Κλειστά χαρτιά από τους Ευρωπαίους για τα πρωτογενή πλεονάσματα
Μπορεί η ελληνική κυβέρνηση να παρατάσσεται με αυτοπεποίθηση και με επιχειρήματα στη διαπραγμάτευση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για τη μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, ωστόσο η πλευρά των Ευρωπαίων και ειδικά το Eurogroup δεν φαίνονται έτοιμοι να δεσμευτούν σε κάτι τέτοιο, καθώς βάζουν σε πρώτη προτεραιότητα την ταχύτερη μείωση του ελληνικού δημοσίου χρέους.
Το θέμα των πλεονασμάτων θα βρεθεί στο τραπέζι της συνάντησης που θα έχει σήμερα ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, με τον Επίτροπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρμόδιο για θέματα Οικονομίας, Πάολο Τζεντιλόνι. Ωστόσο, ο Ιταλός Επίτροπος δεν θα δεσμευθεί για οτιδήποτε και θα παραπέμψει στο διακυβερνητικό όργανο, δηλαδή στο Eurogroup.
Ήδη χθες από τις Βρυξέλλες ο κ. Τζεντιλόνι έδειξε πως δεν διαθέτει σαφείς απαντήσεις για το ελληνικό αίτημα. «Θα γίνει συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά δεν μπορώ να προκαταλάβω το αποτέλεσμα της σχετικής συζήτησης», ανέφερε.
Τα πρωτογενή πλεονάσματα στην ατζέντα της επίσκεψης Τζεντιλόνι στην Αθήνα
Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δήλωσαν στο CNN Greece πως προτεραιότητα για τις ισχυρές χώρες της ευρωζώνης έχει όχι μόνον η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους σε όρους ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών, αλλά και το ποσοστό του χρέους ως προς το ΑΕΠ.
Όπως τόνισαν, η Ελλάδα θα πρέπει να συγκλίνει το ταχύτερο δυνατόν με το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και κυρίως θα πρέπει να διασφαλιστεί πως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) θα λάβει πίσω σε βάθος χρόνου τα χρήματα που έχει δανείσει στην Ελλάδα. Και θεωρούν πως αυτό θα επιτευχθεί με τους δημοσιονομικούς στόχους που συμφωνήθηκαν τον Ιούνιο του 2018, δηλαδή με πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% έως το 2022 και με πλεονάσματα της τάξης του 2,2% έως το 2060.
Πολλά στελέχη των θεσμών και ειδικά το ΔΝΤ θεωρούν πως τα επιτόκια διεθνώς δεν θα παραμείνουν μεσοπρόθεσμα στο χαμηλό σημείο όπου είναι σήμερα και ενδέχεται να υπάρξουν αυξήσεις στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους από ένα σημείο και μετά, οι οποίες θα επιβαρύνουν την κατάσταση. Για το λόγο αυτό θεωρούν πως η Ελλάδα θα πρέπει να στηριχθεί σε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, αφενός για να δημιουργήσει αποθέματα ασφαλείας και αφετέρου για να αποσύρει ταχύτερα χρέος, όπου αυτό είναι δυνατόν. Δεδομένου ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει φθίνουσες δημογραφικές εξελίξεις, οι οποίες λειτουργούν ως βαρίδι για τη δυνητική ανάπτυξη, η εικόνα γίνεται πιο συνθέτη.
Από την πλευρά της η ελληνική κυβέρνηση εκτιμά πως το μεγάλο αποθεματικό ασφαλείας που έχει σχηματίσει, ο δανεισμός από τις αγορές με ευνοϊκό κόστος και η ενδεχόμενη συμμετοχή της χώρας στο πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων της ΕΚΤ από το 2021, όταν και θα αποκτήσει την επενδυτική βαθμίδα από τους οίκους αξιολόγησης, διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους ακόμη και μετά το 2032 (το χρονικό σημείο που είχε τεθεί ως ορόσημο τον Ιούνιο του 2018).
Η πραγματική συζήτηση για τη μείωση ή μη των πλεονασμάτων θα γίνει μετά την ολοκλήρωση της έκτης μεταμνημονιακής αξιολόγησης και χρονικά θα συμπέσει με το Eurogroup του Μαΐου. Δεν αποκλείεται δε μια πρώτη γεύση για τις τελικές αποφάσεις να δοθεί στην ελληνική πλευρά κατά την Εαρινή Σύνοδο του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον στα τέλη Απριλίου.