ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Οι διάσημες θεωρίες συνωμοσίας της ποπ μουσικής στην εποχή της «αντικουλτούρας»

Οι διάσημες θεωρίες συνωμοσίας της ποπ μουσικής στην εποχή της «αντικουλτούρας»

O Bob Dylan το 1969.

AP

Στη δεκαετία του 1960 και 1970, η πολιτική αναταραχή, η πολιτισμική επανάσταση και η ολοένα αυξανόμενη αμφισβήτηση του κατεστημένου οδήγησαν στην εμφάνιση μιας σειράς παράξενων και συχνά σκοτεινών θεωριών συνωμοσίας γύρω από διάσημους μουσικούς της εποχής.

Από τον «Θάνατο του Πολ ΜακΚάρτνεϊ» μέχρι τις φήμες γύρω από τον Μπομπ Ντίλαν και τον Τζιμ Μόρισον, η ποπ κουλτούρα της εποχής γέννησε μια ολόκληρη σειρά από θεωρίες που συνδύαζαν μυθοπλασία, πολιτική ένταση και τη σύγκρουση ανάμεσα στη μουσική αντικουλτούρα και το κατεστημένο.

Η κατανόηση αυτών των θεωριών συνωμοσίας απαιτεί την αναγνώριση του πολιτικού και κοινωνικού πλαισίου της εποχής. Για πρώτη φορά στην ιστορία, μουσικοί, όπως οι Beatles, ο Μπομπ Ντίλαν και ο Τζιμ Μόρισον, έγιναν προσωπικότητες με τόσο μεγάλη επιρροή ώστε να θεωρηθούν απειλές για το κατεστημένο. Οι καλλιτέχνες αυτοί, πέρα από τη μουσική τους, ήταν και πολιτικοί ριζοσπάστες, εκφράζοντας αντισυστημικά μηνύματα και αμφισβητώντας τις παραδοσιακές αξίες της αμερικανικής κοινωνίας. Έχοντας αφοσιωμένο κοινό και πρόσβαση σε ένα τεράστιο ακροατήριο, οι φωνές τους δεν περνούσαν απαρατήρητες.

Αυτή η δυναμική δημιούργησε το κατάλληλο έδαφος για την εξάπλωση θεωριών συνωμοσίας. Ο «θάνατος» του Πολ ΜακΚάρτνεϊ το 1966 φέρεται να ήταν το πρώτο μεγάλο επεισόδιο που πυροδότησε τη φρενίτιδα των «θανατηφόρων» θεωριών. Σύμφωνα με τη φήμη, ο ΜακΚάρτνεϊ είχε πεθάνει σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και είχε αντικατασταθεί από έναν σωσία με το όνομα Μπίλι Σίαρς. Αυτή η θεωρία εξαπλώθηκε με τέτοια ταχύτητα που απέκτησε σχεδόν θρησκευτική σημασία για τους θαυμαστές των Beatles, με «αποδείξεις» να αναδύονται μέσα από τα εξώφυλλα των δίσκων και τους στίχους των τραγουδιών.

Την ίδια περίοδο, οι φήμες για τον Μπομπ Ντίλαν ανέφεραν ότι ο διάσημος τραγουδιστής είχε πεθάνει μετά από ένα σοβαρό ατύχημα με τη μοτοσικλέτα του το 1966. Το γεγονός ότι αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή για αρκετό καιρό ενίσχυσε τις υποψίες των θαυμαστών, οι οποίοι πίστευαν ότι η «επιστροφή» του Ντίλαν ήταν στην πραγματικότητα η επιστροφή ενός άλλου ανθρώπου, ενός που τον αντικατέστησε.

Αντίστοιχα, ο θάνατος του Τζιμ Μόρισον το 1971 συνοδεύτηκε από μυριάδες θεωρίες που μιλούσαν για τη μυστηριώδη φύση του, με ορισμένους να πιστεύουν ότι ο Μόρισον δεν είχε πεθάνει ποτέ και ότι η «εκτός σκηνής» ζωή του ήταν απλώς μέρος ενός σχεδίου για να εκμεταλλευτεί τη φήμη του.

Όλες αυτές οι θεωρίες ήταν προϊόν ενός κλίματος που χαρακτηριζόταν από πολιτική αναταραχή, κοινωνική αμφισβήτηση και την αναγνώριση ότι οι καλλιτέχνες της εποχής ήταν πιο απόμακροι και ανεξάρτητοι από τους προηγούμενους, εξίσου σημαντικούς, καλλιτέχνες, όπως ο Γούντι Γκάρθρι ή η Μπίλι Χόλιντεϊ. Αυτοί οι τελευταίοι, παρότι είχαν πολιτικές αντιφάσεις και επικρίσεις του κατεστημένου, δεν ήταν αναγνωρισμένοι ως πραγματικές απειλές. Αντίθετα, οι μουσικοί των 60s και 70s, όπως οι Ντίλαν και ΜακΚάρτνεϊ, ήταν αντισυστημικοί με απήχηση σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και είχαν πολιτική επιρροή που επηρέαζε τη νεολαία.

Η πολιτική κατάσταση της εποχής, με τη διακυβέρνηση Ρίγκαν και τις δραστηριότητες της CIA και του FBI, συνέτειναν στην αίσθηση ότι οι καλλιτέχνες αυτοί ήταν «στο στόχαστρο» και, για ορισμένους, η φήμη του καλλιτέχνη και οι φωνές του για αλλαγή, ίσως ήταν πολύ επικίνδυνες για να επιβιώσουν. Οι κυβερνητικοί φορείς έβλεπαν με ανησυχία αυτή την εναλλακτική κουλτούρα, κατασκοπεύοντας και καταδιώκοντας προσωπικότητες όπως ο Τζον Λένον, του οποίου ο φάκελος παρακολουθήθηκε από το FBI, ή τον Φιλ Όκς, του οποίου η παράνοια για τους πληροφοριοδότες τον οδήγησε τελικά στην αυτοκτονία.

Ο κόσμος των θεωριών συνωμοσίας της εποχής δεν περιοριζόταν σε περίεργες φήμες και μύθους. Αντίθετα, ήταν ενταγμένος σε έναν ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό διάλογο που αφορούσε τη θέση της κουλτούρας της αριστεράς και την αντίδραση του κατεστημένου σε αυτήν. Οι θεωρίες για τον θάνατο των σταρ και τις «αντικαταστάσεις» τους συνέβαλαν στην ανατροπή του τρόπου που το κοινό έβλεπε τη μουσική βιομηχανία και την πολιτική αντίσταση, καθιστώντας την αντικείμενο παρανοϊκής και πολιτικής ερμηνείας.