Διχάζει τη Δικαιοσύνη η υπόθεση Λύτρα: Οι παρεμβάσεις του Αρείου Πάγου, πώς απαντούν οι δικαστές
Πόλεμος ανακοινώσεων ξεκίνησε με αφορμή την υπόθεση ξυλοδαρμού της συζύγου του από τον δικηγόρο Απόστολο Λύτρα, για τους δικαστές που αποφάσισαν τη μη προφυλάκιση του και την κατεπείγουσα προκαταρκτική πειθαρχική έρευνα που διέταξαν χθες Δευτέρα 17/06 η Πρόεδρος και η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου να αφεθεί ελεύθερος ο γνωστός ποινικολόγος.
Η Εισαγγελία Αρείου Πάγου ζήτησε την άμεση ολοκλήρωση της ανάκρισης και παραπομπή σε δίκη, ενώ στο θέμα παρενέβη με ανακοίνωσή η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος και ο Δικηγορικός σύλλογος Ελλάδας.
Συγκεκριμένα η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος (ΕΕΕ) εξέδωσε εκτενή ανακοίνωση για το θέμα του πειθαρχικού ελέγχου που διατάχθηκε από την ηγεσία του Αρείου Πάγου (πρόεδρο και εισαγγελέα) σε βάρος των δικαστικών λειτουργών που χειρίστηκαν το θέμα της αποφυλάκισης του δικηγόρου Απόστολού Λύτρα, μετά την απολογία για τον ξυλοδαρμό της συζύγου του.
Ακόμη, η ΕΕΕ επικρίνει έντονα μερίδα του Τύπου για τις απόψεις που διατυπώνει πάνω στο θέμα αυτό, δημιουργώντας πεπλανημένη εικόνα στους ακροατές και αναγνώστες τους, ενώ «επιχειρούν να ποδηγετήσουν τη Δικαιοσύνη σε ατραπούς».
Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος: Η πειθαρχική έρευνα δεν ισοδυναμεί με πειθαρχική δίωξη
Συγκεκριμένα, η ανακοίνωση της ΕΕΕ έχει ως εξής:
«Σύμφωνα με το άρθρο 109 παρ.4 του Νέου Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 4938/2022) οι Εισαγγελικοί Λειτουργοί δεν ελέγχονται πειθαρχικά για κρίση που εκφέρουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ενόψει και της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας που απολαμβάνουν κατ' άρθρο 87 του Συντάγματος. Η αρχή αυτή μπορεί να καμφθεί μόνο όταν διαπιστώνεται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας τους, όπως έχει παγίως κριθεί από τη νομολογία του ΑΠ και του ΣΤΕ.
Επίσης, η άσκηση του δικαιώματος της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για πειθαρχική έρευνα, σύμφωνα με τα άρθρα 109επ. του ΚΟΔΚΔΛ, ουδόλως ισοδυναμεί με πειθαρχική δίωξη του εμπλεκομένου Εισαγγελικού Λειτουργού και πολύ περισσότερο με καταδίκη του. Αντιθέτως έχει καθαρά διαπιστωτικό-διερευνητικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι δεν στοχεύει μόνο στη εξακρίβωση τυχόν πειθαρχικών ευθυνών, αλλά πολλές φορές οδηγεί στην πλήρη αποκατάσταση της εικόνας του ελεγχομένου από αδίκως αποδιδόμενες σ' αυτόν μομφές και καταγγελίες.
Εξάλλου, η κρίση που εκφέρει ένας Εισαγγελικός Λειτουργός σε σχέση με το ζήτημα της προσωρινής κράτησης κάποιου κατηγορουμένου, υπακούει στους κανόνες του άρθρου 286 ΚΠΔ και ουδόλως μπορεί να απόσχει απ' αυτούς για λόγους προσωπικούς ή αναγόμενους στο κοινό περί δικαίου αίσθημα. Ειδικά όταν πρόκειται για κακουργηματικές πράξεις τιμωρούμενες στο νόμο με την ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης, όπως στην περίπτωση της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης, προσωρινή κράτηση επιβάλλεται, αν δεν επαρκούν οι περιοριστικοί όροι του άρθρου 282 ΚΠΔ και εφόσον διαπιστωθεί ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή διαμονή στην χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει την φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή τέλος κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανόν, όπως προκύπτει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης του ή από προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες του για ομοειδείς αξιόποινες πράξεις, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.
