Η μάσκα του τέρατος: Ο άνθρωπος ελέφαντας του Bernard Pomerance στον πολυχώρο Vault
Μια μάσκα αποκρύπτει αποκαλύπτοντας. Δεν θα ήταν μάσκα χωρίς την απόκρυψη. Αλλά και η απόκρυψη, κάθε απόκρυψη, χάνει κάθε νόημα χωρίς το αποκρυπτόμενο. Η απόκρυψη αποκρύπτει κάτι και αυτό το «κάτι» είναι συστατικό στοιχείο της απόκρυψης, χωρίς το οποίο δεν θα ήταν παρά ένα μαύρο σκοτάδι.
Η απόκρυψη που επιτελεί η μάσκα είναι ένα παιχνίδι της απόκρυψης και της αποκάλυψης του αποκρυπτόμενου και η ίδια η μάσκα είναι η κατασκευή, μια ανθρώπινη κατασκευή, που αφ’ ενός περιορίζει την ισχύ της απόκρυψης και αφ’ ετέρου επιτρέπει την ελάχιστη εμφάνιση του αποκρυπτόμενου. Η γοητεία που ασκεί η μάσκα διαχρονικά έγκειται στο ότι αρνείται την απόλυτη απόκρυψη και εγγυάται την ελάχιστη εμφάνιση μέσω της απόκρυψης.
Με μια τέτοια μάσκα, που κατασκεύασε αριστοτεχνικά ο Σωκράτης Παπαδόπουλος για υλοποιήσει τον άνθρωπο που φυλακίζεται μέσα στη δυσμορφία, επέλεξαν ο Δημήτρης Καρατζιάς και ο Κοραής Δαμάτης να αποτυπώσουν ένα αμάλγαμα της σύγχρονης εποχής και να θεματοποιήσουν σαράντα χρόνια που μας χωρίζουν από το πρώτο ανέβασμα στο Broadway (1979) του θρυλικού πλέον Ο άνθρωπος ελέφαντας του Bernard Pomerance.
«Θρυλικό έργο» δεν σημαίνει απαραίτητα και «αριστούργημα», επειδή ένας David Bowie ερμήνευσε τον John Merrick σε σκηνοθεσία Jack Hofsiss το 1980 (την ίδια χρονιά που ο Δημήτρης Ποταμίτης ανέβαζε το έργο με μεγάλη επιτυχία στο «Θέατρο Έρευνας») ή επειδή απέσπασε διάφορα βραβεία.
Σημαίνει όμως ένα έργο που άφησε το στίγμα του στην εποχή του συμπυκνώνοντας και θέτοντας σε κριτική βάσανο πολιτιστικές παρακαταθήκες, παραδόσεις και μνήμες της βικτωριανής εποχής, του βιομηχανικού θεάματος ή του αποικιοκρατικού καπιταλισμού και ρατσισμού, αλλά και ακόμα παλαιότερων πολιτιστικών «ιδιωμάτων» της θεατρικής Ευρώπης, όπως τα freak shows στην Αγγλία του 16ου αιώνα. Μια εποχή που αναδεικνύει τα ζώα σε ανθρώπινα υποδείγματα δεν απέχει πολύ από τη θεώρηση των ανθρώπων ως ζώων. Με την έννοια αυτήν, ο άνθρωπος ελέφαντας βρίσκει μακρινούς προγόνους τους λυκανθρώπους και όλα τα υβριδικά πλάσματα των ύστερων μεσαιωνικών θρύλων και παραστάσεων, που ενσάρκωναν κατά το ήμισυ το κτήνος και τον άνθρωπο.
Ο Pomerance ακολουθεί την ιστορία και αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα. Ακούμε για τον Λεοπόλδο του Βελγίου και μαντεύουμε τον κόσμο του τσίρκου με όλες τις ανθρώπινες αποκλίσεις του, όπως και τον αποικιοκρατικό εξωτισμό του *Carl Hagenbeck και τους ανθρώπινους ζωολογικούς κήπους του, όπου άνθρωποι από εξωτικές χώρες κλείνονταν σε κλουβιά και επιδεικνύονταν στους ευρωπαίους αστούς. Και ο Δαμάτης απαντά με ένα άλλο κλουβί, ένα κλουβί-πρόσωπο, ένα πρόσωπο που φυλακίζει το πρόσωπο, και που απαιτεί ένα πιο διεισδυτικό βλέμμα από τον θεατή.
Αυτή είναι η ιστορική σκοπιά που αναδεικνύει την διαχρονικότητα του «εγκλωβισμού» και καταλήγει σε κάτι που όλοι υποψιαζόμαστε εύκολα: η απόκλιση, όπως και ο κανόνας, είναι μια κοινωνική κατασκευή, ο κανόνας δεν θα ήταν κανόνας χωρίς τις αποκλίσεις, γι’ αυτό και δεν τις παράγει απλώς, αλλά τις προϋποθέτει ήδη κατά τη συγκρότησή του. Ο John Merrick είναι ένας από εμάς ή πιο σωστά είναι κάτι από εμάς, κάτι μέσα μας, που το απωθούμε. Εδώ σταματάει και η λογική του Pomerance, γι’ αυτό κλείνει το έργο του, χωρίς crescendo, με τον θάνατο του «τέρατος», αφήνοντας τον κανόνα στερημένο από την απόκλισή του.
Θα μπορούσε όμως να υπάρξει και άλλη μία σκοπιά, αυτή που αρχίζει με τη showbiz της τερατωδίας και οδηγείται στην τερατωδία της showbiz, από το ιστορικό βάθος, λοιπόν, στο θεαματικό παρόν, όπου όλα σκηνοθετούνται σε μια ολοσχερώς θεαματοποιημένη κοινωνία, όπου οι αποκλίσεις προβάλλουν ως αντικανόνες που τροφοδοτούν τους κανόνες, όπου το αντικείμενο του θεάματος είναι το ίδιο το θέαμα, το θεάσθαι και το θεαθήναι σε μια τερατώδη σύμφυση. Ο John Merrick θα έλαμπε στο βασίλειο των social media.
Η παράσταση, βεβαίως, υιοθετεί την πρώτη σκοπιά. Στον άνθρωπο ελέφαντα, άνθρωπος και ζώο μοιάζουν να καταρρέουν αμοιβαία σε μια οντολογική βαθμίδα ανώτερη του ζώου, αλλά κατώτερη του ανθρώπου, στη βαθμίδα του τέρατος, το οποίο δεν προκαλεί ούτε φόβο, ούτε δέος, αλλά μόνο την περιέργεια του φιλοθεάμονος κοινού. Το τέρας-θέαμα λοιπόν, η ζωομορφική ανθρωπινότητα που επιδεικνύει το όριό μας «προς τα κάτω» και προσελκύει ένα βλέμμα υπεροπτικό και μαζοχιστικό συνάμα, ένα βλέμμα που τέρπεται «προς τα κάτω», ενώ καταφάσκεται η ανωτερότητά του.
Αυτό το βλέμμα χτίζει στους θεατές του ο Δαμάτης (που ανέλαβε πέρα από τη σκηνοθεσία, τη διασκευή, τους φωτισμούς, τα σκηνικά και τα κοστούμια) και σταδιακά το αποδιαρθρώνει, ακολουθώντας τη δομή, αλλά και τη στόχευση του Pomerance: πρώτα με τις γλυπτές μάσκες της Ελένης Σουμή που φορά σε όλους τους ηθοποιούς του, ύστερα με τις σωστές μουσικές επιλογές του Μάνου Αντωνιάδη και τη συνεκτική κινησιολογία της Μαρίζας Τσίγκα, που κατάφερε να επενδύσει με τόσα σώματα τη μικρή σκηνή του Vault, τέλος με την έμφαση που δίνει στα λόγια του Merrick που υπερβαίνουν τη γενετική δυσμορφία και αποκαλύπτουν τον κλυδωνισμό της ευγενούς ψυχής πίσω από την τρομακτική όψη του πλανόδιου **τέρατος.
Το κύριο βάρος, ως αναμενόταν, επωμίζεται ο Δημήτρης Καρατζιάς, γιατί αυτός καλείται να μετατρέψει το ανεπούλωτο τραύμα σε δύναμη, την ασχήμια σε ομορφιά, να αντιστρέψει το «προς τα κάτω» και με τη «μάσκα» του να ξεκλειδώσει το κρυφό και το απωθημένο. Και φέρει αυτό το βάρος με επιτυχία με όλες τις επιταγές αυτού του ρόλου: τον ασθμαίνοντα λόγο, τη φωνή που παλεύει να βγει και να ακουστεί σε μη ευήκοα ώτα, το υπερτροφικό χέρι και το σακατεμένο σώμα που υπονομεύουν κάθε ισορροπία, τους σακατεμένους πνεύμονες και τις πληγωμένες σκέψεις, το εγκλωβισμένο πρόσωπο. Ένας σωματικός και πνευματικός άθλος.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι συγχρονισμένες και συντονισμένες στο αισθητικό ιδίωμα του σκηνοθέτη και υποστηρίζουν τη συνύπαρξη του υπερρεαλιστικού στοιχείου με το γκροτέσκο. Ο Διευθυντής του Μιχάλη Καλιότσου, ο Επίσκοπος του Στέλιου Καλαϊτζή και ο αγύρτης τσιρκολάνος του Αντώνη Καραθανασόπουλου είναι παραδείγματα προσεκτικής, εύστοχης και μετρημένης υποκριτικής. Ο Περικλής Μοχολιδάκης αναδεικνύει στο πρόσωπο του Δόκτορα Τριβς όλη την αντίφαση της επιστημονικής έρευνας, που μπορεί να εξανδραποδίσει, αλλά και να περιθάλψει, ενώ η κυρία Τρένταλ της Μαρίας Καβουκίδη άφησε το δίκοπο γυναικείο μαχαίρι να λάμψει στη δύναμη και στη ζεστασιά της ομορφιάς.
Η μετάφραση της Μαρλένας Γεωργιάδη λειτούργησε απρόσκοπτα στην παράσταση και έκρυψε την ηλικία της για να αναφανεί εν τέλει η γοητεία της μάσκας.
*Αυτόν που αναφέρει και ο Κόκκινος Πέτερ στο διήγημα «Αναφορά προς μία Ακαδημία» του Franz Kafka. (Franz Kafka: Έρευνες ενός σκύλου και άλλα διηγήματα, Πατάκης, Αθήνα 2016, σσ. 85-111). Βλ. Γιώργος Π. Πεφάνης: Θεατρικά Bestiaria. Θεατρικές και φιλοσοφικές σκηνές της ζωικότητας, Παπαζήσης, Αθήνα 2018, σσ. 157-163.
**«Καμιά φορά σκέφτομαι πως το κεφάλι μου είναι τόσο μεγάλο γιατί είναι γεμάτο από όνειρα».
Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι καθηγητής Φιλοσοφίας και θεωρίας του θεάτρου και του δράματος και κριτικός θεάτρου