Βραβεία Νόμπελ: Η κλειστή κοινότητα, η ιστορία και οι αμφιλεγόμενες βραβεύσεις
Τα Νόμπελ (ορθή προφορά Νομπέλ) είναι τα πιο προβεβλημένα βραβεία στον κόσμο.
Θεσμοθετήθηκαν το 1895 με τη διαθήκη του σουηδού επιχειρηματία και εφευρέτη Άλφρεντ Νομπέλ (1833-1896). Ανακοινώνονται κάθε χρόνο τον Οκτώβριο (3 –10 Οκτωβρίου το 2016) και απονέμονται (από το 1901) στις 10 Δεκεμβρίου, επέτειο θανάτου του Νομπέλ.
Οι γιατροί, οι φυσικοί, οι χημικοί και οι οικονομολόγοι μπορεί να βραβεύονται δικαίως για τη συμβολή τους στην πρόοδο των επιστημών τους και συνεπώς της ανθρωπότητας. Αλλά γιατί δεν γίνεται το ίδιο με τις ανακαλύψεις των γεωλόγων, των ωκεανολόγων, των μετεωρολόγων, των κλιματολόγων, των βοτανολόγων ή των εντομολόγων;
Μήπως όμως ήρθε η ώρα να μεγαλώσει ο κατάλογος των βραβείων; Είναι ένα ερώτημα που έχει απασχολήσει και απασχολεί πλέον την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα.
Η συμβολή αυτών των επιστημονικών κλάδων στην πρόοδο δεν είναι μικρότερη. Ο επιστήμονας και συγγραφέας Γκάμπριελ Πόπκιν (Gabriel Popkin) υπενθύμιζε πριν από μερικές ημέρες στους New York Times την περίπτωση του Ρόμπερτ Πέιν, καθηγητή Ζωολογίας στο πανεπιστήμιο Ουάσινγκτον του Σιάτλ.
Τη δεκαετία του 1960, ο Πέιν είχε ανακαλύψει στο θαλάσσιο οικοσύστημα, το οποίο μελετούσε, μία πολύ βασική αρχή της λειτουργίας του: Όπου ήταν παρόν ένα συγκεκριμένο είδος αστερία, το οικοσύστημα, αποτελούμενο από άλγη, αμοιβάδες, πεταλίδες, στρείδια και θαλάσσιες ανεμώνες, βρισκόταν σε μία εύθραυστη, αλλά και δυναμική ισορροπία.
Εάν έπαιρνε κανείς τους αστερίες και τους πετούσε στον ωκεανό, αυτή η ισορροπία ανατρεπόταν.
Τότε, ο Πέιν εμπνεύστηκε έναν όρο για την επίδραση που μπορεί να έχει ένα έμβιο ον στα υπόλοιπα: Το «είδος-κλειδί». Από τότε, «είδη-κλειδιά» έχουν εντοπιστεί στα δάση, τους αγρούς, τους ωκεανούς, αλλά και στον ανθρώπινο οργανισμό. Έπειτα από αυτήν τη σειρά ανακαλύψεων, η θεωρία του «είδους-κλειδιού» έγινε ένα από τα βασικά ερμηνευτικά εργαλεία της μελέτης του περιβάλλοντος. Ένα πρακτικό αποτέλεσμα ήταν η επιστροφή του λύκου στο πάρκο του Γιέλοουστοουν στις ΗΠΑ. Χάρη στην παρουσία του έχει τεθεί υπό έλεγχο ο πληθυσμός των ταράνδων που, σε αντίθετη περίπτωση, θα είχαν εξαφανίσει τις λεύκες και τις ιτιές.
