Ματέο Ρέντσι: o πρόσκοπος που έγινε ο μικρότερος σε ηλικία Πρωθυπουργός της Ιταλίας
Πριν από μόλις δύο χρόνια έκανε την εμφάνισή του στην παγκόσμια πολιτική σκηνή ένας νέος, γοητευτικός και φιλόδοξος πολιτικός, ο Ματέο Ρέντσι. Ήταν μία περίοδος δύσκολη για την Ιταλία, η οποία, μαζί φυσικά με την Ελλάδα και την Πορτογαλία, αντιμετώπιζε οικονομική κρίση. Ο 39χρονος τότε Ρέντσι κατάφερε να γίνει πρωθυπουργός και να δώσει ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον στους Ιταλούς. Έφερνε έναν αέρα ανανέωσης όχι μόνο για τη Ιταλία αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη.
Σήμερα, έρχεται αντιμέτωπος με την μοίρα του, παίρνοντας απόφαση να συνδέσει το δημοψήφισμα για Συνταγματική Αναθεώρηση με την παραμονή του ή όχι στον πρωθυπουργικό θώκο.
Θα καταφέρει να κερδίσει το στοίχημα ή η απόφασή του θα αποβεί μοιραία; Θα το μάθουμε σε λίγες ώρες. Πριν όμως δούμε αν θα τον αποχαιρετήσουμε, ας μάθουμε ποιος είναι ο νεαρός πολιτικός που αν μη τι άλλο, απέδειξε ότι έχει το θάρρος της γνώμης του και δεν δίστασε να συγκρουστεί τόσο στο εσωτερικό της χώρας του, όσο και στο εξωτερικό.
Il Rottamatore: ο «μπουλντόζας» που ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής αλλά έγινε πρωθυπουργός
Από την πρώτη του γνωριμία με τα Μέσα, ο Ρέντσι έδειξε πόσο καλά ξέρει να χειρίζεται τη δημόσια εικόνα του και όχι τυχαία, καθώς εργαζόταν για αρκετό καιρό στη διαφημιστική εταιρεία της οικογένειάς του. Γεννήθηκε στη Φλωρεντία το 1975 όπου και σπούδασε οικονομικά. Είναι παντρεμένος με την Ανιέζε Λαντίνι και έχουν αποκτήσει τρία παιδιά. Από την παιδική του ηλικία ήθελε να είναι πάντα νικητής, όπως μαρτυρούν και οι συμμαθητές του. Ακόμα και στους σχολικούς αγώνες ποδοσφαίρου ήθελε πάντα να κερδίζει. Αν δεν τα κατάφερνε, νευρίαζε, έπαιρνε την μπάλα και έφευγε από το γήπεδο.
Ήταν πρόσκοπος και ένας από τους καλύτερους μαθητές, χωρίς να διαβάζει πάρα πολύ. Ονειρευόταν να γίνει ή δημοσιογράφος ή ποδοσφαιριστής, είναι άλλωστε, μέχρι και σήμερα, φανατικός οπαδός της Φιορεντίνα, της ομάδας της Φλωρεντίας.
Αργότερα, όταν πήγε στο γυμνάσιο, άρχισε να ξεδιπλώνει το ταλέντο του στην επικοινωνία. Ήταν εκείνος που μιλούσε περισσότερο στην τάξη, ξεκινούσε πάντα συζητήσεις, στις οποίες, φυσικά, πρωταγωνιστούσε. Οι υπόλοιποι απλά τον άκουγαν. Ίσως έτσι αποφάσισε να ακολουθήσει τη νομική.
Το μικρόβιο όμως της πολιτικής είναι οικογενειακό. Ο πατέρας του ασχολείτο ενεργά με την πολιτική και ήταν οπαδός του χριστιανοδημοκρατικού κόμματος. Το θέμα του διδακτορικού του ενδεχομένως έπαιξε καταλυτικό ρόλο για την μετέπειτα πορεία του: η ιστορία του δικαίου σε θέματα διοίκησης και πολιτικής κουλτούρας, με εκτενείς αναφορές στον Τζόρτζιο Λα Πίρα, δήμαρχο της Φλωρεντίας από το 1951 έως το 1956.
Το 1996 έγινε μέλος του χριστιανοδημοκρατικού Λαϊκού Κόμματος, μη γνωρίζοντας τότε ότι 12 χρόνια μετά θα εκλεγεί Δήμαρχος της Φλωρεντίας με το – εντυπωσιακό – ποσοστό 48% έναντι του Δεξιού υποψηφίου, Τζιοβάνι Γκάλι.
Έναν χρόνο μετά έγινε το «αστέρι» των Ιταλών. Η δημοτικότητά του ανέβαινε διαρκώς, οι συνεντεύξεις του στα Μέσα γίνονταν όλο και περισσότερες. Το στυλ του νέου πολιτικού και το διαφορετικό που πρέσβευε τον έκαναν να μοιάζει στα μάτια των Ιταλών, ως τον άνθρωπο που μπορεί να καταφέρει τα πάντα και να φέρει την πολυπόθητη αλλαγή.
Ο ίδιος έχει δηλώσει αρκετές φορές ότι είναι φιλόδοξος, ή πιο σωστά «υπέρμετρα φιλόδοξος». Έτσι, φαίνεται λογική η επιδίωξή του για κάτι παραπάνω. Έχει τον αέρα του «πολιτικού σταρ», γνωρίζει ότι διαφέρει και εκεί ποντάρει. Είναι νέος, ο λόγος του είναι απλός και ο ίδιος είναι πολύ προσιτός και αποπνέει μία ήρεμη ενέργεια. Ακόμα και η εμφάνισή του δεν θυμίζει το παλιό και «γερασμένο» - ακόμα και ξεπερασμένο - πολιτικό προσωπικό της Ιταλίας.
Πηγαίνει βόλτες με το ποδήλατό του και κυκλοφορεί με ένα μικρό αυτοκίνητο.
Συνδυάζει την κομψότητα με το πιο casual στυλ, αφού εμφανίζεται με φορώντας τζιν, ένα απλό πουκάμισο και χωρίς σακάκι. Είναι χαλαρός, χαμογελαστός, μιλάει χωρίς σημειώσεις, επικοινωνιακός. Και έτσι καταφέρνει μέρα με τη μέρα να κερδίζει περισσότερους πόντους.
Ο φιλόδοξος Ρέντσι ξέρει ότι ήρθε η ώρα για το επόμενο βήμα. Έναν χρόνο από τη νίκη του για τη δημαρχία διοργανώνει – όχι τυχαία – μία μεγάλη συγκέντρωση στη Φλωρεντία με θέμα την ιταλική πολιτική σκηνή. Αυτή ήταν η ευκαιρία του. Ακολούθησε πλήθος συνεντεύξεων τόσο στα ιταλικά όσο και στα διεθνή Μέσα Ενημέρωσης όπου γνωστοποιεί το όραμά του για την ανανέωση της Κεντροαριστεράς. Τότε απέκτησε και το παρατσούκλι του, καθώς τα ιταλικά ΜΜΕ τον παρουσίαζαν ως rottamatore, η μπουλντόζα που θα γκρεμίσει το κατεστημένο.
Ο Ρέντσι ήταν ασταμάτητος. Η δημοτικότητά του ανέβαινε συνεχώς και ο ίδιος ξεδίπλωνε το σχέδιό του για την Ιταλία του «αύριο». Κυρίαρχο μήνυμά του είναι η ελπίδα, λέξη την οποία φροντίζει να τονίζει σε κάθε του συνέντευξη. Λέει ότι θέλει να προσφέρει κάτι πολύ σπάνιο στην Ιταλία «την ελπίδα».
Οι άνθρωποι είναι κουρασμένοι και απογοητευμένοι. Δεν πιστεύουν πια. Εγώ πιστεύω και για αυτό ασχολούμαι με την πολιτική, γιατί εξακολουθώ να πιστεύω.
Οι προτάσεις του ισορροπούν ανάμεσα στη λιτότητα, τις αποκρατικοποιήσεις και τις αγορές από τη μία και στο χτίσιμο του κοινωνικού κράτους από την άλλη. Απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό και γίνεται αρεστός στους πολίτες και όχι μόνο στους ψηφοφόρους του κόμματός του.
