Πώς είναι να σπας το φράγμα του ήχου πετώντας με Concorde; Ένας πιλότος θυμάται
Ανανεώθηκε:
Στις 21 Ιανουαρίου του 1976, ο έφηβος Τζον Τάι ήταν ανάμεσα στο πλήθος που στεκόταν στον συρμάτινο φράχτη του αεροδρομίου Χίθροου, χειροκροτώντας καθώς η πρώτη εμπορική πτήση της British Airways με Concorde αναχωρούσε από το Λονδίνο. Καθώς παρατηρούσε ενθουσιασμένος αυτό το υπερηχητικό «αεροπλάνο του μέλλοντος» να απογειώνεται γράφοντας Ιστορία, δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι σχεδόν 20 χρόνια μετά θα καθόταν στο πιλοτήριό του και θα... τσιμπιόταν, καθώς ένα παιδικό του όνειρο γινόταν πραγματικότητα.
Ο Τάι θυμάται πολύ καθαρά τις πρώτες του στιγμές στον αέρα με το Concorde.
Όσες ώρες κι αν είχε περάσει στην εκπαίδευση και τον εξομοιωτή, τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με την αυθεντική εμπειρία.
Ήταν ένα υπέροχο απόγευμα Πέμπτης στη Σεβίλλη της Ισπανίας, ο ήλιος έδυε και «από το πιλοτήριο έβλεπες μια κόκκινη μπάλα φωτιάς στο τέλος του διαδρόμου απογείωσης», όπως περιγράφει ο ίδιος στο CNN Travel.
«Ανάψαμε τις μηχανές. Το να νιώθεις αυτούς τους τέσσερις κινητήρες Rolls-Royce Olympus να παίρνουν μπροστά και το αεροπλάνο να δονείται για πρώτη φορά ήταν κάτι μοναδικό».
Στη συνέχεια συγχρόνισε το ρολόι του με τον εκπαιδευτή κυβερνήτη και τον μηχανικό πτήσης και ξεκίνησαν την αντίστροφη μέτρηση.
«”Τρία, δύο, ένα – τώρα”, έσπρωξα στο φουλ τους τέσσερις μοχλούς ισχύος και η πλάτη μου κόλλησε στο κάθισμα από την επιτάχυνση – μια εμπειρία που δύσκολα περιγράφεται με λόγια», λέει.
Οι πρώτες μέρες του Concorde
Για σχεδόν τρεις δεκαετίες πριν από την απόσυρσή του τον Νοέμβριο του 2003, το αεροσκάφος Concorde διέσχιζε τους ουρανούς πάνω από τον Ατλαντικό σε κάτι λιγότερο από 3,5 ώρες, πετώντας με διπλάσια ταχύτητα από εκείνη του ήχου.
Οι περισσότεροι από εμάς μπορούμε μόνο να φανταστούμε πώς ήταν να βρίσκεσαι σε μια τέτοια πτήση.
Άλλωστε τα αεροσκάφη ήταν μικρά, με χώρο μόλις για 100 επιβάτες και με πολύ ακριβά εισιτήρια (η τιμή για Λονδίνο – Νέα Υόρκη μετ’ επιστροφής ήταν περίπου 10.000 δολάρια).
Κι αν υπήρξαν σχετικά λίγοι εκείνοι που είχαν την εμπειρία να ταξιδέψουν με Concorde, πολύ λιγότεροι έζησαν την εμπειρία της οδήγησής του.
Η British Airways και η Air France ήταν οι δύο μοναδικές εταιρείες που λειτουργούσαν τα Concorde.
Λέγεται ότι στα 27 χρόνια υπηρεσίας του αεροσκάφους, υπήρξαν περισσότεροι πιστοποιημένοι Αμερικανοί αστροναύτες παρά πιλότοι Concorde της British Airways.
Όταν ο Τάι πιλοτάρησε για πρώτη φορά Concorde στα τέλη της δεκαετίας του 1990, το αεροπλάνο είχε ήδη καθιερωθεί εδώ και δύο δεκαετίες.
Όμως ο Πίτερ Ντάφεϊ ήταν εκεί από την αρχή, ως ένας από τους πρώτους πιλότους της British Airways που επιλέχθηκαν για να δοκιμάσουν το αεροσκάφος. «Ήμουν στις δοκιμαστικές πτήσεις. Πετάξαμε στην Αυστραλία και τον Καναδά, με πολλούς επιβάτες», λέει στο CNN Travel.
Σπάζοντας το φράγμα του ήχου
Στα 90 του σήμερα ο Ντάφεϊ, που έμαθε να πετάει στη Βασιλική Αεροπορία στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν στην ομάδα που κατέστρωσε το σχέδιο εκπαίδευσης πιλότων Concorde και πέταγε με αυτό μέχρι που συνταξιοδοτήθηκε, το 1980.
Περιγράφει το πέρασμα από το Boeing 707 στο Concorde «σαν να πηγαίνεις από ένα λεωφορείο σε ένα μονοθέσιο της Φόρμουλα Ένα».
Ο Τζον Τάι συμφωνεί μαζί του. Από τη στιγμή που το Concorde απογειωνόταν, έπαιρνε ύψος με μεγάλη ταχύτητα, «100 κόμβους γρηγορότερα από ένα συνηθισμένο υποηχητικό αεροσκάφος. Ανέβαινες κάπου 2.000-4.000 πόδια το λεπτό, που είναι πραγματικά πολύ πολύ γρήγορα, μέχρι αρχικά να πιάσεις τα 28.000 πόδια».
Το Concorde δεν μπορούσε να πετάξει υπερηχητικά πάνω από στεριά, γι’ αυτό μετά την αρχική άνοδο λειτουργούσε υποηχητικά – αν και η ταχύτητα ήταν «πολύ μεγαλύτερη από εκείνη ενός 747», εξηγεί ο Τάι.
Όταν έφτανε στο Κανάλι του Μπρίστολ, οι πιλότοι προειδοποιούσαν τους επιβάτες και στη συνέχεια το Concorde έσπαγε το φράγμα του ήχου. «Χωρίς τριξίματα, κρότους, θορύβους, αναταραχές. Σαν να περνάς ένα καυτό μαχαίρι από μαλακό βούτυρο – τόσο εύκολα γλιστρούσε».
Το κρουστικό κύμα που ακολουθούσε επηρέαζε κάποια όργανα για λίγα δευτερόλεπτα. «Τα όργανα ανόδου - καθόδου στο πιλοτήριο θα έκαναν ένα μικρό τρεμόπαιγμα καθώς το υπερηχητικό κρουστικό κύμα περνούσε από τους εξωτερικούς αισθητήρες. «Και έτσι καταλάβαινες ότι ήσουν πια υπερηχητικός», λέει ο Τάι.
Εκείνη τη στιγμή οι πιλότοι έκαναν πάντα την ακόλουθη ανακοίνωση στους επιβάτες. «Κυρίες και κύριοι, μόλις φτάσαμε την ταχύτητα του ήχου, Mach 1. Καλωσήρθατε στον κόσμο της υπερηχητικής πτήσης».
«Και στη συνέχεια φτάναμε δύο φορές την ταχύτητα του ήχου και σχεδόν 60.000 πόδια ύψος, στα όρια του διαστήματος. Έβλεπες την καμπύλη της Γης μπροστά σου και τον μαύρο ουρανό ψηλά, να οδηγεί στο άπειρο», θυμάται ο Τάι.
«Σαν βόλτα με τους φίλους σου»
Ο μικρός αριθμός πιστοποιημένων πιλότων Concorde σήμαινε ότι όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Σε άλλα αεροπλάνα σπανίως πετάς με το ίδιο πλήρωμα, αλλά στο Concorde υπήρχαν πάντα γνώριμα πρόσωπα. «Στα χρόνια λειτουργίας του αεροπλάνου υπήρξαν μόνο 134 πιλότοι Concorde στην British Airways», λέει ο Τάι. «Που σημαίνει ότι κάθε μέρα στη δουλειά ήταν σαν μια βόλτα με τους φίλους σου».
Περίπου 20 λεπτά μετά την απογείωση το πλήρωμα ξεκινούσε το σερβίρισμα των επιβατών. Πολλοί από εκείνους ήταν πλούσιοι επιχειρηματίες και υψηλόβαθμα στελέχη πολυεθνικών που πηγαινοέρχονταν συχνά πάνω από τον Ατλαντικό. Το πλήρωμα τους είχε μάθει πλέον, και θυμόταν το ποτό της επιλογής τους.
