ΤΑΞΙΔΙ ΚΟΣΜΟΣ

Πώς το Λονδίνο σχεδόν απέκτησε τον δικό του Πύργο του Άιφελ

Πώς το Λονδίνο σχεδόν απέκτησε τον δικό του Πύργο του Άιφελ
Δεν ξεπέρασε ποτέ το πρώτο στάδιο κατασκευής. Κατεδαφίστηκε πριν από σχεδόν 120 χρόνια, αφήνοντας πίσω του ένα ανεκπλήρωτο όνειρο και μεγάλα τσιμεντένια θεμέλια wikipedia

Κάπου κάτω από το γήπεδο του εθνικού σταδίου της Αγγλίας στο Γουέμπλεϊ του Λονδίνου, βρίσκονται τα θεμέλια αυτού που θα μπορούσε να ήταν το ψηλότερο κτήριο της πόλης. Εμπνευσμένος από τον Πύργο του Άιφελ στο Παρίσι, ο Μεγάλος Πύργος του Λονδίνου ήταν έτοιμος να τον ξεπεράσει σε ύψος και να φτάσει σχεδόν τα 365 μέτρα.

Αντίθετα, δεν ξεπέρασε ποτέ το πρώτο στάδιο κατασκευής, το οποίο έγινε γνωστό ως «London Stump. Κατεδαφίστηκε πριν από σχεδόν 120 χρόνια, αφήνοντας πίσω του ένα ανεκπλήρωτο όνειρο και μεγάλα τσιμεντένια θεμέλια που ανακαλύφθηκαν ξανά το 2002, όταν χτίστηκε το σημερινό γήπεδο για να αντικαταστήσει ένα παλαιότερο.

Τι πήγε στραβά λοιπόν;

Ο πύργος ήταν το «πνευματικό τέκνο» του Έντουαρντ Ουάτκιν (Edward Watkin), ενός Βρετανού πολιτικού και μεγιστάνα των σιδηροδρόμων του οποίου οι προηγούμενες προσπάθειες περιελάμβαναν μια αποτυχημένη προσπάθεια κατασκευής μιας σήραγγας κάτω από τη Μάγχη, περισσότερα από 100 χρόνια προτού ξεκινήσει η κατασκευή του σημερινού Eurotunnel.

«Όσο μεγαλύτερο τόσο το καλύτερο»

«Ο Ουάτκιν ήταν γεννημένος επιχειρηματίας και του άρεσαν οι μεγάλες ιδέες -όσο μεγαλύτερες τόσο το καλύτερο», λέει ο Κρίστοφερ Κοστελόε, ειδικός στη βικτωριανή αρχιτεκτονική και επιθεωρητής ιστορικών κτηρίων στον οργανισμό δημόσιας κληρονομιάς Historic England. «Νομίζω ότι είχε την τάση να ενθουσιάζεται τόσο πολύ με τις ιδέες του που συχνά βιαζόταν προτού σκεφτεί πόσο πρακτικές ή οικονομικά βιώσιμες ήταν».

Ο Πύργος του Άιφελ, που άνοιξε το 1889, έγινε γρήγορα δημοφιλές τουριστικό αξιοθέατο και το κόστος κατασκευής του αποκαταστάθηκε μέσα σε λίγους μήνες.

Την ίδια στιγμή, ο Ουάτκιν έψαχνε τρόπους για να προσελκύσει περισσότερους επιβάτες στον σιδηρόδρομό του, που αργότερα θα γινόταν η Μητροπολιτική γραμμή του μετρό του Λονδίνου.

Ο σιδηρόδρομος περνούσε από το Γουέμπλεϊ, έναν αγροτικό οικισμό βορειοδυτικά του κεντρικού Λονδίνου τότε, όπου ο Ουάτκιν είχε αγοράσει γη για να δημιουργήσει ένα πάρκο ψυχαγωγίας, το οποίο φιλοδοξούσε να γίνει η Disneyland της εποχής.

Τι καλύτερο από έναν πύργο ψηλότερο από τον Άιφελ για να πείσει τους Λονδρέζους να επιβιβαστούν στο τρένο για να φτάσουν εκεί;

Μάλιστα, ο Ουάτκιν είχε το θράσος να ζητήσει από τον ίδιο τον Γουστάβο Άιφελ να το σχεδιάσει, αλλά ο Γάλλος μηχανικός αρνήθηκε για λόγους πατριωτικούς. Το σχέδιο Β του ήταν ένας διεθνής διαγωνισμός σχεδιασμού, με πρώτο βραβείο 500 γκινέα, περίπου 80.000 δολάρια σε σημερινά χρήματα.

Έλαβε 68 υποβολές, όχι όλες ρεαλιστικές. Τα περισσότερα, ωστόσο, ταίριαζαν με την αισθητική του Άιφελ και ήταν ένα από αυτά που ο Ουάτκιν επέλεξε ως νικητή, που υποβλήθηκε από τους Λονδρέζους αρχιτέκτονες Στιούαρτ, ΜακΛάρεν και Ντιουν.

«Η νικητήρια πρόταση ήταν μια πιο λεπτή εκδοχή του Πύργου του Άιφελ. Πολύ παρόμοια στο γενικό προφίλ του, αλλά η δομή ήταν κάπως πιο λεπτή», λέει ο Κοστελόε. Στα 365 μέτρα, ήταν επίσης περίπου 50 μέτρα ψηλότερο από το παρισινό αντίστοιχό του, που ήταν το ψηλότερο κτήριο στον κόσμο εκείνη την εποχή.

CNNi

Ένα όχι και τόσο δημοφιλές αξιοθέατο

Όλες οι συμμετοχές συγκεντρώθηκαν σε έναν κατάλογο, που δημοσιεύθηκε το 1890, ο οποίος περιέγραφε λεπτομερώς το έργο και αποκάλυπτε ότι ο πύργος του Λονδίνου θα ήταν «πολύ πιο ευρύχωρος» από τον Άιφελ και θα περιελάμβανε «εστιατόρια, θέατρα, καταστήματα, χαμάμ, περιπάτους, χειμερινούς κήπους και μια ποικιλία από άλλες ψυχαγωγίες», όλα προσβάσιμα μέσω μιας πρόσφατης εφεύρεσης, του ηλεκτρικού ανελκυστήρα.

Μετά τις αρχικές φανφάρες, ωστόσο, το προτεινόμενο σχέδιο επανεκτιμήθηκε για να μειωθεί το κόστος κατασκευής του, όπως και το ύψος του το οποίο από τα οκτώ στάδια έπεσε στα τέσσερα, ίδιο αριθμό με το Άιφελ.

Η κατασκευή ξεκίνησε το 1892 και το πρώτο στάδιο, περίπου 45 μέτρα ύψος, ολοκληρώθηκε τρία χρόνια αργότερα.

Το Wembley Park είχε ανοίξει το προηγούμενο έτος και είχε μέτρια επιτυχία, αλλά ο πύργος είχε ακόμα πολύ δρόμο να διανύσει, και κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτόν.

«Όταν έφτασαν στο πρώτο στάδιο, σύντομα έγινε σαφές ότι το κτήριο υποχωρούσε. Όχι τόσο άσχημα που δεν μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν, αλλά σίγουρα συνειδητοποίησαν ότι θα είχαν μεγάλα προβλήματα αν συνέχιζαν να το χτίζουν ψηλότερα, αυξάνοντας την καταπόνηση στα μέτρα», λέει ο Κοστελόε.

Αν και άνοιξε για το κοινό και τοποθετήθηκαν ανελκυστήρες, ο πύργος ήταν καταδικασμένος.

«Ένα από τα κύρια προβλήματα ήταν ότι ο Ουάτκιν πέθανε το 1901. Ήταν η κινητήρια δύναμη πίσω από το έργο και με το θάνατό του το μόνο που είχε απομείνει ήταν ένας ορθολογικός υπολογισμός του κόστους και των οφελών. Οι άνθρωποι μπορούσαν να ανέβουν στο πρώτο στάδιο, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετά υψηλό για να έχει κανείς την πανοραμική θέα που θα απολάμβανε από την κορυφή του Πύργου του Άιφελ, ενώ και η γύρω περιοχή δεν ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη ή εντυπωσιακή», προσθέτει ο Κοστελόε.

«Απλώς δεν υπήρχαν αρκετοί επισκέπτες για να πληρώσουν, ώστε να τελειώσει η κατασκευή του», συμπληρώνει.

Ένα χρόνο μετά το θάνατο του Ουάτκιν, ο πύργος κηρύχθηκε μη ασφαλής και έκλεισε. Λίγο μετά κατεδαφίστηκε με δυναμίτη. Η γύρω περιοχή του Γουέμπλεϊ, ωστόσο, συνέχισε να ανθίζει ως βιομηχανικό και οικιστικό προάστιο του Λονδίνου.

Το 1923, ένα στάδιο, το οποίο αργότερα θα ήταν γνωστό ως το αρχικό στάδιο Γουέμπλεϊ, ανεγέρθηκε στην πρώην τοποθεσία του πύργου. Η κατεδάφισή του για να ανοίξει ο δρόμος για το σημερινό Στάδιο Γουέμπλεϊ αποκάλυψε τελικά τα θεμέλια του πύργου, όταν έγιναν εργασίες για τη μείωση του επιπέδου του νέου γηπέδου.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Πύργος του Ουάτκιν θα εξακολουθούσε να είναι το ψηλότερο κτήριο του Λονδίνου σήμερα, ξεπερνώντας τον ουρανοξύστη The Shard κατά σχεδόν 48 μέτρα. Θα ήταν όμως ένα εμβληματικό ορόσημο όπως ο Πύργος του Άιφελ; Μάλλον όχι, λέει ο Κοστελόε:

«Καθώς δεν θα βρισκόταν στο κέντρο του Λονδίνου, δεν θα γινόταν ποτέ το επίκεντρο της προσοχής που έχει ο Πύργος του Άιφελ στο Παρίσι».

How London almost got its own Eiffel Tower, Jacopo Prisco, CNN