Κύπρος: Σήμερα το «τελευταίο αντίο» στον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Χρυσόστομο Β'
Ανανεώθηκε:
Στις 12:00 το μεσημέρι τελείται στον Ιερό Ναό του Αποστόλου Βαρνάβα στη Λευκωσία, η εξόδιος ακολουθία για τον Αρχιεπίσκοπο Νέας Ιουστινιανής και Πάσης Κύπρου Χρυσόστομο Β'.
Ο ίδιος εκοιμήθη στις 7 Νοεμβρίου, στις 06.45 το πρωί της Δευτέρας.
Στην εξόδιο ακολουθία του μακαριστού Αρχιεπισκόπου θα παραστούν η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, συνοδευόμενη από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ιερώνυμο και την υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων Νίκη Κεραμέως, και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος. Επίσης, μεταξύ άλλων, θα παραστούν ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόδωρος Β', εκπρόσωπος του Πάπα, ο Αρχιεπίσκοπος Θυατείρων και Μ. Βρετανίας Νικήτας και πολιτικοί.
Επικήδειο λόγο θα εκφωνήσουν ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης, η Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κ. Σακελλαροπούλου και ο τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου, Μητροπολίτης Πάφου Γεώργιος.
Μετά την ολοκλήρωση της εξοδίου ακολουθίας, θα ακολουθήσει ο ενταφιασμός του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Κύπρου Χρυσοστόμου Β' στην κρύπτη του εν λόγω ναού.
Υπενθυμίζεται ότι μετά το θάνατο του Αρχιεπισκόπου τοποτηρητής του θρόνου ανέλαβε ο Μητροπολίτης Πάφου Γεώργιος, μέχρι την εκλογή και την ενθρόνιση νέου Αρχιεπισκόπου.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Χρυσόστομος Β΄ (κατά κόσμον Ηρόδοτος Δημητρίου γεννημένος στην Επαρχία Πάφου στις 10 Απριλίου 1941) ήταν επιχειρηματίας και κληρικός της Ορθόδοξης Εκκλησίας και Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστιανιανής και πάσης Κύπρου-Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου. Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου είναι ο Πρώτος τη τάξει των Αρχιεπισκόπων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών.
Γεννήθηκε το 1941 στο χωριό Τάλα της Πάφου. Αμέσως μετά την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, έγινε δόκιμος μοναχός στην Ιερά Μονή Αγίου Νεοφύτου και στη συνέχεια φοίτησε στο Γυμνάσιο Πάφου. Αποφοίτησε από το γυμνάσιο το 1963 και στις 3 Νοεμβρίου του ίδιου έτους χειροτονήθηκε διάκονος. Το 1968 ξεκίνησε τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από όπου αποφοίτησε το 1972. Στις 19 Οκτωβρίου του ίδιου έτους εξελέγη ομόφωνα ηγούμενος της Μονής Αγίου Νεοφύτου, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και εγκαθιδρύθηκε ως ηγούμενος στις 12 Νοεμβρίου από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ΄. Στις 25 Φεβρουαρίου 1978 εξελέγη δια βοής Μητροπολίτης Πάφου.
Αρχιεπισκοπική εκλογή
Μετά από τη μακροχρόνια, μη αναστρέψιμη ασθένεια του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Α΄, συνήλθε Διευρυμένη Σύνοδος υπό τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο στην Ελβετία το Μάιο του 2006, η οποία κήρυξε τον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κύπρου σε χηρεία.
Έτσι ξεκίνησαν οι διαδικασίες εκλογής νέου Αρχιεπισκόπου, οι οποίες ολοκληρώθηκαν στις 5 Νοεμβρίου του ίδιου έτους με την εκλογή του Χρυσοστόμου Β΄. Η ενθρόνισή του έγινε στις 12 Νοεμβρίου και, όπως αναφέρθηκε από τα ΜΜΕ, είναι ο μοναδικός αρχιεπίσκοπος Κύπρου που τέλεσε την κηδεία αρχιεπισκόπου Κύπρου.
Στις εκλογές για ανάδειξη αρχιεπισκόπου, έλαβε στην λαϊκή ψήφο (δηλαδή οι άρρενες χριστιανοί ορθόδοξοι της Κύπρου) λίγο περισσότερο από 8%. Ανθυποψήφιοί του ήταν τότε ο Κύκκου Νικηφόρος και ο Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος. Τον Νοέμβριο του 2006, στην ψήφο των εκπροσώπων των πιστών, ο Νικηφόρος πήρε 46 ψήφους, ο Αθανάσιος 45 και ο Χρυσόστομος έλαβε 9. Στην κάλπη των ex officio εκπροσώπων, ο Κύκκου πήρε 11 ψήφους, ο Λεμεσού 7 και ο Χρυσόστομος 12. Στην κάλπη των γενικών αντιπροσώπων ο Λεμεσού πήρε 48 ψήφους και προκρίθηκε στην τελική φάση της ψηφοφορίας, ο Κύκκου 46 και ο Χρυσόστομος 6, τρεις δηλαδή λιγότερες από τον πρώτο γύρο. Στην κάλπη των ex officio, η οποία θα αναδείκνυε τον δεύτερο υποψήφιο αρχιεπίσκοπο, ο Μητροπολίτης Λεμεσού ενίσχυσε τον Μητροπολίτη Πάφου Χρυσόστομο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τελικοί υποψήφιοι αναδείχθηκαν οι Μητροπολίτες Πάφου και Λεμεσού και ο Επίσκοπος Κύκκου έμεινε εκτός εκλογικής διαδικασίας. Μετά ο Πάφου και ο Νικηφόρος ήλθαν σε συμφωνία και οι αντιπρόσωποι του Νικηφόρου ψήφισαν τον Χρυσόστομο για αρχιεπίσκοπο.
Έργο
Με την ανάληψη των καθηκόντων του ως αρχιεπίσκοπος έθεσε στόχους για καλύτερη λειτουργία της Εκκλησίας της Κύπρου. Κατά την διάρκεια της θητείας του εκσυγχρονίστηκε ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Κύπρου και δημιουργήθηκε η Θεολογική Σχολή της Εκκλησίας της Κύπρου.