ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

«Χωρίς ορίζοντα» η νέα συμφωνία για το χρέος

«Χωρίς ορίζοντα» η νέα συμφωνία για το χρέος

Μπορεί ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος να υποστήριξε χθες πως η κυοφορούμενη συμφωνία για το ελληνικό χρέος η οποία θα αποκρυσταλλωθεί έως το Eurogroup της 24ης Μάιου θα δίνει στους επενδυτές ένα «καθαρό ορίζοντα» για το πώς η Ελλάδα θα ξεφύγει από την κρίση, ωστόσο αυτό δεν ισχύει.

Οι υπουργοί Οικονομικών της ζώνης του ευρώ στο χθεσινό ανακοινωθέν τους προσδιόρισαν τη μέθοδο που επιθυμούν να ακολουθήσουν για να «ελαφρύνουν» το ελληνικό χρέος ξεκαθαρίζοντας πως οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας θα πρέπει να παραμείνουν σε βιώσιμο δρόμο.

Σύμφωνα με την έρευνα του ΔΝΤ, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες ενός κράτους (τα δημοσιονομικά ελλείμματα συν το κόστος αναχρηματοδότησης του χρέους) πρέπει να παραμένουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ για να θεωρείται το χρέος τους βιώσιμο.

Το εάν αυτό το ποσοστό θα ισχύσει και για την περίπτωση της Ελλάδος, μέλλει να αποσαφηνιστεί από το EuroWorking Group. Ωστόσο προς το παρόν τα κριτήρια της βιωσιμότητας τους χρέους παραμένουν άγνωστα.

Το βασικό σενάριο της έκθεσης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους που συνέταξαν οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί αναφέρει πως το χρέος της Ελλάδας θα κορυφωθεί στο 182,9% του ΑΕΠ το 2019 και θα υποχωρήσει στο 104,9% του ΑΕΠ το 2060.

Το σενάριο αυτό έχει συνταχθεί στη βάση της παραδοχής ότι η Ελλάδα θα έχει σε βάθος χρόνους πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 3% και θα καταγράφει ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 2,5% του ΑΕΠ. Αλλά οι παραδοχές αυτές είναι έωλες, ειδικά σε μια οικονομία που τελεί μονίμως υπό δημοσιονομική σύσφιγξη, τα εισοδήματα διαρκώς μειώνονται και η πολιτική κατάσταση είναι έκρυθμη.

Για να κρατήσει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας σε βιώσιμα επίπεδα - δηλαδή εντός του εύρους του 15%του ΑΕΠ -τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδος πρότεινε σε ειδικό του έγγραφο μια σειρά από παρεμβάσεις στα δάνεια που έχει διαθέσει στην Ελλάδα.

Αυτές προβλέπουν την επιμήκυνση της μέσης περιόδου ωρίμανσης των δανείων κατά πέντε έτη, τη θέσπιση ανώτατου ορίου αποπληρωμής των δανείων αυτών στο 1% του ΑΕΠ έως το 2050 και τη θέσπιση πλαφόν στο ύψος του επιτοκίου που θα πληρώνει η Ελλάδα για τα δάνεια του EFSF ίσο με 2% έως το 2050 (το υπερβάλλον επιτόκιο θα καταβληθεί μετά το 2050 σε ίσες δόσεις).

Υιοθετώντας συστάσεις ξένων ινστιτούτων και αναλυτών ο ESM πρότεινε ακόμη την επιστροφή των κερδών του Ευρωσυστήματος (ANFA και SMP) επί των ελληνικών ομολόγων που ανέρχονται σε 8 δισ. ευρώ. Τα εν λόγω κέρδη έχουν σταματήσει να αποδίδονται στην Ελλάδα από την εποχή του Γιάνη Βαρουφάκη, ωστόσο το χθεσινό ανακοινωθέν του Eurogroup ανέφερε πως και αυτά θα πρέπει να συμπεριληφθούν στις επιλογές για το χρέος.

Μια ακόμη πρόταση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας προβλέπει την πρόωρη αποπληρωμή δανείων του ΔΝΤ, εφόσον περισσέψουν κεφάλαια από το τρίτο πρόγραμμα που έχει συνάψει η Ελλάδα με τον ESM. Αυτή η πρόταση λειτουργεί ως «γλυκαντικό» για το ΔΝΤ, αλλά εξυπηρετεί και την Ελλάδα, δεδομένου ότι το Ταμείο δανείζει τη χώρα με επιτόκιο άνω του 3,8% όταν ο ESM δανείζει την Ελλάδα με επιτόκιο 1,5%.

Ωστόσο, ακόμη και εάν βραχυπρόθεσμα – και όχι το 2018- βελτιωθεί η δομή του ελληνικού χρέους, χορηγηθεί μεγαλύτερη περίοδο χάριτος, υπάρξει επιμήκυνση των πληρωμών των ευρωπαϊκών δανείων και διασφαλισθεί η ταχεία αποπληρωμή άλλων χρεών που έχουν υψηλότερο επιτόκιο από τα δάνεια του ESM -όπως του ΔΝΤ - αυτό για την Ελλάδα δεν θα σημαίνει τίποτα ουσιαστικό στην πράξη.

Εξάρτηση από τον ESM

Ακόμη και εάν γίνουν όλα αυτά, η Ελλάδα θα έχει μπροστά της αποπληρωμές χρέους που δεν θα μπορεί να καλύψει ούτε με τα τεράστια ετήσια πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ, ούτε με το δανεισμό από τις αγορές. Μάλιστα , οι καταβολές αυτές την «καταδικάζουν» σε διαρκή εξάρτηση από τα δάνεια των επίσημων πιστωτών.

Ενδεικτικά, συνολικά δάνεια 16 δισ. ευρώ από το ΔΝΤ θα πρέπει να επιστραφούν έως το 2021, ενώ άλλα 20 δισ. ευρώ πρέπει να επιστραφούν στην ΕΚΤ και στις εθνικές κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης έως το 2026. Ενδιάμεσα θα πρέπει να αποπληρωθούν 3 δισ. ευρώ ομολόγων που δεν είχαν αναδιαρθρωθεί το 2012 στο PSI, ενώ το 2023 θα αρχίσουν να αποπληρώνονται τα ομόλογα 31 δισ. ευρώ που προέκυψαν από την αναδιάρθρωση του χρέους το 2012. Σύμφωνα με το ισχύον χρονοδιάγραμμα, τα διμερή δάνεια ύψους 53 δισ. ευρώ που χορηγήθηκαν από τους εταίρους της ζώνης του ευρώ κατά το πρώτο πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας θα πρέπει να επιστραφούν μεταξύ 2020-2041.

Δεδομένου ότι δεν υπάρχει καμία πιθανότητα η Ελλάδα να είναι σε θέση να δανείζεται στο μέλλον με επιτόκια κοντά στο κόστος των δανείων του ESM (1,5%), ο δανεισμός της σε κόστος πολύ υψηλότερο από αυτό θα εκτροχιάσει την εξέλιξη του δημόσιου χρέους και θα επιδράσει αρνητικά τόσο στη βιωσιμότητα του χρέους όσο και στην επενδυτική ψυχολογία.

Από όλα τα παραπάνω προκύπτει αβίαστα πως οι αποφάσεις του Eurogroup της 24ης Μάιου δεν μπορούν να δώσουν καθαρό ορίζοντα στους επενδυτές για την Ελλάδα. Ειδικά δε η πρόβλεψη του χθεσινού Eurogroup ότι όλα τα μέτρα που θα ληφθούν για την ελάφρυνση του χρέους θα είναι σύμφωνα με τη νομοθεσία της ΕΕ και το νομικό πλαίσιο του ESM και του EFSF, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για γενναία απομείωση του χρέους.