς από άλλες χώρες.