Το εσωκομματικό «πραξικόπημα»
Τον Σεπτέμβριο του 2012 αποφασίζει να κάνει το επόμενο βήμα. Ανακοινώνει την υποψηφιότητά του για γενικός γραμματέας του Δημοκρατικού Κόμματος, με στόχο να ηγηθεί ενός κεντροαριστερού συνασπισμού για τις εκλογές του 2013. Τερμάτισε όμως δεύτερος με ποσοστό 39,1% έναντι 60,9% του Πιέρ Λουίτζι Μπερσάνι.
Ρισκάρει, χάνει αλλά δεν τα παρατάει. Παρότι ο Μπερσάνι κατάφερε να κατακτήσει την πρώτη θέση στις εσωκομματικές εκλογές, η αδυναμία του να συγκροτήσει αυτοδύναμη κυβέρνηση προκάλεσε νέα τριβή στο εσωτερικό του κόμματος. Ο Ρέντσι τότε του επιτέθηκε, κατηγορώντας τον προσωπικά για τη αποτυχία, και τον κάλεσε να συγκροτήσει κυβέρνηση συνασπισμού με τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι ή να οδηγήσει τη χώρα σε νέες εκλογές. Η κόντρα των δύο αντρών, ήταν έντονη και έλαβε μεγάλες διαστάσεις.
Μάλιστα, κατά τη διάρκεια εκλογή νέου Προέδρου της ιταλικής Δημοκρατίας, ο Ματέο Ρέντσι επιτέθηκε εκ νέου στον Μπερσάνι. Η πόλωση που δημιουργήθηκε στο εσωτερικό του κόμματος ήταν τέτοια που οδήγησε σε αδιέξοδο. Τελικά έπειτα από συνεχιζόμενες αποτυχημένες απόπειρες ανάδειξης νέου Προέδρου, ο Τζιόρτζιο Ναπολιτάνι, αποδέχθηκε την πρόταση Μπερσάνι, Μπερλουσκόνι και Μόντι να αναλάβει εκ νέου την προεδρία της Δημοκρατίας.
Την ανάδειξη νέου προέδρου ακολούθησε η παραίτηση Μπερσάνι από τη θέση του γραμματέα του κόμματος και η δημιουργία κυβέρνησης συνεργασίας υπό τον Ενρίκο Λέτα.
Ο Ρέντσι είναι αποφασισμένος να πετύχει και έτσι όταν ο Μπερσάνι παραιτείται, τον Απρίλιο του 2013, θέτει εκ νέου υποψηφιότητα για τη θέση του γενικού γραμματέα του κόμματος. Αυτή τη φορά βγήκε νικητής, ξεπερνώντας μάλιστα τα ποσοστά του προκατόχου του. Εκλέχθηκε με ποσοστό 67,6% έναντι 18,2% του Τζιάνιο Κούπερλο και του 14,2%του Τζουζέπε Τσιβάτι. Ξέρει πλέον ότι είναι υποψήφιος και για την πρωθυπουργία της χώρας όμως διαβεβαιώνει τους Ιταλούς ότι θα αφήσει τον Ενρίκο Λέτα να ολοκληρώσει τη θητεία του.
«Θέλουμε να ολοκληρώσει το έργο της η κυβέρνηση, θα είμαστε πίσω από τον πρωθυπουργό, Ενρίκο Λέτα. Θέλω να αλλάξω την Ιταλία, όχι την κυβέρνηση» έλεγε στις 24 Νοεμβρίου 2013.
Στις 12 Ιανουαρίου δεν άφηνε καμία αμφιβολία για τις προθέσεις του: «Ο Ενρίκο δεν μου έχει εμπιστοσύνη, αλλά κάνει λάθος, είμαι πιστός. Η κυβέρνηση Λέτα θα παραμείνει στη θέση της όλο το 2014».
Έναν μήνα μετά, όλα άλλαξαν. Στις 12 Φεβρουαρίου συναντάται με τον Ενρίκο Λέτα στο Προεδρικό Μέγαρο και καθιστά σαφής την πρόθεσή του να αναλάβει ο ίδιος την διακυβέρνηση της χώρας. Προηγήθηκε η έγκριση από την ηγετική ομάδα του Δημοκρατικού Κόμματος της πρότασης Ρέντσι για το σχηματισμό νέας κυβέρνησης με τετραετή θητεία.
