ΑΠΟΨΕΙΣ

Η παράξενη σχέση Τουρκίας - ΕΕ

Η παράξενη σχέση Τουρκίας - ΕΕ
Σημαίες με το πρόσωπο του Ερντογάν πωλούνται σε κεντρικά σημεία της Κωνσταντινούπολης REUTERS/Murad Sezer

Η ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας υπήρξε μία από τις πιο πολλά υποσχόμενες στρατηγικές αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις αρχές της νέας χιλιετίας. H κυριαρχία του ΑΚΡ στις εκλογές του Νοέμβρη του 2002 σήμανε αρχικά μια φιλοευρωπαϊκή αναδιαμόρφωση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. 

Πράγματι, η κυβερνητική πολιτική στο εσωτερικό της Τουρκίας φαινόταν να στόχευε στην διευκόλυνση της ομαλής πορείας της χώρας προς τις Δυτικές δομές. Έως την σύνοδο των Βρυξελλών τον Δεκέμβριο του 2004 υιοθετήθηκαν πέντε πακέτα μεταρρυθμίσεων και τροποποιήθηκαν συνολικά πάνω από 63 νόμοι. Οι φιλελεύθερες οικονομικές μεταρρυθμίσεις, η καταπολέμηση της διαφθοράς στον κρατικό κορμό, η ενίσχυση των πολιτικών ελευθεριών, ο περιορισμός της επιρροής του στρατού και οι προοδευτικές συνταγματικές αλλαγές έρχονταν να αποδείξουν ότι η Τουρκία υιοθετούσε δειλά τις λειτουργίες των ανοιχτών κοινωνιών.

Μετά, ωστόσο από μια δεκαετία διαπραγματεύσεων, το 2015 η διαδικασία ένταξης πάγωσε, το πλαίσιο συνεργασίας της Τουρκίας με την ΕΕ έγινε αυξανόμενα δυσλειτουργικό ενώ οι εσωτερικές και περιφερειακές εξελίξεις στη γειτονική χώρα καθιστούν την σχέση της με τη Δύση όλο και περισσότερο προβληματική και επισφαλή, με συνεχείς περιοδικές κρίσεις και διπλωματικές εντάσεις. Ιδαίτερα μετά τον διασπαστικό ανταρτοπόλεμο του PKK το 2015 και το πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016, η Τουρκία μπήκε απότομα σε φάση πλήρους δημοκρατικής αποθεσμοποίησης. Διώξεις και εξολόθρευση των αντιφρονούντων, καταστολή της ελευθερίας του λόγου και Τύπου, φυλάκιση πολιτικών αντιπάλων, εκκαθάριση των κρατικών μηχανισμών.

Είναι προφανές ότι ένα κράτος που επανασχεδιάζεται από τις πολιτικές του ελίτ σε καθαρά αυταρχικό μοντέλο δεν μπορεί ταυτόχρονα να στοχεύει στην τήρηση των κριτηρίων της Κοπεγχάγης και στην ένταξή του σε μία φιλελεύθερη ένωση όπως η ΕΕ. Oύτε και θέλει, άλλωστε. Για την Τουρκία, η εντάξη είναι πια ένα μη ζητούμενο. Απο την άλλη, η ΕΕ δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται για αναζωογόνηση της ενταξιακής διαδικασίας ούτε όμως προχωρά στην οριστική διακοπή της.

Πρίν λίγο καιρό, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων (ECFR), δημοσίευσε μια άκρως ενδιαφέρουσα μελέτη για το μέλλον των ευρωτουρκικών σχέσεων, συνταγμένη από την έμπειρη Τουρκάλα δημοσιογράφο Aslı Aydıntaşbaş. Το 46% των Ευρωπαΐων decision-makers που συμμετείχαν στην έρευνα, υποστήριξαν ότι η κυβέρνησή τους “υποστηρίζει την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ”, ενώ άλλο ένα 25% είπε ότι “υπάρχει σημαντική υποστήριξη” στην υπόθεση της τουρκικής ένταξης εντός της κυβέρνησης. Την ίδα στιγμή, 16 από τα 28 κράτη-μέλη επιθυμούν να διατηρηθεί η ενταξιακή διαδικασία “παγωμένη” και άλλο ένα κράτος μέλος να διακοπεί εντελώς. Παράλληλα, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις βλέπουν την Τουρκία ως σημαντικό στρατηγικό (και δυνάμει εμπορικό) εταίρο.

Πρόκειται, κατά την έρευνα, για μια άσκηση υποκρισίας που ωστόσο βολεύει (προς το παρόν) και τα δύο μέρη της εξίσωσης.