Εάν ο Ρόμπερτ Πέιν, γράφει ο Γκάμπριελ Πόπκιν, ήταν γιατρός ή βιοχημικός θα είχε πιθανότητα να κερδίσει μία υποψηφιότητα για το Νομπέλ- εάν όχι το ίδιο το βραβείο. Ήταν, όμως, απλώς ένας ζωολόγος. Και μολονότι η ανακάλυψή του ήταν κομβικής σημασίας για το περιβάλλον, το όνομά του δεν συμπεριλήφθηκε ποτέ σε κάποιον κατάλογο υποψηφίων. Το ίδιο ισχύει και για πλήθος άλλων επιστημονικών κλάδων, οι οποίοι έχουν αποκτήσει πολύ μεγάλη βαρύτητα στον σημερινό κόσμο. Η επιτροπή της σουηδικής ακαδημίας που δίνει τα βραβεία δείχνει να αγνοεί αυτήν την εξέλιξη. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα Νόμπελ απευθύνονται σε ένα μικρό τμήμα της επιστημονικής κοινότητας, σε ένα κλειστό κλαμπ γιατρών, φυσικών και χημικών, όπως πιστεύει πλέον η επιστημονική κοινότητα.
Ωστόσο, η επιστήμη είναι πολύ διαφορετική σε σχέση με τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο Άλφρεντ Νομπέλ θεσμοθετούσε τα βαρύτιμα βραβεία. Η British Ecological Society, το αρχαιότερο επιστημονικό ινστιτούτο μελέτης του περιβάλλοντος, ιδρύθηκε το 1913, δηλαδή τον 20ό αιώνα. Η επιστήμη της Γεωλογίας γνώρισε την έκρηξή της το 1915, όταν ο Άλφρεντ Βέγκενερ διατύπωσε τη θεωρία της κίνησης των πλακών, βάσει της οποίας εξηγήθηκαν φαινόμενα όπως οι σεισμοί, τα ηφαίστεια και ο σχηματισμός των ορέων.
Ποιος αμφιβάλλει ότι οι ανακαλύψεις σε αυτά τα πεδία- από την προστασία των ειδών που απειλούνται με εξαφάνιση έως την πρόβλεψη των σεισμών και των τυφώνων- είναι εξαιρετικά σημαντικές για την επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο πλανήτης και το ανθρώπινο είδος;
Όμως, το ίδρυμα Νόμπελ φαίνεται ότι ίσως αγνοεί όλο αυτό το τεράστιο έργο. Τα δάση και οι ωκεανοί είναι απαραίτητοι για τη βιωσιμότητα του πλανήτη, αλλά κανένας ερευνητής των δασών ή των ωκεανών δεν τολμάει να ονειρευτεί το Νόμπελ.
Μόνο ένας γεωπόνος, ο Νόρμαν Μπόρλογκ, βραβεύτηκε με Νομπέλ. Ήταν το 1970. Αλλά ο πατέρας της «πράσινης επανάστασης», με τις τόσο σημαντικές ανακαλύψεις στον τομέα των καλλιεργειών, τιμήθηκε με το βραβείο Ειρήνης, ενώ το ίδιο συνέβη και με τη Διακυβερνητική Επιτροπή για την Αλλαγή του Κλίματος.
Το 2009, δέκα επιφανείς επιστήμονες, μεταξύ των οποίων και ένας νομπελίστας, έγραψαν μία επιστολή στο Ίδρυμα Νόμπελ, ζητώντας να αναγνωριστούν και άλλοι επιστημονικοί κλάδοι. Αυτό είχε γίνει, εξάλλου, το 1968, όταν θεσμοθετήθηκε το Νόμπελ για την Οικονομία. Η απάντηση του ιδρύματος δεν ήταν και πολύ ενθαρρυντική: «Οι επιτροπές που έχουν επιφορτιστεί με την απονομή των βραβείων είναι αρκετά καλές για να εντοπίζουν τις πιο σημαντικές εξελίξεις για τον σύγχρονο πολιτισμό».
Λίγα λόγια για τα βραβεία Νόμπελ
Ο Άλφρεντ Νομπέλ (1833-1896) υπήρξε μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του 19ου αιώνα. Χημικός, μηχανικός, εφευρέτης και επιχειρηματίας απέκτησε 350 πατέντες, με πιο γνωστές αυτές για την ανακάλυψη της δυναμίτιδας και του πυροκροτητή.
Ως επιχειρηματίας δραστηριοποιήθηκε κυρίως στην πολεμική βιομηχανία.
