ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Στους δρόμους του Ρεμπέτικου: Μια εικαστική έκθεση σε τρεις εμβληματικούς χώρους της Αθήνας

Στους δρόμους του Ρεμπέτικου: Μια εικαστική έκθεση σε τρεις εμβληματικούς χώρους της Αθήνας

Η έκθεση «Ρεμπέτικο» που εγκαινιάζει σήμερα Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου ο δήμος Αθηναίων είναι μια απόπειρα 50 Ελλήνων εικαστικών καλλιτεχνών να εικονοποιήσουν συναισθηματικά και διανοητικά το ρεμπέτικο και την μυθολογία του μέσα από μια σύγχρονη οπτική.

Παρουσιάζονται 125 έργα σε τρεις χώρους του δήμου Αθηναίων: στην Πινακοθήκη, το Κέντρο Τεχνών και το Ολύμπια, Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας».

Το ρεμπέτικο μεσουράνησε στις μικρασιάτικες φτωχοσυνοικίες και τραγουδήθηκε στο περιθώριο των κοινωνικών συγκρούσεων της Ελλάδας του Μεσοπολέμου. Κυνηγήθηκε από τις διωκτικές αρχές σαν τραγούδι των τεκέδων και με αλλεπάλληλους νόμους καταστολής. Λοιδορήθηκε, περιφρονήθηκε από τους αστούς και τους διανοούμενους μέσα στο γενικότερο κλίμα απειλής από τους άρτι αφιχθέντες «ξένους» μικρασιάτες. Ήταν όμως αυτοί οι «αφορισμένοι» ρεμπέτες με τον βαρύ, μακρόσυρτο ζεϊμπέκικο ρυθμό τους, που αιμοδότησαν τη γνήσια λαϊκή ελληνική μουσική.

«Αγαπώ την Κάλλας και την Σωτηρία Μπέλλου. Και δεν αισθάνομαι διχασμένος. Ας κοπιάσουν όσοι σκανδαλίζονται γι' αυτό να καταλάβουν τι μου συμβαίνει», είναι η γνωστή ρήση του Γιάννη Τσαρούχη, που έρχεται στον νου βλέποντας τους χορευτές του ζεϊμπέκικου που ζωγράφισε απαράμιλλα. Όπως συμβαίνει και με τις εκπληκτικές αρχόντισσες ρεμπέτισσες σαν Καρυάτιδες που χάραξε ο Τάσσος σε εξώφυλλα δίσκων της Μπέλου, ή τα εμπνευσμένα σχέδια του Φασιανού σε βιβλία του Ηλία Πετρόπουλου.

Η έκθεση, όμως, συγχρόνως εμπλουτίζει την εικονολογία που σχετίζεται με το ρεμπέτικο, αλλάζοντας ριζικά την οπτική του πρόσληψη με νεότερα έργα ζωγραφικής, χαρακτικής, βίντεο και φωτογραφίες, τα περισσότερα με ανάθεση από τον Δήμο Αθηναίων.

«Για πολλούς από τους συμμετέχοντες καλλιτέχνες, η έκθεση στάθηκε αφορμή για να εξερευνήσουν τις ρίζες τους» σημειώνει ο επιμελητής εκθέσεων του ΟΠΑΝΔΑ, ιστορικός τέχνης Χριστόφορος Μαρίνος δίνοντας παραδείγματα: «Λόγου χάρη, το έργο του Γιάννη Θεοδωρόπουλου αναφέρεται στον Πίκινο, ο οποίος ήταν συγγενής του και μαχαιρώθηκε μπαμπέσικα το 1931 στην οδό Ακάμαντος στο Θησείο. Η Μαρία Τσάγκαρη, από την άλλη, μελέτησε την ιστορία του ρεμπέτη προπάππου της, του βιολιστή Νίκου Συρίγου, του περίφημου "Σαντορινιου" ή "Σαντορινάκη".

Η Κατερίνα Ζαχαροπούλου, με το έργο Ο μπουφές της Ρόζας, εξετάζει την περίπτωση της Εσκενάζυ, ανασύροντας προσωπικές οικογενειακές ιστορίες και αναμνήσεις. Αυτή η ιδιαίτερη, προσωπική σχέση των καλλιτεχνών με το ρεμπέτικο γίνεται περισσότερο εμφανής στα σύντομα κείμενα που προσκλήθηκαν να γράψουν για τον δίγλωσσο κατάλογο της έκθεσης. Αντίστοιχα, πολλοί επισκέπτες θα συναντήσουν εικόνες και ήχους που θα διεγείρουν τις αισθήσεις τους και θα τους συγκινήσουν, ακριβώς γιατί θα εντοπίσουν αφηγήσεις που σχετίζονται με το παρελθόν ή το παρόν τους».

Πέρα από τα ίδια τα έργα, υπάρχουν δύο σημεία της έκθεσης που παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον. Το πρώτο είναι η συμμετοχή του αινιγματικού ρεμπέτη Κώστα Μπέζου (1905-1943), ο οποίος ηχογραφούσε με το ψευδώνυμο Α. Κωστής και εκτός από τραγουδοποιός ήταν και σκιτσογράφος.

Προς έκπληξη πολλών, ο Μπέζος παρουσιάζεται στην έκθεση με μια σειρά γελοιογραφίες που ανήκουν στη συλλογή της Δημοτικής Πινακοθήκης. Το δεύτερο σημείο είναι μια επιμελητική χειρονομία φαινομενικά απλή αλλά πλούσια σε συμβολισμό. Στο φουαγιέ του Θεάτρου Ολύμπια, όπου τα τελευταία χρόνια έχει στηθεί μια έκθεση με φωτογραφίες και προσωπικά αντικείμενα της Μαρίας Κάλλας, συμπαραθέτουμε μια προθήκη με δίσκους και προσωπικά αντικείμενα της Σωτηρίας Μπέλλου. Τα αντικείμενα αυτά ανήκουν στον ΟΠΑΝΔΑ και εκτίθενται μόνιμα στο Πολιτιστικό Κέντρο «Μελίνα».

Σήμερα το ρεμπέτικο ανήκει πλέον επίσημα στον Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της UNESCO. Και η απόσταση είναι μεγάλη από το 1949 όταν ο τότε 23χρονος Μάνος Χατζιδάκης μέσα στις σκληρές εμφυλιακές συνθήκες, στην περίφημη διάλεξη του για το ρεμπέτικο στο θέατρο Αλίκη, στην πλατεία Καρύτση (μετέπειτα θέατρο Μουσούρη) είχε πει μπροστά στο έκπληκτο κοινό:

«Ποια από τις καλές τέχνες στον τόπο μας σήμερα μπορεί να περηφανευτεί ότι κράτησε τη βασική αυτή ελληνικότητα -τη μοναδική άξια κληρονομιά που έχουμε πραγματικά στα χέρια μας- για τη σύνθεσή της. Ποιά μουσική μας μπορεί να ισχυριστεί σήμερα ότι βρίσκεται πέρα απ' το βυζαντινό μέλος, πέρα απ' το δημοτικό τραγούδι και στη χειρότερη περίπτωση πέρ' απ' τις σπασμένες αρχαίες κολώνες του Παρθενώνος και του Ερεχθείου, ότι βρίσκεται εκεί που όλα αυτά βρεθήκανε στην εποχή τους; Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι γνήσια ελληνικό, μοναδικά ελληνικό».

Ένα χρόνο αργότερα συνέθεσε τις «Έξι λαϊκές ζωγραφιές» βασισμένες στο ρεμπέτικο.