«Δεν θέλουμε να σύρουμε σε μία δίκη την κυβέρνηση, αλλά πρέπει να γυρίσουμε σελίδα. Είναι αναγκαίο να γίνει μία νέα προσπάθεια για να ξεπεραστεί η οικονομική και κοινωνική κρίση. Επιδιώκω μία ριζική αλλαγή, διότι διαφορετικά, το μόνο που θα επιτευχθεί είναι η φθορά των δημοκρατικών θεσμών και η περαιτέρω επιδείνωση της κρίσης.
Δεν πρόκειται για προσωπική σύγκρουση με τον Λέτα, αλλά η Ιταλία βρίσκεται σε ένα τέλμα και χρειάζεται άμεσα μια βαθύτατη αλλαγή. Με κατηγόρησαν, όπως συνέβη και στο κόμμα μας,. Ότι είμαι υπέρμετρα φιλόδοξος. Απαντώ ότι όλοι μας πρέπει να είμαστε υπέρμετρα φιλόδοξοι» είπε ο Ρέντσι στα στελέχη του κόμματός του με αποτέλεσμα να ψηφίσουν την πρότασή του με 136 ψήφους υπέρ και 16 κατά.
Έτσι τα περιθώρια στένεψαν για τον Λέτα, ο οποίος ανακοίνωσε μία ημέρα αργότερα, στις 13 Φεβρουαρίου, την πρόθεσή του να παραιτηθεί από την θέση του πρωθυπουργού.
Ο νεότερος πρωθυπουργός της Ιταλίας
Στις 17 Φεβρουαρίου 2014 ο Ματέο Ρέντσι έλαβε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον Τζόρτζιο Ναπολιτάνο. Στις πρώτες του δηλώσεις δεσμεύθηκε πως σε περίπτωση που αναλάμβανε τελικά την εξουσία θα προχωρούσε στην ψήφιση νέου εκλογικού νόμου και σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις σε διάφορους τομείς. Στις 21 Φεβρουαρίου παρουσίασε τη νέα του κυβέρνηση, η οποία ορκίστηκε μια ημέρα αργότερα.
Ο Ρέντσι έγινε έτσι ο 56ος Πρωθυπουργός της Ιταλίας, ο τρίτος συνεχόμενος μη εκλεγμένος από το λαό αλλά και ο νεότερος. Τις επόμενες ημέρες έλαβε την ψήφο εμπιστοσύνης από την Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Η εκλογή Ρέντσι... τσίγκλησε την Ευρώπη
Το φαινόμενο Ρέντσι ταρακούνησε τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και τα ευρωπαϊκά όργανα. Από την αρχή της εκλογής του τα σχόλια των Μέσων ήταν διθυραμβικά και οι Ιταλοί ήταν στο πλευρό του και τον στήριζαν.
Ενδεικτικό ένα δημοσίευμα των Financial Times:
Η νίκη του Ρέντσι μας δίνει ένα πολύτιμο μάθημα, επιβεβαιώνοντας ότι μία συστημική ευρωπαϊκή κυβέρνηση, με ένα φιλόδοξο πρόγραμμα, μπορεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος.
Πριν κλείσει καν τις πρώτες 100 ημέρες πρωθυπουργίας, ο 39χρονος τότε, πρώην δήμαρχος της Φλωρεντίας, έγινε το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, ένα πολιτικό φαινόμενο και τα νιάτα του μεταφράστηκαν ως η ελπίδα για την ανανέωση και την αλλαγή σε μία κουρασμένη Ευρώπη. Διάφορα Μέσα τον χαρακτήριζαν ως «Μάγο» ενώ άλλα έγραφαν ότι «είναι ο άνθρωπος που θα σώσει την Ευρώπη».
Οι επικριτές του τόνιζαν σε όλους τους τόνους ότι ανέτρεψε τον Ενρίκο Λέτα για να κερδίσει την πρωθυπουργία. Ο Ρέντσι όμως, απέδειξε ότι δεν έχει αφήσει τίποτα στην τύχη και φρόντισε να κλείσει τα στόματα. Το βράδυ των ευρωεκλογών σταμάτησε κάθε αμφισβήτηση καθώς κατάφερε να συγκεντρώσει το 41%. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ποσοστό που έχει αποσπάσει ιταλικό κόμμα από το 1958.