Παρόλο που διαπνεόταν από φιλειρηνικά συναισθήματα και ήλπιζε ότι η καταστρεπτική δύναμη των εφευρέσεών του θα μπορούσε να συντελέσει στο να δοθεί ένα τέλος στους πολέμους, έβλεπε με απαισιοδοξία το μέλλον του ανθρωπίνου γένους. Οι διαπιστώσεις του αυτές, αλλά και σχόλια του Τύπου που τον χαρακτήριζαν: «Έμπορο του Θανάτου», τον οδήγησαν να φροντίσει την υστεροφημία του.
Με τη διαθήκη του της 27ης Νοεμβρίου 1895, ένα χρόνο πριν από το θάνατό του, διέθεσε το 94% της τεράστιας περιουσίας του για να υλοποιηθεί αυτό που θεωρείται σήμερα η μεγαλύτερη τιμητική διάκριση στον κόσμο: Το Βραβείο Νόμπελ. Στη διαθήκη ορίζεται ότι «τα βραβεία θα δίνονταν κάθε χρόνο, σε όσους κατά τον προηγούμενο χρόνο θα είχαν προσφέρει τη μεγίστη ωφέλεια στην ανθρωπότητα» στους τομείς της φυσικής, της χημείας, της φυσιολογίας και ιατρικής, λογοτεχνίας και ειρήνης. Με την ίδια διαθήκη συστήθηκε το «Ίδρυμα Νόμπελ» (29 Ιουνίου 1900), που φροντίζει για τη σωστή εκπλήρωση των όρων της, σύμφωνα με τη βούληση του διαθέτη.
Τα πρώτα βραβεία Νόμπελ απονεμήθηκαν στις 10 Δεκεμβρίου 1901, την πέμπτη επέτειο από το θάνατο του Άλφρεντ Νόμπελ. Οι βραβευθέντες ήταν: ο γερμανός φυσικός Βίλχελμ Ρέντγκεν, Νόμπελ Φυσικής, για την ανακάλυψη των ακτίνων Χ, ο ολλανδός χημικός Γιάκομπους βαν’τ Χοφ, Χημείας, για την ανακάλυψη των νόμων της χημικής δυναμικής και ωσμωτικής πίεσης στα διαλύματα, ο γερμανός γιατρός Εμίλ φον Μπέρινγκ, Ιατρικής - Φυσιολογίας, για το έργο του που αφορούσε τη χρήση του ορού ως θεραπευτικού μέσου, ο γάλλος ποιητής Σιλί Πριντόμ, Λογοτεχνίας, ο Ελβετός έμπορος Ερρίκος Ντινάν και ο γάλλος ειρηνιστής Φρεντερίκ Πασί, που μοιράστηκαν το Νόμπελ Ειρήνης, για την ίδρυση του Ερυθρού Σταυρού ο πρώτος, και τους αγώνες του για την εμπέδωση της διεθνούς ειρήνης ο δεύτερος.
Οι γενικές αρχές που διέπουν την απονομή των βραβείων διατυπώθηκαν από τον ίδιο τον Νομπέλ στη διαθήκη του, ενώ το 1900 συμφωνήθηκε η θέσπιση συμπληρωματικών διατάξεων (ερμηνευτικών, διαχειριστικών και διοικητικών), μεταξύ του Ιδρύματος Νόμπελ και των στενών συγγενών του διαθέτη.
Σύμφωνα με τη διαθήκη, τα βραβεία φυσικής και χημείας απονέμονται από τη Βασιλική Σουηδική Ακαδημία Επιστημών, το βραβείο της φυσιολογίας - ιατρικής από το Ινστιτούτο Καρολίνσκα της Στοκχόλμης, το βραβείο της Λογοτεχνίας από τη Σουηδική Ακαδημία και το βραβείο της Ειρήνης από πενταμελή επιτροπή, η οποία εκλέγεται από τα νορβηγικά νομοθετικά σώματα («Στόρτινγκ»).
Ο Νομπέλ είχε εκφράσει «την επιτακτική επιθυμία κατά την απονομή των βραβείων να μη λαμβάνεται καθόλου υπόψιν η εθνικότητα των υποψηφίων, αλλά να απονέμεται το βραβείο στον καλύτερο, ανεξαρτήτως εάν είναι Σουηδός ή όχι». Το Ίδρυμα Νόμπελ δεν ασχολείται με την ανάδειξη των υποψηφιοτήτων, τις συζητήσεις και τις αποφάσεις των επιτροπών και γενικά με τη διαδικασία απονομής των βραβείων, αλλά φροντίζει μόνο το οικονομικό σκέλος του βραβείου και τη διοικητική υποστήριξη των αρμόδιων επιτροπών.