Και μολονότι δεν υποστηρίζει τον τερματισμό της ενταξιακής διαδικασίας, η Aslı Aydıntaşbaş καταλήγει ότι οι ευρωτουρκικές σχέσεις δεν μπορούν πια να προσδιορίζονται στο πλαίσιο της διεύρυνσης (enlargement). Αντίθετα, με την Άγκυρα να έχει πλήρως απομακρυνθεί από το κράτος δικαίου, τις ελευθερίες και τα κριτήρια της Κοπεγχάγης και την ΕΕ να παραμένει εσωστρεφής, μη προωθώντας διαδικασίες διεύρυνσης, φαίνεται ότι είναι ασφαλέστερο οι σχέσεις να διαμορφωθούν σε ένα πλαίσιο περισσότερο λειτουργικό και συναλλακτικό. Ο εκσυγχρονισμός της τελωνιακής ένωσης με την ΕΕ, η εμβάθυνση της συνεργασίας στους τομείς της ενέργειας και της αντιτρομοκρατικής δράσης, η ενίσχυση του διαλόγου για τα ανθρώπινα δικαιώματα στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης και η κοινή δράση για τη σταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής είναι μερικά πιθανά πεδία συνεργασίας. Χωρίς βέβαια να παραλείπουμε την οικονομική συνεργασία, μέσα από διμερείς συμφωνίες.

Η μελέτη υποστηρίζει ότι αφήνοντας στην άκρη την ενταξιακή διαδικασία (χωρίς βέβαια να διακόπτεται οριστικά), Τούρκοι και Ευρωπαίοι πρέπει να αρχίσουν να μιλούν όχι για “την Τουρκία ως μέλος της ΕΕ” αλλά περί “Τουρκίας και Ευρώπης” ως δύο ιστορικών γειτονικών δυνάμεων. Κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων, αν η ενταξιακή διαδικασία σταματήσει να είναι στο επίκεντρο των συνομιλιών, θα είναι σχετικά ευκολότερο για τα κράτη μέλη και τους πολίτες της ΕΕ να αναγνωρίσουν ότι η συνεργασία με την Τουρκία είναι σημαντική για τα στρατηγικά τους συμφέροντα. Όπως χαρακτηριστικά γράφει η Aslı Aydıntaşbaş, το σχήμα “Τουρκία-Ευρώπη” συμβολίζει μια στρατηγική ανάγκη ενώ το σχήμα “Τουρκία - ΕΕ” παραπέμπει κυρίως στις τουρκικές ανεπάρκειες. Είναι αναγκαίο, λοιπόν, το νέο πλαίσιο συνεργασίας να υπογραμμίζει τους ιστορικούς και στρατηγικούς δεσμούς των δύο μερών παρά τα μειονεκτήματα της Τουρκίας, που βρίσκονται συνεχώς στο επίκεντρο της ενταξιακής διαδικασίας. Ένα τέτοιο πλαίσιο ίσως επίσης να εξομαλύνει τις τριβές της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Άλλος ένας λόγος για τον οποίο η μελέτη του ECFR προκρίνει ένα συναλλακτικό πλαίσιο για τις ευρωτουρκικές σχέσεις είναι η “εγγενής ισότητα” αυτού του πλαισίου, πράγμα που η τουρκική πλευρά διαχρονικά επιθυμούσε στους διαλόγους και τις διαπραγματεύσεις της με τη Δύση και πράγμα το οποίο μοιραία δεν μπορεί να συμβεί στο πλαίσιο των ενταξιακων διαπραγματεύσεων. Πράγματι, παρότι η Τουρκία έβλεπε κάποτε την Δύση ως σημείο αναφοράς, είναι πια πεπεισμένη ότι το κενό στην ασυμμετρία δυνάμεων έχει κλείσει κι άρα οι ιεραρχικές σχέσεις ανήκουν στο παρελθόν. Οι πολιτικές ελίτ της γείτονος δεν αντιλαμβάνονται πια την Δύση ως το κέντρο της ισχύος.

Σε κάθε περίπτωση, η ενταξιακή διαδικασία (και το συνεχές δείλημμα του αν πρέπει ή όχι να συνεχιστεί) δεν μπορεί πια να λειτουργήσει ως θεσμικό πλαίσιο ανάπτυξης ή διατήρησης των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας. Το μελλοντικό modus operandi μοιραία θα προσδιορίζεται από διμερείς συνεργασίες επί συγκεκριμένων ζητημάτων που εξυπηρετούν εξίσου τα συμέροντα των δύο πλευρών, σε ένα πλαίσιο οικονομικών και στρατηγικών αμοιβαιοτήτων.

* Ο Βασίλης Γαβαλάς είναι συνεργάτης πολιτικής στο ΔΙΚΤΥΟ για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη