ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Καταλυτικές για τις πολιτικές εξελίξεις οι αποφάσεις για το χρέος

Καταλυτικές για τις πολιτικές εξελίξεις οι αποφάσεις για το χρέος
EUROKINISSI/ΜΠΟΛΑΡΗ ΤΑΤΙΑΝΑ

Η ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος από τους θεσμούς τον προηγούμενο Μάιο οδήγησε στη συμφωνία για το χρέος και συγκεκριμένα στην αποκρυστάλλωση των βραχυπρόθεσμων μέτρων για την ελάφρυνση του χρέους.

Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης δεσμεύει την ευρωζώνη στο να λάβει ακόμη πιο συγκεκριμένες αποφάσεις για το χρέος και τα πλεονάσματα για το διάστημα μετά το 2018, ώστε να εξασφαλίσει τη συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα.

Το ιδανικό σενάριο για την κυβέρνηση είναι οι Ευρωπαίοι να ενδώσουν στις πιέσεις του ΔΝΤ και να συναινέσουν σε πλεονάσματα μικρότερα του 3,5% του ΑΕΠ, προσδιορίζοντας παράλληλα με σαφήνεια κάποιες από τις παρεμβάσεις που θα ληφθούν το 2018, ώστε το χρέος να καταστεί βιώσιμο και να διασφαλιστεί πως οι χρηματοδοτικές ανάγκες του προϋπολογισμού για την πληρωμή τόκων δεν θα υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση. Μια τέτοια εξέλιξη θα επέτρεπε στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής της χαλάρωσης, μειώνοντας αισθητά το κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου και διευκολύνοντας την έξοδο της χώρας στις αγορές.

Κατά κάποιους εάν το σενάριο αυτό εκπληρωνόταν στο σύνολο του ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας θα επετύγχανε όλα για όσα είχε δεσμευθεί στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 και έτσι θα μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές, ζητώντας νέα εντολή από τον ελληνικό λαό. Ωστόσο, πέραν των πολιτικών εκτιμήσεων και επιθυμιών οι αποφάσεις που θα οδηγήσουν την Ελλάδα στην έξοδο από το σημερινό τέλμα είναι εξαιρετικά σύνθετες με τη χώρα να παραμένει σε ρόλο παρατηρητή και να είναι πλέον αντιμέτωπη και με ένα πολύ επιβαρυμένο πολιτικό και οικονομικό διεθνές περιβάλλον.

Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμη και στην περίπτωση που στις 5 Δεκεμβρίου οι θεσμοί ενημερώσουν το Eurogroup ότι τα μέτωπα με την ελληνική κυβέρνηση στα εργασιακά, στον εξωδικαστικό μηχανισμό, στις ιδιωτικοποιήσεις και στο δημοσιονομικό έχουν κλείσει η συζήτηση που θα ακολουθήσει δεν θα είναι στρωμένη με ρόδα.

Η κυβέρνηση θεωρεί πως στο Eurogroup θα ανοίξει η συζήτηση για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους τα οποία θα εξειδικευθούν το επόμενο διάστημα, έως το Eurogroup του Ιανουαρίου. Αλλά η Γερμανία όπως και άλλες χώρες της ευρωζώνης δεν επιθυμούν να δεσμευθούν έναντι του ΔΝΤ και της Ελλάδος για συγκεκριμένα μέτρα απομείωσης του χρέους, ειδικά μέσα στο 2017 που αποτελεί εκλογικό έτος για αυτές. Αντιθέτως έχουν δείξει τη διάθεση να μεταθέσουν το βάρος της συζήτησης από την ελάφρυνση του χρέους και να εστιάσουν στη λήψη πρόσθετων μέτρων εκ μέρους της ελληνική κυβέρνησης που θα διατηρήσουν τα πρωτογενή πλεονάσματα στο ύψος του 3,5% του ΑΕΠ για αρκετά χρόνια μετά το 2018. Με τον τρόπο αυτό εκτιμούν πως μπορούν να πετύχουν και τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα.

Όμως αυτό είναι μάλλον μια τακτική κωλυσιεργίας που το Ταμείο δεν θέλει να υιοθετήσει. Τα στελέχη του ΔΝΤ έχουν ξεκαθαρίσει ότι για να μετέχουν χρηματοδοτικά και όχι απλά συμβουλευτικά στο πρόγραμμα θα πρέπει να υφίστανται οι εξής προϋποθέσεις: Να προσδιοριστούν μέτρα για την μακροπρόθεσμη ελάφρυνση του χρέους και να μειωθούν οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 1,5% του ΑΕΠ.

Το ΔΝΤ έχει αφήσει ως εναλλακτική τη διατήρηση των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 3,5% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα, ωστόσο έχει θέσει ως προϋπόθεση να έχει εκείνο τον πρώτο λόγο στο μίγμα των μέτρων που θα ληφθούν για να γίνει αυτό (βλ. μείωση αφορολογήτου, περικοπή συντάξεων, μείωση δαπανών Δημοσίου).

Κατά κάποιους αυτή η πρόταση είναι «πολιτική μπλόφα» του Ταμείου, το οποίο ξέρει πως οι δυνατότητες λήψης νέων μέτρων είναι ισχνές και πως αυτό το ξέρουν όλοι οι θεσμοί και το καταλαβαίνουν όλες οι χώρες της ευρωζώνης, της Γερμανίας συμπεριλαμβανομένης. Άλλωστε κάθε φορά που ο Πολ Τόμσεν παρουσιάζει το σενάριο αυτό αναφέρεται και στην αδύναμη οικονομική κατάσταση της Ελλάδος και στις αβεβαιότητες που θα προκαλούσε η παράταση της λιτότητας στην ελληνική οικονομία.

Το ζήτημα είναι το πώς θα αντιδράσει ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στην «μπλόφα» του ΔΝΤ και εάν θα συναινέσει σε μικρότερα πλεονάσματα και μεγαλύτερη ελάφρυνση του χρέους, κάνοντας και σχετική εισήγηση στους συναδέλφους του Γερμανούς βουλευτές εν μέσω μάλιστα προεκλογικής περιόδου στη Γερμανία.

Πάντως, εάν δεν κλειδώσει η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα – κάτι που οι Γερμανοί είχαν θέσει ως προϋπόθεση το 2015 για να δανείσει ο ESM την Ελλάδα- αυτό δεν θα θεωρείται αξιόπιστο από τις αγορές.

Πολλοί θεωρούν πως η γερμανική πλευρά θα ζυγίσει τα γεγονότα λαμβάνοντας υπόψη τον παράγοντα Τραμπ, τη μεταναστευτική κρίση, το Brexit και το αποτέλεσμα του ιταλικού δημοψηφίσματος. Οι ίδιοι θεωρούν πως στη βάση αυτή το σενάριο υπαναχώρησης της Γερμανίας έναντι των αξιώσεων του ΔΝΤ συγκεντρώνει τις μεγαλύτερες πιθανότητες.

Το ανησυχητικό είναι πως ανεξαρτήτως των αποφάσεων της Γερμανίας τα σύννεφα πάνω από την ευρωζώνη έχουν πυκνώσει και οι διεθνείς συνθήκες με τις οποίες είναι αντιμέτωπη η Ελλάδα δεν είναι εξίσου ευνοϊκές εν συγκρίσει με τα προηγούμενα χρόνια. Αυτό από μόνον του μπορεί να εξαϋλώσει τα όποια αποτελέσματα προκύψουν από ενδεχόμενες θετικές αποφάσεις για το πλεόνασμα και το χρέος και οι οποίες σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν να προεξοφληθούν.