Ένα βραβείο είτε δίνεται ολόκληρο σ’ ένα μόνο πρόσωπο, είτε μοιράζεται σε δύο ή τρία πρόσωπα. Μπορεί να δοθεί βραβείο περισσότερες από μία φορές στο ίδιο πρόσωπο. Δεν είναι δυνατόν να προταθεί μεταθανάτια ένα πρόσωπο για βράβευση, αν όμως η πρόταση για βράβευσή του έγινε κανονικά (πριν από τον θάνατό του), η βράβευση μπορεί να γίνει μεταθανάτια.
Αν ο βραβευόμενος αποποιηθεί ή δεν παραλάβει το βραβείο του μέσα σε ορισμένη προθεσμία, το χρηματικό ποσό επιστρέφεται στο ίδρυμα. Έχουν σημειωθεί αποποιήσεις βραβείων Νόμπελ στην ιστορία τού θεσμού και, σε μερικές περιπτώσεις, οι κυβερνήσεις μερικών χωρών με ολοκληρωτικά ή αυταρχικά καθεστώτα, έχουν απαγορεύσει στον βραβευόμενο να δεχθεί το Βραβείο Νόμπελ. Παρ' όλ’ αυτά, ο βραβευόμενος καταχωρίζεται στη βίβλο των κατόχων Βραβείων Νόμπελ, με την παρατήρηση «δεν αποδέχθηκε το βραβείο».
Είναι δυνατόν να μην γίνει απονομή του βραβείου για μία χρονιά, αν δεν υπάρξει υποψήφιος άξιος βράβευσης σύμφωνα με το πνεύμα της διαθήκης του Νόμπελ ή αν η παγκόσμια κατάσταση εμποδίζει τη συγκέντρωση των απαραίτητων πληροφοριών κατά χώρα για τη λήψη απόφασης, όπως έχει συμβεί κατά τη διάρκεια των δύο παγκόσμιων πολέμων.
Οι απονομές των Νόμπελ Φυσικής, Χημείας και Ιατρικής είναι οι λιγότερο αμφιλεγόμενες, ενώ αντίθετα εκείνες της Λογοτεχνίας και της Ειρήνης, λόγω της φύσης των δύο αυτών τομέων, υπήρξαν σε μεγαλύτερο βαθμό αντικείμενο έντονων αντιπαραθέσεων και αμφισβητήσεων.
Η Ελλάδα, στην υπερεκατονταετή ιστορία του θεσμού, έχει κατακτήσει δύο Νόμπελ Λογοτεχνίας με τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη (1963) και τον ομότεχνό του Οδυσσέα Ελύτη (1979).
Οι δέκα πιο αμφιλεγόμενοι Νομπελίστες
Από την θέσπισή τους το 1901, οι επιλογές της επιτροπής για τα βραβεία Νόμπελ έχουν διχάσει επανειλημμένα την κοινή γνώμη. Τα βραβεία θεσπίστηκαν για να απονέμονται σε πρόσωπα που έχουν συνεισφέρει στον πολιτισμό, την επιστήμη και την κοινωνία. Ωστόσο πολλές φορές τα επιτεύγματα των νικητών δεν είχαν το απαιτούμενο «θετικό πρόσημο».
Εξάλλου και ο ίδιος ο εμπνευστής των βραβείων, ο Σουηδός χημικός και εφευρέτης Άλφρεντ Νομπέλ έμεινε στην ιστορία για την παρασκευή εκρηκτικών υλών, όπως της ζελατοδυναμίτιδας, οι οποίες αν και έφεραν επανάσταση στην εξορυκτική βιομηχανία και τις κατασκευές, αξιοποιήθηκαν και στον πόλεμο. Η Deutsche Welle συγκέντρωσε και παρουσίασε τις πιο αμφιλεγόμενες επιλογές στην ιστορία του θεσμού.
1. Λίπασμα, αλλά και χημικό όπλο
Μία από τις πιο αμφιλεγόμενες επιλογές για το βραβείο Νόμπελ ήταν ο Γερμανός επιστήμονας Φριτς Χάμπερ, ο οπoίος κέρδισε το βραβείο Χημείας το 1918 για τη μέθοδό του για τη σύνθεση της αμμωνίας, που οδήγησε στην εύκολη παραγωγή λιπασμάτων, αλλά και εκρηκτικών.
Όμως ο Φριτς Χάμπερ ήταν ευρύτερα γνωστός και ως ο «πατέρας του χημικού πολέμου» για τις έρευνές του και την ανάπτυξη τοξικών αερίων κυρίως με βάση το χλώριο, τα οποία και χρησιμοποιήθηκαν ευρέως κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
2. Θανατηφόρα ανακάλυψη
Ένας ακόμη Γερμανός επιστήμονας, ο Ότο Χαν, κέρδισε το βραβείο Νόμπελ Χημείας το 1945 για την ανακάλυψη της σχάσης βαρέων πυρήνων. Αν και ο ίδιος ποτέ δεν εργάστηκε πάνω στην στρατιωτική εφαρμογή της ανακάλυψής του, και μάλιστα αντιτάχθηκε στην ανάπτυξη των πυρηνικών όπλων, η ανακάλυψή του οδήγησε άμεσα στην κατασκευή της πυρηνικής βόμβας. Η επιτροπή των βραβείων Νόμπελ ήθελε να βραβεύσει τον Χαν το 1940. Ωστόσο ο «πατέρας της πυρηνικής χημείας» έλαβε το βραβείο το 1945, λίγους μήνες μετά την ρίψη των πυρηνικών βομβών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι.
3. Η ανακάλυψη που... απαγορεύτηκε
Ο Πολ Χέρμαν Μύλερ ήταν ο άνθρωπος που ανακάλυψε πως το DDT μπορούσε να σκοτώσει τα έντομα που μεταδίδουν ασθένειες όπως η ελονοσία. Για την ανακάλυψή του αυτή τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ ιατρικής το 1948.
Το φυτοφάρμακο DDT χρησιμοποιήθηκε ευρέως κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και μετά σώζοντας εκατομμύρια ζωές. Ωστόσο χρόνια αργότερα οι περιβαλλοντολόγοι ανακάλυψαν πως το DDT αποτελεί μια σημαντική απειλή για την ανθρώπινη υγεία αλλά και για τα ζώα. Σήμερα η γεωργική χρήση του φυτοφάρμακου έχει απαγορευτεί παγκοσμίως.
4. Η βράβευση που ενόχλησε τους Ναζί
Το Νόμπελ Ειρήνης είναι ίσως αυτό που έχει συγκεντρώσει τις περισσότερες αντιδράσεις διαχρονικά. Το 1935 ο Γερμανός ριζοσπάστης ειρηνιστής Καρλ φον Οσιέτσκι τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ για τις αποκαλύψεις του σχετικά με τον επανεξοπλισμό της ναζιστικής Γερμανίας και την παραβίαση της Συνθήκης των Βερσαλλιών από τους Ναζί. Στη Γερμανία κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία. Ο Καρλ φον Οσιέτσκι βραβεύτηκε με το Νόμπελ Ειρήνης, ενώ ο Χίτλερ κατηγόρησε την Επιτροπή των Βραβείων για παρέμβαση στα εσωτερικά της χώρας.
5. Βραβείο Ειρήνης για έναν πόλεμο
Η απόφαση της Επιτροπής το 1973 να δώσει το Νόμπελ Ειρήνης στον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ αλλά και στον ηγέτη του Βόρειου Βιετνάμ Λε Ντουκ Θο είχε προκαλέσει πολύ έντονες αντιδράσεις.
Δύο μέλη της Επιτροπής παραιτήθηκαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Η Επιτροπή αναφερόταν στις «προσπάθειες των δύο προσώπων για την επίτευξη κατάπαυσης του πυρός στον πόλεμο του Βιετνάμ». Ο Θο αρνήθηκε το βραβείο, ενώ ο Κίσινγκερ έστειλε έναν εκπρόσωπό του να το παραλάβει. Ο πόλεμος συνεχίστηκε για ακόμη δύο χρόνια.
6. Νεοφιλελεύθερος και δικτάτορας
Ο οικονομολόγος, φανατικός υπέρμαχος της ελεύθερης αγοράς, Μίλτον Φρίντμαν υπήρξε ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα πρόσωπα που έχουν κερδίσει το βραβείο Νόμπελ Οικονομίας. Ο Φρίντμαν βραβεύτηκε το 1976 για το έργο γεγονός που προκάλεσε μια θύελλα διαμαρτυριών διεθνώς, καθώς εκτός των άλλων, ο Αμερικανός οικονομολόγος, επικεφαλής της Σχολής του Σικάγο, ένα χρόνο νωρίτερα είχε επισκεφτεί τον δικτάτορα της Χιλής Αουγκούστο Πινοσέτ. Πολλοί τότε επισήμαναν πως οι θεωρίες του Φρίντμαν είχαν εμπνεύσει ένα καθεστώς που βασάνιζε και δολοφονούσε χιλιάδες πολίτες.
7. Πρόωρη αναγνώριση
Έκπληξη προκάλεσε σε πολλούς το Νόμπελ Ειρήνης που δόθηκε το 2009 στον Μπαράκ Ομπάμα, μεταξύ αυτών και στον ίδιο τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Ο Ομπάμα βρισκόταν λιγότερο από ένα χρόνο στον προεδρικό θώκο, ωστόσο τιμήθηκε «για τις εξαιρετικές του προσπάθειες στην ενίσχυση της διεθνούς διπλωματίας και της συνεργασίας των λαών». Πολλοί είχαν επισημάνει τότε πως η αξιολόγηση του έργου του Μπαράκ Ομπάμα ήταν αρκετά πρόωρη και βραβεύτηκε πριν καταγραφεί η επίδρασή του.
8. Μεταθανάτια βράβευση
Το 2011, το βραβείο Νόμπελ πήγε στους Τζούλς Χόφμαν, Μπρους Μπιατλερ και Ραλφ Στάινμαν για την ανακάλυψη ενός νέου κυττάρου του ανοσοποιητικού συστήματος. Το πρόβλημα προέκυψε από το γεγονός πως ο Στάινμαν είχε πεθάνει από καρκίνο μερικές ημέρες νωρίτερα. Σύμφωνα με τους κανονισμούς, δεν μπορεί κάποιος να βραβευτεί μετά τον θάνατό του. Όπως η Επιτροπή αποφάσισε να δώσει το βραβείο στον Στάινμαν λέγοντας πως... δεν είχε γνώση του θανάτου όταν ελήφθη η απόφαση.
9. «Πλασματικά» απομνημονεύματα
Η ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των αυτοχθόνων της Κεντρικής και Λατινικής Αμερικής Ριγκομπέρτα Μεντσού κέρδισε το Νόμπελ Ειρήνης το 1992 για το έργο της για την κοινωνική δικαιοσύνη και την εθνοπολιτισμική συμφιλίωση. Αργότερα προκλήθηκε διαμάχη καθώς μέρος των απομνημονευμάτων της φέρονται να ήταν «πλασματικό». Παρ' όλα αυτά πολλοί επισήμαναν πως η Ριγκομπέρτα Μεντσού άξιζε το βραβείο για τη δράση της.
10. Η μεγαλύτερη «παράλειψη»
Τα βραβεία Νόμπελ έχουν προκαλέσει αντιδράσεις όχι μόνο για αυτούς που βραβεύτηκαν αλλά και για αυτούς που παρά το σπουδαίο τους έργο δεν βραβεύτηκαν ποτέ. Μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις ήταν αυτή του Μαχάτμα Γκάντι.
Η εμβληματική φυσιογνωμία του κινήματος για την ανεξαρτησία της Ινδίας και εμπνευστής της μη βίας ήταν υποψήφιος για βραβείο Νόμπελ πέντε φορές, όμως ποτέ δεν το κέρδισε. Το 2006 ο Γκιρ Λουντεσταντ από την Επιτροπή των βραβείων Νόμπελ δήλωσε:
«Η μεγαλύτερη παράλειψη στα 106 χρόνια ιστορίας του θεσμού είναι αναμφίβολα το γεγονός πως ο Μαχάτμα Γκάντι δεν έλαβε ποτέ το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης».