Πώς ένα από τα πιο διάσημα μυθιστορήματα όλων των εποχών σώθηκε από τα σκουπίδια
Το χειρόγραφο του «Άρχοντα των Μυγών», το βραβευμένο με Νόμπελ Λογοτεχνίας μυθιστόρημα του βρετανού συγγραφέα Ουίλιαμ Γκόλντινγκ, σώθηκε παρά τρίχα από τα σκουπίδια ενός εκδοτικού οίκου.
Το έργο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στις 17 Σεπτεμβρίου 1954 και πλέον αναγνωρίζεται ως κλασικό. Το In History εξέτασε πώς η ιστορία του Γκόλντινγκ για τους μαθητές και την κάθοδό τους στη βαρβαρότητα γλίτωσε από τη λήθη.
«Γράψε ό,τι ξέρεις» είναι μια συμβουλή που δίνεται συχνά σε επίδοξους συγγραφείς και ο «Άρχοντας των Μυγών» είναι ένα θεαματικό παράδειγμα του πώς τα κλισέ μπορούν ακόμα να περιέχουν βασικές αλήθειες.
Ένας δάσκαλος σε ένα σχολείο αρρένων που είχε δει από πρώτο χέρι την απανθρωπιά του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ουίλιαμ Γκόλντινγκ συμπύκνωσε αυτή τη γνώση και την εμπειρία στο ντεμπούτο του μυθιστόρημα, μια φαινομενικά απλή ιστορία ναυαγών αγοριών σε ένα έρημο νησί.
Η εμπειρία του Γκόλντινγκ από τον πόλεμο του έδωσε μια βαθιά αίσθηση της ικανότητας του ανθρώπου για το κακό και μια απογοήτευση από την ιδεαλιστική πολιτική της πρώιμης ζωής του. «Ο Άρχοντας των Μυγών» ήταν η προειδοποίησή του ότι ο ναζισμός που κατέκλυσε τη Γερμανία τη δεκαετία του 1930 θα μπορούσε να συμβεί σε οποιαδήποτε πολιτισμένη χώρα.
Ο Γκόλντινγκ κόντευε να κλείσει τα 43 όταν πρωτοκυκλοφόρησε «Ο Άρχοντας των Μυγών». Η μεγάλη του ιδέα ήταν μια μοχθηρή αναπαράσταση του 20ου αιώνα του «The Coral Island», της ιστορίας του RM Ballantyne του 1857.
Μεγάλο μέρος του αρχικού του σχεδίου ήταν ένα χειρόγραφο σε τετράδια ασκήσεων. Δούλευε το μυθιστόρημα στα μαθήματα του ως καθηγητής, ενώ οι μαθητές του ασχολούνταν με τα σχολικά τους βιβλία. Μερικοί από αυτούς είχαν την αποστολή να μετρήσουν τον αριθμό των λέξεων που περιείχε κάθε σελίδα.
Όταν ο Γκόλντινγκ αποφάσισε να το στείλει προς έκδοση, έλαβε πολλές απορριπτικές απαντήσεις.
Το 1953, ο Γκόλντινγκ έστειλε το μυθιστόρημά του σε εννέα εκδότες αλλά όλοι τους το απέρριψαν. Απτόητος, πήγε το χειρόγραφό του στη εκδοτική «Faber and Faber», μια από τις πιο διάσημες εταιρείες του Λονδίνου. Εκεί το παρέλαβε ο Charles Monteith, ένας άπειρος εργαζόμενος που είχε δουλέψει στον εκδοτικό οίκο για λίγους μόνο μήνες.
Ένας από τους επαγγελματίες αναγνώστες του εκδοτικού οίκου είχε απορρίψει το έργο ως «παράλογο και χωρίς ενδιαφέρον», ενώ σε σχόλιό του έγραψε: «Σκουπίδια. Ασαφές και χωρίς νόημα».
Ευτυχώς για τον Γκόλντινγκ, ο Monteith έδωσε στο βιβλίο μια δεύτερη ευκαιρία και αποφάσισε να το σώσει από τη λήθη, όταν ο ίδιος μπήκε στον κόπο να το διαβάσει. Είπε: «Έριξα μια ματιά και πρέπει να πω ότι δεν με τράβηξε καθόλου η αρχή του, αλλά τελικά συνέχισα και με κράτησε. Και από εκεί και πέρα, είπα "πρέπει να το πάρουμε αυτό σοβαρά"».
Έπεισε τους Faber and Faber να εκδώσουν το βιβλίο, αλλά ο Γκόλντινγκ έπρεπε πρώτα να κάνει κάποιες σημαντικές αλλαγές στο κείμενο. Επίσης, έπρεπε να φύγει ο αρχικός του τίτλος, «Strangers from Within». Σύμφωνα με τον βιογράφο του Γκόλντινγκ, καθηγητή Τζον Κάρεϊ, το αρχικό χειρόγραφο ήταν ένα θρησκευτικό μυθιστόρημα που ήταν «πολύ διαφορετικό από τον "Άρχοντα των Μυγών" που έχουν διαβάσει οι περισσότεροι».
Αν και «Ο Άρχοντας των Μυγών» έγινε μεγάλη επιτυχία, μόνο μετά τη δημοσίευση της αμερικανικής έκδοσης, και ιδιαίτερα του χαρτόδετου το 1959, ο Γκόλντινγκ έγινε διάσημος συγγραφέας και άρχισε να κερδίζει μεγάλα ποσά σε δικαιώματα. Η επιτυχία τού επέτρεψε να εγκαταλείψει τη δουλειά του ως καθηγητής και να γίνει συγγραφέας πλήρους απασχόλησης.
Και κάπως έτσι είμαστε σε θέση να απολαμβάνουμε σήμερα ένα από τα πιο σημαντικά μυθιστορήματα του 20ου αιώνα, μάλλον από καθαρή τύχη.
Με πληροφορίες από: 'Rubbish and dull. Pointless': How Lord of the Flies was rescued from the reject pile