ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η «Λεονόρα» του Μπετόβεν με την Μάρλις Πέτερσεν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών

Η «Λεονόρα» του Μπετόβεν με την Μάρλις Πέτερσεν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών
ΑΠΕ

Η Μάρλις Πέτερσεν, από τις μεγαλύτερες σοπράνο της εποχής μας, με την Ορχήστρα Μπαρόκ του Φράιμπουργκ υπό τον Ρενέ Γιάκομπς ζωντανεύουν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών τη «Λεονόρα», την πρώτη εκδοχή της μοναδικής όπερας «Φιντέλιο» του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν σε πρώτη πανελλήνια παρουσίαση.

Συνεχίζοντας το ευρωπαϊκό ταξίδι της, η «Λεονόρα», μετά τη στάση της στην Αίθουσα Κονσέρτχεμπαου του Άμστερνταμ και λίγο πριν την επιστροφή της στη Γερμανία, θα βρεθεί στην Αθήνα τη Δευτέρα 30 Οκτωβρίου στις 20:30 για μία μόνο βραδιά στην Αίθουσα Χρήστος Λαμπράκης. Το έργο παρουσιάζεται σε συναυλιακή μορφή και με όργανα εποχής, με ελληνικούς υπέρτιτλους και εντάσσεται στις εκδηλώσεις των κύκλων «Μεγάλες Ορχήστρες - Μεγάλοι Μαέστροι» και «Όπερα - Μουσικό Θέατρο».

Παλιοί γνώριμοι με κοινές δισκογραφικές καταθέσεις, η Μάρλις Πέτερσεν και ο Ρενέ Γιάκομπς πραγματοποιούν, αυτή τη σεζόν, ευρωπαϊκή περιοδεία με την Ορχήστρα Μπαρόκ του Φράιμπουργκ, ενώ έχουν συνεργαστεί στο παρελθόν και στην ηχογράφηση έργων Χάυντν.

FreiburgBaroqueOrchestra credit AnneliesvanderVegt

Πηγή: ΑΠΕ

Η δημοφιλής Γερμανίδα σοπράνο κολορατούρα έχει ερμηνεύσει ρόλους από το μπαρόκ μέχρι το σύγχρονο ρεπερτόριο, με τη «Λούλου» να κατέχει περίοπτη θέση στο βιογραφικό της. Έχει κερδίσει πολλά βραβεία, ενώ έχει συνεργαστεί με μεγάλες ορχήστρες από όλο τον κόσμο και με διακεκριμένους μαέστρους.

Ο Ρενέ Γιάκομπς ασχολείται από το 1977 με την προκλασική φωνητική μουσική αναδεικνύοντας συνθέσεις της μέσα από παγκόσμιες δισκογραφικές πρεμιέρες. Πολλές από αυτές μάλιστα θεωρούνται ηχογραφήσεις αναφοράς και έχουν αποσπάσει πολυάριθμα βραβεία από φορείς διεθνούς κύρους και έγκριτα μουσικά έντυπα. Η διεθνής κριτική έχει χαρακτηρίσει τις ερμηνείες του αντισυμβατικές καθώς συνδυάζουν μοναδικά την τεκμηριωμένη προσέγγιση και το μουσικό ένστικτο.

Από τη «Λεονόρα» στον «Φιντέλιο»

Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν έγραψε την πρώτη εκδοχή της μίας και μοναδικής του όπερας το 1805 δίνοντάς της τον τίτλο «Λεονόρα», αλλά συνέχισε να επεξεργάζεται την παρτιτούρα και την υπόθεση του έργου επί σχεδόν δέκα χρόνια. Το λιμπρέτο βασίστηκε στο κείμενο της παλαιότερης γαλλικής όπερας «Λεονόρ ή η συζυγική αγάπη» του Ζαν-Νικολά Μπουγύ, το οποίο προσαρμόστηκε στα γερμανικά. Η πρώτη παρουσίαση της «Λεονόρας» στην Αυστρία υπήρξε περιπετειώδης καθώς, εκείνη την εποχή, η Βιέννη είχε καταληφθεί από τα στρατεύματα του Ναπολέοντα, με αποτέλεσμα η πρεμιέρα να πραγματοποιηθεί παρουσία γαλλόφωνων αξιωματικών που δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν την αξία του έργου, αφού δεν μιλούσαν γερμανικά.

Αξιοσημείωτο είναι άλλωστε το γεγονός ότι ο Μπετόβεν, απογοητευμένος από τον Βοναπάρτη λόγω της εισβολής στην Αυστρία, αναθεώρησε την αρχική θετική στάση του απέναντι του -μέχρι τότε τον θεωρούσε υπέρμαχο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολέμιο της αριστοκρατικής τάξης. Τελικά, η «Λεονόρα» ξαναπαρουσιάστηκε με νέο τίτλο -«Φιντέλιο»- και με μεγάλη επιτυχία στην αυστριακή πρωτεύουσα το 1814.

Ο Μπετόβεν, έχοντας ενστερνιστεί τα ιδεώδη του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, έπλασε ένα αριστουργηματικό λυρικό έργο, διαποτισμένο από το όραμά του για την ελευθερία και την αντίσταση στην πολιτική καταπίεση. Πολλοί είναι αυτοί που θεωρούν τη Λεονόρα μια ηρωίδα μπροστά από την εποχή της καθώς -απελευθερώνοντας τον σύζυγό της μεταμφιεσμένη σε δεσμοφύλακα-, προβαίνει σε μια θαρραλέα πράξη υπέρ της ελευθερίας, του φεμινισμού και της μεταρρύθμισης του σωφρονιστικού συστήματος.