Ο Ματέο Ρέντσι είναι πλέον κυρίαρχος και – καθότι ποδοσφαιρόφιλος – θα μπορούσαμε να πούμε ότι έπαιζε μπάλα μόνος του. Η Forza Italia του Καβαλιέρε, Σίλβιο Μπερλουσκόνι είδε τα ποσοστά της να κατρακυλούν καθώς έχασε τη μισή της εκλογική δύναμη και το Κίνημα των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο κατέκτησε τη δεύτερη θέση αλλά υποχώρησε στο 21% έναντι του 25% που είχε συγκεντρώσει στις βουλευτικές εκλογές.
Από την αρχή της εκλογής του ο Ματέο Ρέντσι φρόντισε να δείξει ότι δεν θα είναι εύκολος αντίπαλος στα ευρωπαϊκά γήπεδα. Οι Ευρωπαίοι έχουν απέναντί τους έναν πρωθυπουργό που κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των Ιταλών, υποσχόμενος πολλά αλλά λέγοντας και την αλήθεια. «Η Γερμανία δεν είναι εχθρός, αλλά μοντέλο, όταν πρόκειται για την αγορά εργασίας ή τη δημόσια διοίκηση» είχε πει με απόλυτη ειλικρίνεια.
Δεν δίστασε όμως να ασκήσει κριτική στην πολιτική της Ευρώπης, έχοντας και ο ίδιος να αντιμετωπίσει τη διαρκή επιδείνωση της ιταλικής οικονομίας. Και εδώ έρχεται ένα παράδειγμα που μας θυμίζει και την Ελλάδα. Ο Ρέντσι αναζήτησε και βρήκε συμμάχους. Ο τότε επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Όλι Ρεν διεμήνυε ότι «πρέπει να επιταχυνθεί ο ρυθμός των μεταρρυθμίσεων στην Ιταλία». Όμως η –πάντα ίδια- άρνηση του Γερμανού υπουργού Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να δεχθεί οποιαδήποτε συζήτηση για χαλάρωση του Συμφώνου Σταθερότητας, έβαζε τον Ματέο Ρέντσι σε δύσκολη θέση.
Σήμερα, δύο χρόνια μετά την εκλογή του στην Πρωθυπουργία, ο Ματέο Ρέντσι εξακολουθεί να προσπαθεί να βγάλει την Ιταλία από την ύφεση, να μειώσει την ανεργία, να κάνει και άλλες μεταρρυθμίσεις. Παρότι όμως πλέον έχει αποκτήσει μία εμπειρία από τα ευρωπαϊκά σαλόνια, δεν ξεχνά τον ιδιαίτερο και φιλόδοξο χαρακτήρα του. Δεν διστάζει να τα βάλει δημόσια με τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, ζητώντας ουσιαστικότερη ευελιξία και την ισότιμη μεταχείριση των χωρών του νότου, με εκείνες του ευρωπαϊκού Βορρά.
Η περίοδος κατά την οποία έπρεπε να διαβάσουμε το μάθημά μας, τελείωσε. Εμείς κάναμε τις μεταρρυθμίσεις μας και τώρα ζητάμε σεβασμό για όλους μας έλεγε ο Ρέντσι.
Σε όλους τους τόνους υποστήριζε ότι «η ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική πρέπει να αλλάξει» και δεν δίσταζε να ασκήσει έντονη κριτική στις Βρυξέλλες και προσωπικά στον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ:
«Η Ιταλία δεν κάνει μυϊκή επίδειξη δύναμης, αλλά πρέπει να σταματήσουμε με τον επαρχιωτισμό όσων νομίζουν ότι οι Βρυξέλλες είναι αλάθητες. Η Ιταλία δεν υψώνει τη φωνή, απλά σηκώνει το χέρι, κάνει προτάσεις» και στην φάση αυτή δεν λείπουν και οι σύμμαχοι.
Η ευελιξία δεν είναι μια παραχώρηση αλλά ένας κανόνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μια σαφής δέσμευση του προέδρου της Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ και των δικών του.
