ΑΠΟΨΕΙΣ

Η Τουρκία και εμείς

Η Τουρκία και εμείς
(Turkish Presidency via AP, Pool)

Οι εξελίξεις στην Τουρκία είναι ραγδαίες. Η μετατροπή της Αγίας Σόφιας σε τέμενος σηματοδοτεί την επιτάχυνση της ρήξης με το κοσμικό κατεστημένο της και προμηνύει με ευρύτερες συνέπειες για τις σχέσεις της γειτονικής χώρας με την Δύση αλλά και με το Σουνιτικό Ισλαμικό χώρο.

Ταυτόχρονα, εξελίσσεται η προφανή και ανοιχτή πια σύμπλευση με τις πιο ακραίες εκφάνσεις αντιδυτικισμού και της απόφυσης του Κεμαλισμού, των λεγόμενων Γκρίζων Λύκων, με την προώθηση του δόγματος ασφάλειας που διακατέχει το μεγαλύτερο μέρος της κοινότητας ασφάλειας της Τουρκίας, δηλαδή ένα είδος προκεχωρημένης άμυνας (forward defense) βασιζόμενη στην αρχή της αυτοβοήθειας (self help).

Με άλλα λόγια, η Τουρκία στοχεύει στην προβολή της ισχύος της ως επιλογή υπεράσπισης του εθνικού συμφέροντος της όπως τουλάχιστον το ερμηνεύει η σημερινή της πολιτική ηγεσία.

Η αλήθεια είναι ότι οι κινήσεις της δεν θα πρέπει να μας αιφνιδιάζουν διότι όσον αφορά το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, η μεθοδολογία σηματοδοτεί μια επιστροφή στο παρελθόν όπου η προβολή ισχύος γινόταν περισσότερο δια της έκθεσης στρατιωτικών μέσων αντί δια της διπλωματικής οδού.

Η επαναφορά ενός στρατιωτικού κατεστημένου κομμένου και ραμμένου στα μέτρα της σημερινής κυβέρνησης, στην οποία η υιοθέτηση των απόψεων των πιο ακραίων θέσεων των κεμαλικών θεσμών όπως η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε τουλάχιστον είκοσι τριών νησιών, την προώθηση του οράματος της Γαλάζιας Πατρίδας, και του Τούρκο Λιβυκού Μνημόνιο Συναντίληψης, κυριαρχεί.

Σε αυτό το πλαίσιο, η δήθεν πρόσφατη τουρκική αναδίπλωση αναφορικά με την αιφνίδια NAVTEX και την πρόθεση να σταλεί το Oruc Reis να κάνει έρευνες σε περιοχή που βρίσκεται εντός Ελληνικής υφαλοκρηπίδας, με βάση την ελληνική άποψη, συνοδεύτηκε με δημόσιες δηλώσεις ότι η Τουρκία επιδιώκει ουσιαστικό διάλογο με την Ελλάδα για μια σειρά από ζητήματα που η Άγκυρα θεωρεί ουσιαστικά για την ίδια.

Ταυτόχρονα, χωρίς να αιφνιδιάζει με το modus operandi της, η Τουρκία έστειλε το ερευνητικό σκάφος Barbaros προκειμένου να πραγματοποιήσει σεισμικές έρευνες στα νότια και ανατολικά της Κύπρου.

Το ενδιαφέρον και καινοτόμο στοιχείο στην παρούσα φάση είναι η φαινομενικά ειλικρινής πρόθεση για διάλογο με την Ελλάδα.

Τι ωθεί την Τουρκία προς αυτήν την κατεύθυνση; Οι λόγοι είναι πολλοί και ουσιαστικοί και θα πρέπει να τους απαριθμήσουμε.

1. Οι αντιφάσεις της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και η πιθανή αυτοπαγίδευσή της λόγω υπερβολικής υπερεκτίμησης της επιρροής της ή του τρόπου επιβολής της ισχύος της σε μια μεταβαλλόμενη αρχιτεκτονική ασφάλειας την καθιστούν περισσότερο ταραχοποιό παρά ουσιαστικό κρίκο ή πόλο στην ευρύτερη περιοχή της Ευρώπης, την Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής, και της Ευρασίας. Με άλλα λόγια, με τη υπέρβαση της προβολής του προαναφερόμενου δόγματος της προκεχωρημένης άμυνας, η Άγκυρα βρίσκεται σε τροχαία σύγκρουσης, ανά περίπτωση, με τα συμφέροντα άλλων μεγάλων ή περιφερειακών δυνάμεων όπως των ΗΠΑ, της Ρωσίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, του Ισραήλ, της Αιγύπτου, και της Γερμανίας.

2. Αυτές οι αντιφάσεις κινδυνεύουν να εκτροχιάσουν οποιοδήποτε υπό συζήτηση και υπό διαμόρφωση πλαίσιο σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδιαίτερα με την Γερμανία που με την ορθολογική της προσέγγιση ως η de facto ηγέτιδα της Ένωσης προτιμάει την χρήση των μέσων και μηχανισμών συναίνεσης και διαλόγου ως μέθοδο επίλυσης διαφορών εντός και εκτός ΕΕ. Η σχέση με την Γερμανία είναι κομβική για την Τουρκία διότι επηρεάζει άμεσα την επιρροή και εμπιστοσύνη ξένων επενδύσεων στην Τουρκία όπως και την έκβαση του μεταναστευτικού και προσφυγικού μεταξύ Τουρκίας και ΕΕ. Τα πιο πρόσφατα στατιστικά δείχνουν ότι η Τουρκία φιλοξενεί πάνω από 3,5 εκατομμύρια πρόσφυγες και η Γερμανία πάνω από 1,1 εκατομμύρια. Εάν η Τουρκία με τις ενέργειες της στην Συρία, στο Ιράκ, στη Λιβύη, θεωρηθεί ότι συμβάλλει η ίδια στην αύξηση των μεταναστευτικών ροών στην ΕΕ, η Γερμανία και οι εταίροι της δεν θα έχουν πλέον άλλοθι να συνεργαστούν μαζί της. Επίσης, η Γερμανία είναι η κομβική χώρα στην σταθεροποίηση των δύσκολων σχέσεων της Ρωσίας με την ΕΕ και, έμμεσα, κατ' επέκταση, την περαιτέρω όξυνση των σχέσεων μεταξύ Μόσχας και Άγκυρας.

3. Οι δυσκολίες στην τουρκική οικονομία που, σε αντίθεση με τις προηγούμενες πρόσφατες νομισματικές κρίσεις του 2014 και 2018, βρίσκεται σε πραγματική ύφεση με σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις στις τράπεζες, το χρηματιστήριο και τα ομόλογα της χώρας, δημιουργούν νέα δεδομένα για την τουρκική ηγεσία. Μια παρατεταμένη ύφεση θα μπορούσε να έχει βαθύτατες πολιτικές και εκλογικές προεκτάσεις επηρεάζοντας ουσιαστικά και αμετάκλητα την παντοδυναμία Ερντογάν και της αυλής του. Η πανδημία προφανώς όπως και τα πολλά τακτικά και στρατηγικά λάθη των τελευταίων ετών δεν έχουν βοηθήσει, στέλνοντας την οικονομία σε αχαρτογράφητα νερά.

4. Η οικονομική πίεση, οι πολιτικοί υπολογισμοί, η αφύπνιση της Γαλλίας και τα όρια της ανοχής της στην Μεσόγειο, η αργή αλλά σταθερή εγρήγορση μιας πιο γεωπολιτικής και ενισχυμένης Ευρώπης μετά την πρόσφατη ιστορική συμφωνία για το πρόγραμμα « Next Generation EU» και το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2014-2020, μεταξύ άλλων, δυσκολεύουν την προσπάθεια δημιουργίας κρίσης στην Ανατολική Μεσόγειο εκμεταλλευόμενη το κενό ασφάλειας που έχουν δημιουργήσει τα αμφίρροπα μηνύματα της Διοίκησης Τραμπ σχετικά με πιθανή παρέμβαση των ΗΠΑ για εκτόνωση μιας ενδεχόμενης κρίσης.

5. Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα, ως διαυγής δρών, αν και η συμπεριφορά της είναι προκλητική προς την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία, η Τουρκία έχει κατανοήσει ότι η απόπειρα διαλόγου με την Ελλάδα είναι επιβεβλημένη. Δηλαδή, η Τουρκία σπρώχνεται προς το τραπέζι του διαλόγο, όπως και η Ελλάδα, διότι ο συσχετισμός δυνάμεων δεν της επιτρέπει, στην παρούσα φάση, να δρα όπως θα ήθελε. Η διπλωματία ξαναποκτά κυρίαρχη θέση στην σκακιέρα της.

Αδιαμφισβήτητα, έχει συμβάλλει και η Ελλάδα στις εξελίξεις με την σθεναρή της αντίσταση της στον Έβρο των Φεβρουάριο και τον Μάρτιο, την πρόσφατη άμεση ετοιμότητα του στόλου της να αντιμετωπίσει την τυχόν ενεργοποίηση του Oruc Reis όπως και την αδιάλειπτη διπλωματική προσπάθεια αξιοποίησης των μηχανισμών και πολιτικών που της παρέχει η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αλλά στην παρούσα φάση, η αναγκαία επιβολή κάποιου είδους διαλόγου με την Τουρκία προϋποθέτει μια δύσκολη παρτίδα όπου μια λάθος κίνηση μπορεί να ανατρέψει τα πολλά κεκτημένα που έχει αποκτήσει η Ελληνική διπλωματία.

Οποιοσδήποτε διάλογος μεταξύ των δυο χωρών δεν πρέπει να γίνει εκτός πλαισίου των συνομιλιών ΕΕ-Τουρκίας και κάποιο επικείμενο μεγάλο πακέτο συμφωνίας που θα πρέπει να εμπεριέχει ρήτρες καλής συμπεριφοράς προς την Άγκυρα (αυτό αφορά και τις σχέσεις της Τουρκίας με την Κυπριακή Δημοκρατία). Οποιαδήποτε και αν είναι η έκβαση του διαλόγου, οι συνθήκες είναι πια τέτοιες που δεν επιτρέπουν μια τυχόν αποτυχία του να την χρεωθεί αποκλείστηκα η Ελλάδα. Παράλληλα, ούτε έχει πολλά περιθώρια ελιγμού η Τουρκία εάν πραγματικά δεν επιθυμεί την ουσιαστική μακροχρόνια απομόνωση από την ΕΕ, τις ΗΠΑ, και τους γείτονες της. Επομένως, ο διάλογος, που θα εμπεριέχει το επόμενο λιθαράκι στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης μεταξύ των δυο χωρών είναι μονόδρομος διότι θα συμβάλλει ως πολλαπλασιαστής εξισορρόπησης ισχύς στα ελληνοτουρκικά όπως και στις Ευρωτουρκικές σχέσεις.

*Ο Δημήτρης Τριαντάφυλλου είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Kadir Has της Κωνσταντινούπολης.