ΑΓΟΡΕΣ

Οίκος Fitch: Στην κατηγορία «σκουπιδιών» το αξιόχρεο των τουρκικών κρατικών ομολόγων

Οίκος Fitch: Στην κατηγορία «σκουπιδιών» το αξιόχρεο των τουρκικών κρατικών ομολόγων
Flickr

Aμετάβλητο στην κατηγορία των «σκουπιδιών» διατήρησε ο οίκος αξιολόγησης Fitch το αξιόχρεο των κρατικών ομολόγων της Τουρκίας, επικαλούμενος τους πολιτικούς κινδύνους στη χώρα και στην περιοχή αλλά και τις επιπτώσεις των μέτρων για την τόνωση της οικονομίας που εφαρμόζει η κυβέρνηση, κρίνοντας ότι θα πλήξουν τις δημοσιονομικές επιδόσεις της χώρας.

Η προοπτική του αξιόχρεου της Τουρκίας είναι «σταθερή», πρόσθεσε ο Φιτς στην ανακοίνωσή του. Τον Ιανουάριο, ο οίκος υποβάθμισε το αξιόχρεο των κρατικών ομολόγων της Τουρκίας σε BB+ (από BBB-), στη χαμηλότερη βαθμίδα επένδυσης στην κλίμακά του, επικαλούμενος τις ανησυχίες για την πολιτική κατάσταση μετά το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα πριν από έναν χρόνο.

Στη χθεσινή του ανακοίνωση ο οίκος επισήμανε ότι η καταστολή που συνεχίζεται έκτοτε, στο πλαίσιο της οποίας 50.000 άνθρωποι έχουν συλληφθεί και 150.000 απολυθεί, καθαιρεθεί ή τεθεί σε διαθεσιμότητα, «συνεχίζει να ανησυχεί ορισμένους οικονομικούς παράγοντες». Παράλληλα, οι σαρωτικές εξουσίες που απέκτησε ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο δημοψήφισμα του Απριλίου εδραιώνουν ένα πολιτικό σύστημα στο οποίο οι μηχανισμοί δημοκρατικού ελέγχου αποδυναμώνονται, επισήμανε ο οίκος.

Παρότι αναγνωρίζει ότι τα μέτρα τόνωσης της οικονομίας αύξησαν την ανάπτυξη φέτος, ο Φιτς προειδοποιεί ότι θα βαρύνουν στις δημοσιονομικές επιδόσεις και προβλέπει ότι το έλλειμμα θα αυξηθεί στο 3,1% του ΑΕΠ, στο υψηλότερο επίπεδο από το 2010, ενώ εκφράζει αμφιβολίες για την «προσήλωση» της τουρκικής κυβέρνησης στη «δημοσιονομική πειθαρχία». «Η αναχρηματοδότηση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα διατηρήσει το εξωτερικό χρέος σε ανοδική τάση», συμπληρώνει ο οίκος.

Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Τουρκίας αναμένεται να παραμείνει περί το 28,3% την επόμενη διετία, σύμφωνα με τον Φιτς, ενώ η οικονομική ανάπτυξη θα ανέλθει στο 4,3% την περίοδο μεταξύ του 2017 και του 2019 — ένα επίπεδο σημαντικά κατώτερο του 7,1% όπου βρισκόταν μεταξύ του 2011 και του 2015, αλλά υψηλότερο του μέσου όρου άλλων χωρών με την ίδια αξιολόγηση.