Αν ο Γιούνκερ ασκεί λάθος πολιτικές, βεβαίως και ανησυχώ, από την στιγμή που το Δημοκρατικό Κόμμα είναι η πολιτική δύναμη με τις περισσότερες ψήφους στην Ευρώπη, και ο Γιούνκερ εξελέγη χάρη και στις ψήφους του ιταλικού Δημοκρατικού Κόμματος και του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος».
Η φιλοδοξία δεν ήταν αρκετή
Μπορεί ο Ματέο Ρέντσι να δεσμεύθηκε ότι θα αλλάξει την Ιταλία και θα την βάλει, ξανά, σε τροχιά ανάπτυξης, ωστόσο οι αριθμοί είναι αμείλικτοι.
Το δημόσιο χρέος και η ανεργία βρίσκονται ακόμα σε πολύ υψηλά επίπεδα ενώ την ίδια ώρα τράπεζες κινδυνεύουν με κατάρρευση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η Ιταλία βρίσκεται στη δεύτερη θέση των χωρών με το υψηλότερο χρέος για το 2016, μία θέση πιο κάτω από την Ελλάδα.
Παράλληλα, η ανεργία έχει σκαρφαλώσει στο 11,6% (Eurostat/Σεπτέμβριος 2016) φέρνοντας την Ιταλία στην 5η θέση, στη λίστα με τις «πρωταθλήτριες» χώρες».
Στην περίπτωση που επικρατήσει το «όχι», οι επενδυτές φοβούνται μεγάλη αναταραχή, την ώρα που οι ιταλικές τράπεζες έχουν χάσει πάνω από το ήμισυ της αξίας τους αυτή τη χρονιά λόγω κόκκινων δανείων.
Η Ιταλία έχει οκτώ τράπεζες σε διάφορα στάδια «distress»: την τρίτη μεγαλύτερη βάσει ενεργητικού Monte dei Paschi di Siena, τις μεσαίες τράπεζες Popolare di Vicenza, Veneto Banca and Carige και τέσσερις μικρές τράπεζες που διασώθηκαν πέρυσι: Banca Etruria, CariChieti, Banca delle Marche και CariFerrara.
Οι ιταλικές τράπεζες έχουν 360 δισ. ευρώ προβληματικών δανείων, έναντι 225 δισ. ευρώ κεφαλαίου στα βιβλία τους μετά τις διαδοχικές αποτυχίες να αντιμετωπιστεί το υπερμεγέθες χρηματοπιστωτικό σύστημα του οποίου η κερδοφορία αδυνάτισε από την στάσιμη οικονομία και τις λάθος χρηματοδοτήσεις διαφόρων οργανισμών.
Υπό αυτές τις συνθήκες, οι Ιταλοί εμφανίζονται αρκετά δυσαρεστημένοι από την αποτυχία του Ρέντσι να βελτιώσει την κατάσταση στην οικονομία και κατ’ επέκταση την καθημερινότητά τους. Έτσι, έχουν μετατρέψει το δημοψήφισμα σε ψήφο διαμαρτυρίας, δεδομένου μάλιστα ότι ο ίδιος ο Ρέντσι δήλωσε ότι αν επικρατήσει το «όχι» θα παραιτηθεί.
Τέσσερα πράγματα που δεν γνωρίζετε για τον Ιταλό Πρωθυπουργό
1. Σε ηλικία 19 ετών είχε λάβει μέρος στο τηλεπαιχνίδι «Ο τροχός της τύχης», με παρουσιαστή τον Μάικ Μποντζόρνο.
Δίνοντας τις σωστές απαντήσεις κατάφερε να συγκεντρώσει το ποσό των 48 εκατ. ιταλικών λιρών.
2. Εδώ και 13 χρόνια είναι παντρεμένος με την φιλόλογο Ανιέζε Λαντίνι, την οποία γνώρισε στους προσκόπους πριν μία εικοσαετία. Παρότι οι παπαράτσι τους κυνηγούν, λίγες φωτογραφίες έχουν διαρρεύσει από τις προσωπικές τους στιγμές.
3.Όταν ήταν μαθητής κινδύνευσε με αποβολή επειδή αρνήθηκε να αποσύρει από την εφημερίδα ένα άρθρο σκληρής κριτικής για τον καθηγητή των μαθηματικών.
4.Είναι πολύ ενεργός στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στον ελεύθερο χρόνο του βλέπει House of Cards και παίζει play station.