Μετά την εξυπηρέτηση των επιβατών, ένα μέλος του πληρώματος ερχόταν στο πιλοτήριο με τρεις κούπες τσάι και τρία πιατάκια με το καλύτερο χαβιάρι στον κόσμο. Είπαμε, το Concorde ήταν αλλιώς…
Ταξίδια με διασημότητες
Η φιλοσοφία του Concorde ήταν ότι πρόκειται για «ένα πολύ μεγάλο ιδιωτικό τζετ που το μοιράζονταν 100 επιβάτες». Επομένως το πιλοτήριο ήταν ανοιχτό σε όλους.
Η πλειονότητα των επιβατών προερχόταν από τον επιχειρηματικό κόσμο, και ένα 20% ήταν οι πλούσιοι και οι διάσημοι. «Το πρώτο μεγάλο όνομα που συνάντησα στο αεροπλάνο ήταν ο Ελτον Τζον – καθόταν στην πρώτη σειρά πίσω από το πιλοτήριο» θυμάται ο Τάι. «Λίγες εβδομάδες πριν είχα πάει να τον δω να παίζει στο Γουέμπλεϊ μαζί με άλλες 100.000 κόσμου».
Συζητήσανε για λίγα λεπτά, αλλά ο Τάι δεν θυμάται τίποτα από αυτή τη συνομιλία γιατί ένιωθε μεγάλο τρακ. Γι’ αυτό και από την επόμενη φορά φρόντιζε να μελετά τη λίστα επιβατών για να είναι προετοιμασμένος σε περίπτωση που συναντήσει κάποιον από τους ήρωές του. Έτσι, όταν σε μελλοντικές πτήσεις έπεσε πάνω στους Μικ Τζάγκερ και Πολ Μακάρτνεϊ ήταν πολύ πιο άνετος…
Το τέλος της διαδρομής
Η ιστορία του Concorde τελείωσε τον Νοέμβριο του 2003, όταν η τελευταία εμπορική πτήση προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο του Μπρίστολ. Πολλοί παράγοντες έπαιξαν ρόλο σε αυτή την απόφαση.
Το 2000 ένα τραγικό αεροπορικό δυστύχημα με Concorde της Air France, κλόνισε σημαντικά την εμπιστοσύνη του κοινού στο αεροσκάφος. Η εταιρεία βασιζόταν πολύ στους τακτικούς πελάτες που πετούσαν συχνά πάνω από τον Ατλαντικό. Αρκετοί από αυτούς εργάζονταν στο Κέντρο Παγκόσμιου Εμπορίου και σκοτώθηκαν στην τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους – μια επίθεση που επίσης επηρέασε αρνητικά τα ταξίδια με αεροπλάνο παγκοσμίως.
Επίσης, στις αρχές του 21ου αιώνα το Concorde είχε γεράσει πολύ, και το κόστος συντήρησής του γινόταν πολύ υψηλό. Για τον Τάι η τελευταία πτήση του με το αεροσκάφος ήταν τον Αύγουστο του 2000, λίγες μέρες μετά τη συντριβή της πτήσης 4590 από Παρίσι για Νέα Υόρκη, με 113 νεκρούς. Ετοιμαζόταν να απογειωθεί από το Χίθροου όταν τον ειδοποίησαν από την British Airways ότι η πτήση δεν θα πραγματοποιηθεί.
«Αυτό που δεν ήξερα τότε ήταν ότι δεν θα ξανανέβαινα σε Concorde», λέει ο Τάι. «Γι’ αυτό το λόγο δεν πήρα ούτε ένα αναμνηστικό από το αεροσκάφος… Πίστευα ότι θα συνέχιζα να τα πετάω μέχρι το τέλος της καριέρας μου».
Αν και τα Concorde επέστρεψαν για δύο χρόνια στη δράση πριν από την τελική τους απόσυρση, ο Τάι εν τω μεταξύ είχε γίνει κυβερνήτης Airbus και δεν έσπασε ποτέ ξανά το φράγμα του ήχου…
Με πληροφορίες από: What it was like to pilot the supersonic Concorde jet by Francesca Street