Πώς διαμορφώνεται το ύψος των επικουρικών συντάξεων
Διευκρινίσεις για τις ρυθμίσεις του άρθρου 44 του ν. 4670/2020 σχετικά με παροχές του κλάδου επικουρικής ασφάλισης του π. ΕΤΕΑΕΠ παρέχει απόφαση του υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Γιάννη Βρούτση, η οποία αναρτήθηκε στη «Διαύγεια».
Συγκεκριμένα, με το άρθρο 44 του ανωτέρω νόμου, αντικαθίσταται το άρθρο 96 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85), που αφορά τις παροχές του κλάδου επικουρικής ασφάλισης του πρώην ΕΤΕΑΕΠ και, ήδη, e-ΕΦΚΑ, σε όλους τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους του, σε συμμόρφωση με τις αποφάσεις 1889/2019 και 1890/2019 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές τις παρ. 1 και 4 αυτού και ακύρωσαν από τη δημοσίευσή τους, ήτοι από 4.10.2019, τις υπουργικές αποφάσεις οικ.23123/785/7.6.2016 (Β΄ 1604) «Καθορισμός των τεχνικών παραμέτρων σχετικά με τις παροχές του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης» και οικ. 25909/470/7.6.2016 (Β΄ 1605, διόρθωση σφάλματος Β΄ 1623) «Αναπροσαρμογή καταβαλλόμενων συντάξεων του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης».
Μεταξύ άλλων, στην υπουργική απόφαση, αναφέρεται ότι οι ήδη καταβαλλόμενες επικουρικές συντάξεις έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2019, που αφορούν αιτήσεις που είχαν υποβληθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2014, συνεχίζουν να καταβάλλονται, από την 1η Οκτωβρίου 2019, στο ύψος του ποσού που είχαν διαμορφωθεί, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις στις 31-12-2014. Ειδικά, ο υπολογισμός της κράτησης υπέρ υγειονομικής περίθαλψης διενεργείται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 30 του άρθρου 1 του ν. 4334/2015 (Α` 80), όπως ισχύει.
Παράλληλα, επισημαίνεται ότι, επί αιτήσεων απονομής επικουρικής σύνταξης και συνταξιοδότησης από 1.1.2015 και μετά, ο χρόνος της παράλληλης απασχόλησης υπολογίζεται στην επικουρική σύνταξη, όπως και ο λοιπός χρόνος επικουρικής ασφάλισης.
Η βασική αλλαγή που επέρχεται, αφορά την κατάργηση, από 1.10.2019, του επανυπολογισμού και της αναπροσαρμογής των ήδη καταβαλλόμενων ή καταβλητέων την 12η.5.2016 επικουρικών συντάξεων, βάσει προγενέστερου νομικού πλαισίου.
Η υπουργική απόφαση που εκδόθηκε, αφορά όλες τις συντάξεις, ο υπολογισμός των οποίων έγινε ή θα γίνει (για τις εκκρεμείς), σύμφωνα με το ισχύον, κατά την έναρξη καταβολής της σύνταξης, προγενέστερο του ν. 4387/2016 νομικό πλαίσιο, οι οποίες, από 1.6.2016, επανυπολογίστηκαν /ή/ και αναπροσαρμόστηκαν, κατ' εφαρμογή της προϊσχύουσας παρ. 4 και της ΥΑ οικ.25909/470/7.6.2016 (Β΄ 1605, διόρθωση σφάλματος Β΄ 1623) «Αναπροσαρμογή καταβαλλόμενων συντάξεων του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης». Ο επανυπολογισμός/ή/ και αναπροσαρμογή θα διενεργηθεί και θα εφαρμοστεί για την περίοδο, μέχρι 30.9.2019 και στις εκκρεμείς αιτήσεις, που είχαν υποβληθεί, μέχρι 31.12.2014.
Υπενθυμίζεται ότι, με την 1890/2019 απόφαση του ΣτΕ (Ολομ.), έγινε δεκτό ότι «αιτιολογείται επαρκώς η επιλογή …. ως βάσης επανυπολογισμού των επικουρικών συντάξεων που καταβάλλονταν στους ήδη συνταξιούχους, κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 (Α' 85), του ύψους στο οποίο οι συντάξεις αυτές είχαν διαμορφωθεί κατά την 31η.12.2014, δηλαδή με τις επελθούσες και κριθείσες ως αντισυνταγματικές, με τις 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου περικοπές των ν. 4051/2012 και 4093/2012».
Κατόπιν αυτού, από 1.10.2019, οι εν λόγω επικουρικές συντάξεις, κατά ρητή νομοθετική πρόβλεψη, συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί, σύμφωνα με τις ισχύουσες στις 31.12.2014 διατάξεις, δηλαδή με βάση τους νόμους 4024/2011 (άρθρο 2, παρ. 3 και 4), 4051/2012 (άρθρο 6, παρ. 2-5), 4052/2012 (άρθρο 42, παρ. 1), 4093/2012 (άρθρο πρώτο, παρ. ΙΑ, υποπαρ. ΙΑ5, περ. 1) και την κράτηση της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης υπέρ ΑΚΑΓΕ, όπου αυτή επιβάλλεται.
Στο εναπομείναν ποσό σύνταξης, μετά την αφαίρεση της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης υπέρ ΑΚΑΓΕ, διενεργείται, από 1.1.2016, η κράτηση εισφοράς υγειονομικής περίθαλψης ποσοστού 6%.
Τέλος, σημειώνεται ότι, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 44 του Ν. 4670/2020, το καταβαλλόμενο προ φόρου ποσό σύνταξης δεν μπορεί να υπολείπεται του προ φόρου καταβαλλόμενου ποσού στις 30.9.2019. Στην περίπτωση που, σε εφαρμογή των διατάξεων που προαναφέρονται, το καταβαλλόμενο προ φόρου ποσό προκύπτει χαμηλότερο του καταβαλλόμενου προ φόρου ποσού στις 30.09.2019, καταβάλλεται το ποσό στο ύψος της 30ής.09.2019 και η προκύπτουσα διαφορά αποτυπώνεται ως προσωπική διαφορά.