Με λύπη και συνάμα οργή διαπιστώνουμε ότι ο παραπάνω χαρακτήρας της εισαγγελικής κρίσης δεν γίνεται αντιληπτός και σεβαστός από κάποιους δημοσιογράφους, που αβασάνιστα επιδίδονται σε αστήρικτες και έωλες κρίσεις σχετικά με ζητήματα που, ηθελημένα ή μη, αγνοούν, παρά τη συνταγματική υποχρέωσή τους για πλήρη και έγκυρη ενημέρωση του κοινού.
Επικαλούμενοι δε αστάθμητους παράγοντες, όπως το κοινό περί δικαίου αίσθημα, δημιουργούν πεπλανημένη εικόνα στους ακροατές και αναγνώστες τους και επιχειρούν να ποδηγετήσουν τη Δικαιοσύνη σε ατραπούς, που πόρρω απέχουν από την ορθή και αμερόληπτη απονομή της με κριτήριο αποκλειστικά το Σύνταγμα, τους ισχύοντες Νόμους και τη συνείδηση του φυσικού Δικαστή. Επιδιώκοντας δε να αυξήσουν τις ήδη ασκούμενες πιέσεις και ενίοτε να εκφοβίσουν τους εμπλεκόμενους Εισαγγελικούς Λειτουργούς, επικαλούνται πειθαρχικές έρευνες που βρίσκονται σε εξέλιξη σαν ακλόνητα στοιχεία των αυθαίρετων ισχυρισμών τους, παραγνωρίζοντας τον χαρακτήρα και τα αληθή αίτια αυτών των ερευνών.
Για ακόμα μία φορά η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδας τονίζει ότι τέτοιου είδους δημοσιογραφικές τακτικές δεν προσήκουν σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, που σέβεται τη συνταγματική αρχή του κράτους δικαίου, διαπνέεται από τον βασικό κανόνα της διάκρισης των λειτουργιών και αυτοαποκαλείται "ευνοούμενο", ως σεβόμενο τις βασικές αρχές του Δικονομικού Ποινικού Δικαίου, τέτοιες δε ανοίκειες και αστήρικτες επιθέσεις ευνοούν μόνο φαινόμενα αυτοδικίας και κοινωνικής αναταραχής».
Εισαγγελία Αρείου Πάγου: Ζητά άμεση ολοκλήρωση της ανάκρισης και παραπομπή σε δίκη
Παραγγελία για την κατ'απόλυτη προτεραιότητα διεξαγωγή της κυρίας ανάκρισης για την υπόθεση του Απόστολου Λύτρα και παραπομπής σε δίκη ζητά η Εισαγγελία Αρείου Πάγου, με επιστολή που απέστειλε η Γεωργία Αδειλίνη στην Ανακρίτρια του 18ου Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών.
Συγκεκριμένα, η σχετική επιστολή αναφέρει:
«Αφού λάβαμε υπόψη την εξαιρετική σοβαρότητα της πρόσφατης υπόθεσης κακουργηματικής ενδοοικογενειακής βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης από τον Α. Λ., η οποία εκδηλώθηκε σε βάρος της συζύγου του Σ..Π., ως ακραία έκφραση της συνεχώς αυξανόμενης ενδοοικογενειακής βίας, που μαστίζει την κοινωνία, αλλά και τον κίνδυνο που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει το θύμα εν όψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της πιο πάνω πράξης, διατάσσουμε, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 32 εδ. γ ΚΠΔ: α) την κατ’ απόλυτη προτεραιότητα διεξαγωγή της συναφούς κυρίας ανάκρισης, που διενεργείται ήδη δυνάμει παραγγελίας του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών, στην οποία προσδιορίζεται λεπτομερώς η διωκόμενη πράξη, χωρίς να παραβλεφθεί η ανάγκη, όπως είναι αυτονόητο, της πληρότητας της έρευνας και της συλλογής απαιτούμενων αποδεικτικών στοιχείων και β) την κατ’ απόλυτη προτεραιότητα, ομοίως, εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο».
Υπενθυμίζεται ότι χθες, Δευτέρα 17/06 η Πρόεδρος και η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα Χριστοδουλέα και Γεωργία Αδειλίνη διέταξαν κατεπείγουσα προκαταρκτική πειθαρχική έρευνα για την απόφαση ανακρίτριας και εισαγγελέα, να αφεθεί ελεύθερος ο γνωστός ποινικολόγος, Απόστολος Λύτρας ο οποίος κατηγορείται σε βαθμό κακουργήματος για τον άγριο ξυλοδαρμό της συζύγου του.
Αναλυτικά η ανακοίνωση έχει ως εξής:
«Αναφορικά με την υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας με κατηγορούμενο δικηγόρο, η Πρόεδρος και η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, διέταξαν κατεπείγουσα προκαταρκτική πειθαρχική έρευνα για τις ενδεχόμενες ευθύνες δικαστικού και εισαγγελικού λειτουργού αναφορικά με τις ενέργειες τους στο στάδιο της προδικασίας».
Επιπλέον, ο προεδρος του ΔΣΑ, Δημήτρης Βερβεσός άσκησε πειθαρχική δίωξη για παράβαση ποινικού νόμου σε βάρος του ποινικολόγου και μέλους του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Απόστολου Λύτρα.
Η εξέλιξη αυτή ήρθε έπειτα από την επίσημη ενημέρωση της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών πως σε βάρος του γνωστού ποινικολόγου κινήθηκε ποινική διαδικασία για ενδοοικογενειακή βία σε βάρος της επίσης δικηγόρου συζύγου του.
Η υπόθεση πλεον θα διερευνηθεί απο το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου.
Πρόεδρος ΔΣΑ για Λύτρα: Επικοινωνιακές παρεμβάσεις της ηγεσίας του Αρείου Πάγου
Κριτική στην ανακοίνωση της Προέδρου και της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για την υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας με δράστη τον δικηγόρο Απόστολο Λύτρα, άσκησε με δήλωσή του ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, Δημήτρης Βερβεσός, χαρακτηρίζοντας την εν λόγω ανακοίνωση «επικοινωνιακού τύπου παρέμβαση»
Μάλιστα, ο κ. Βερβεσός σημείωσε πως «η πρακτική αυτή δεν συνάδει με το κύρος της Δικαιοσύνης και το Κράτος Δικαίου και οδηγεί μαθηματικά σε οπισθοδρόμηση και απαξίωση του θεσμού και των λειτουργών του».
Στο ίδιο πλαίσιο, πρόσθεσε πως «ο πειθαρχικός έλεγχος των δικαστών οφείλει να γίνεται μέσω των θεσμικών διαδικασιών, όπως η Επιθεώρηση Δικαστηρίων και το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο».
«Η πειθαρχική διαδικασία δεν μπορεί να παρεμβαίνει στην δικαιοδοτική κρίση των δικαστών, η οποία ελέγχεται μέσω των προβλεπόμενων ενδίκων μέσων και πειθαρχικά σε περiπτώσεις αξιόποινης ή αντιδεοντολογικής συμπεριφοράς».
Έκανε, δε, λόγο για «επιχειρούμενη υποκατάσταση θεσμικών διαδικασιών και ιδίως της αναποτελεσματικής μέχρι σήμερα λειτουργίας της Επιθεώρησης Δικαστηρίων, μέσω επικοινωνιακού τύπου παρεμβάσεων, προσφέρει αρνητικές υπηρεσίες στη Δικαιοσύνη και οδηγεί σε ραγδαία οπισθοχώρηση της ορθής λειτουργίας της».
«Έτσι, περιπτώσεις πολιτών, που έχουν προφυλακιστεί και έχουν εκτίσει πολύμηνες ποινές φυλάκισης και στη συνέχεια αθωώθηκαν καθώς επίσης και περιπτώσεις προδήλως παράνομων αποφάσεων εις βάρος της ελευθερίας και της περιουσίας πολιτών δεν έχουν ελεγχθεί από τα θεσμικά δικαστικά όργανα» ανέφερε.
Καταλήγοντας, υπογράμμισε πως «το κύρος της Δικαιοσύνης διαφυλάσσεται με την αυστηρή τήρηση των δικονομικών και ουσιαστικών κανόνων και όχι με την επιλεκτικές επικοινωνιακές παρεμβάσεις και την έκδοση Δελτίων Τύπου, ανάλογα με την πολιτική, οικονομική και κοινωνική επικαιρότητα».