ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

Ανοίγουν μέτωπο οι βιομήχανοι για το μη μισθολογικό κόστος

Ανοίγουν μέτωπο οι βιομήχανοι για το μη μισθολογικό κόστος
Παλαιότερη φωτογραφία του Θεόδωρου Φέσσα, προέδρου του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών, από την ομιλία του στην ετήσια Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ, στις 28 Μαΐου 2014 EUROKINISSI/Αλέξανδρος Ζωντανός

Το ζήτημα του μη μισθολογικού κόστους στην Ελλάδα θίγει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) στο εβδομαδιαίο δελτίο του για την ελληνική οικονομία που δημοσιεύτηκε σήμερα.

Ανάμεσα στις διαρθρωτικές στρεβλώσεις που δημιουργούν καθεστώς υποεπένδυσης, επηρεάζοντας αρνητικά την αναπτυξιακή διαδικασία, το δελτίο εστιάζει στο υψηλό μη μισθολογικό κόστος, που καταγράφεται ως ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη με τη χαμηλότερη δυνατή ανταποδοτικότητα.

Το θέμα έχει ανακινηθεί τις τελευταίες ημέρες μετά από δημοσίευμα της Αυγής, στο οποίο η κυβέρνηση φέρεται να εξετάζει την αύξηση των εργοδοτικών εισφορών προς αναζήτηση πόρων, ώστε να καλυφθεί μέρος (900 εκατ.) από το κενό ύψους 2,3 δις. ευρώ στον ασφαλιστικό προϋπολογισμό του 2016.

Στο πλαίσιο αυτό, προτείνεται η μερική ή ολική επιστροφή των εργοδοτικών εισφορών στο ύψος που ήταν το 2012, με το υπουργείο Εργασίας να υπολογίζει στα 450 εκατ. ευρώ περίπου τις εισροές στο σύστημα.

Σύμφωνα με το ίδιο ρεπορτάζ, παράγοντες του υπουργείου θεωρούν πως οι δανειστές δεν πρόκειται να δεχθούν μια τέτοια ρύθμιση, εγείροντας ζήτημα ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.

Στο σημερινό του δελτίο, ο Τομέας Μακροοικονομικής Πολιτικής του ΣΕΒ συμμερίζεται τις ενστάσεις αυτές, χαρακτηρίζοντας ως ανεδαφικές τις προτάσεις για αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών στη σημερινή συγκυρία, προβλέποντας ότι το υψηλό μη μισθολογικό κόστος θα επιτείνει την ύφεση και θα διογκώσει την αδήλωτη εργασία.

Προς απόδειξη της υπερφορολόγησης της μισθωτής εργασίας, το δελτίο παρουσιάζει το παράδειγμα παντρεμένου μισθωτού με αποδοχές ίσες με 167% του μέσου μισθού και δύο παιδιά (μικτές αποδοχές με όλες τις εισφορές, 2.400 ευρώ μηνιαίως), όπου με βάση τα ισχύοντα του αφαιρείται σχεδόν το 60% του μισθού σε φόρους και εισφορές, ή σχεδόν είκοσι ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τους αντίστοιχους υψηλόμισθους της Γερμανίας.

Το παράδειγμα αντλείται από έκθεση του ΟΟΣΑ για τη φορολογική επιβάρυνση των μισθών που είδε το φως της δημοσιότητας τον περασμένο Απρίλιο. Τότε, προκάλεσε αίσθηση για το αντίστοιχο παράδειγμα του μέσου εργαζομένου με δύο παιδιά (στο 100% δηλαδή του μέσου μισθού), όπου οι συνολικές εισφορές καταγράφονταν στο 43.39% του μισθού έναντι 26,9% του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ. Υπενθυμίζεται πως όλα τα παραπάνω ποσοστά δεν αφορούν μόνο τη συμμετοχή του εργοδότη, αλλά και αυτήν του εργαζομένου.

Ο ΣΕΒ επικαλείται την υψηλή φορολόγηση των μισθωτών της ανώτερης εισοδηματικής κλίμακας και εν γένει το μη-εργασιακό κόστος της παραγωγής, επιχειρηματολογώντας υπέρ της ανάγκης για αλλαγή παραδείγματος στο καθεστώς των εγχώριων επενδύσεων.

Όπως το θέτει, διαρθρωτικές στρεβλώσεις σαν τις παραπάνω «καθηλώνουν την οικονομία σε σχετικά χαμηλής παραγωγικότητας δραστηριότητες, όπως ήσαν οι κατοικίες και οι δημόσιες επενδύσεις στο παρελθόν. Όλες αυτές οι αδυναμίες αποτυπώνονται στην χαμηλή παραγωγικότητα του επενδεδυμένου κεφαλαίου στην χώρα, όπου κατά μέσο όρο για κάθε €1 παραγωγή και εισόδημα απαιτούνται επενδυτικά κεφάλαια 5πλάσιας αξίας, όταν στον υπόλοιπο αναπτυγμένο κόσμο απαιτούνται τα μισά περίπου από τα κεφάλαια αυτά».

Επιπλέον, οι συντάκτες του δελτίου εκτιμούν ότι η χώρα «λειτουργεί με τεράστια εμπόδια στην οικονομική δραστηριότητα, τα οποία, αν δεν αρθούν, καταδικάζουν την χώρα σε διαρκή ύφεση ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, σε ένα αναπτυξιακό τέλμα χαμηλών επιδόσεων, μη ικανών να δημιουργήσουν ευκαιρίες για την αύξηση της απασχόλησης και των εισοδημάτων».

Το δελτίο φαίνεται να ταυτίζει το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας με το ύψος των εργοδοτικών εισφορών και δεν επεκτείνεται σε ζητήματα μοναδιαίου κόστους εργασίας, κατανομής εισοδήματος μεταξύ μισθών και κερδών, ανταγωνιστικότητας σε κλάδους τεχνολογικής έντασης και αναβάθμισης των εξαγωγών· με τους αντίστοιχους πίνακες σύγκρισης. Δεν απαντά, επίσης, στο ζήτημα που οι συντάκτες του θέτουν περί εγχώριων επενδύσεων και στο κατά πόσο οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι έτοιμες να επενδύσουν όσα κεφάλαια –κατά μία έννοια- γλιτώσουν από την φοροεπιδρομή του κράτους.

Το προεδρείο του Συνδέσμου βρίσκεται σήμερα στις Βρυξέλλες στο πλαίσιο προγραμματισμένης συνάντησης με τον πρόεδρο της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. Η χρονική συγκυρία για τους φιλόδοξους επενδυτές περιγράφεται από την αβεβαιότητα στην παγκόσμια οικονομία, τις ενδοευρωπαϊκές συγκρούσεις, αλλά και τις κινήσεις προσεταιρισμού της Κίνας από τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της ευρωζώνης.

Ιδιαίτερα, για τη Γερμανία και με αφορμή τα τελευταία σκάνδαλα που είδαν το φως της δημοσιότητας εντείνονται οι πιέσεις. Το Βερολίνο καλείται να προχωρήσει σε επενδύσεις του απαρχαιωμένου δικτύου υποδομών της χώρας και αυξήσεις μισθών, σταματώντας τη διαρθρωτική κατάχρηση των υπέρογκων πλεονασμάστων, ώστε να εκτονωθεί μέρος των πιέσεων που υφίσταται η περιφέρεια της ευρωζώνης.