Bookreads: Το «Ντεσιμπελόμετρο» κινείται «υπόπτως» μεταξύ autofiction, νουάρ και δοκιμίου
H νέα νουβέλα του Στέλιου Παπαγρηγορίου κινείται «υπόπτως» μεταξύ autofiction, νουάρ και δοκιμίου. Η αφήγηση ακολουθεί τον κεντρικό χαρακτήρα ο οποίος, αδυνατώντας να κατανοήσει τον βιωμένο κόσμο, στρέφεται ενστικτωδώς εντός του, ανακαλύπτοντας εκεί έναν θόρυβο που γιγαντώνεται επικίνδυνα.
Παράλληλα η αφήγηση ερευνά – ως ένας αυτόκλητος ηχητικός ντετέκτιβ - την πηγή ενός μυστήριου βουητού που μοιάζει να βγαίνει από τα ίδια τα σωθικά της Αττικής. Κοιτώντας μέσα και πέρα από το ιδιαιτέρως διάφανο κέλυφος του χαρακτήρα, γινόμαστε ακούσιοι μάρτυρες του χαοτικού ρυθμού και της καταιγιστικής εναλλαγής των αισθήσεων του αστικού πλάσματος που παλεύει να επιβιώσει.
Το βιβλίο ξεκίνησε σαν μία δοκιμή για τον ήχο γραμμένη σε «βινιέτες», ως μία λοξή χαρτογράφηση του Αττικού θορύβου. Το κείμενο όμως μεταλλάχθηκε βαθμηδόν σε ένα οριακό είδος λογοτεχνίας το οποίο ο συγγραφέας το ονομάζει «ψευδο-νουάρ», κινούμενο καθώς είναι στις σκιές για να σωθεί από την αποσιώπηση της καθημερινότητας. Ένας περιθωριοποιημένος δημοσιογράφος και μουσικός πασχίζει να καλύψει την εμβοή στο αυτί του με τον τεχνητό θόρυβο των synthesizers που απλώνονται σαν μικροσκοπικά τεθωρακισμένα πάνω στο γραφείο.
Κατά καιρούς δυνατοί κρότοι αναδιπλώνονται στ’ αντιστηρίγματα των κτιρίων. Πυροτεχνήματα στον αέρα της νύχτας, σπασμένες εξατμίσεις, μπάζα που πέφτουν από τις ταράτσες, απορριμματοφόρα που γεμίζουν την κοιλιά τους, οχήματα που συγκρούονται, κομπρεσέρ που ανακαινίζουν, σκάβοντας τις αποστραγγισμένες φλέβες των πολυκατοικιών της δεκαετίας του '50.
Ο αφηγητής μετουσιώνει την παθογένεια του σε μία λανθάνουσα υπερδύναμη. Οι γιατροί του συνιστούν θεραπεία με κορτιζόνη κι άλλα αντιφλεγμονώδη σκευάσματα. Bρίσκεται όμως διαρκώς μεταξύ καταστάσεων, πραγμάτων, αισθημάτων, εμμονών, ακόμη κι εποχών. Μπορεί μόνο να υπάρχει «ενδιάμεσα». Αναζητά απεγνωσμένα την καθαρότητα, παρασύρεται και βουλοπλέει όμως διαρκώς εντός της κάθε λογής τύρβης, εσωτερικής ή εξωτερικής. Οι ασθένειες μας χαρακτηρίζουν περισσότερο από την υγεία μας. Η ζωή συνήθως είναι μία σωματική και πνευματική ταλαιπωρία.
Ο αφηγητής πάσχει πιθανότατα από έναν άτυπο αυτισμό που είναι δύσκολο να διαγνωστεί, τον απαλείφει όμως προς στιγμήν με τον θόρυβο των ηχητικών μηχανημάτων. Ο πόνος είναι ένας ακατάπαυστος βόμβος. Βόμβος είναι και η απόλαυση. Όταν παύσει προς στιγμήν εκείνος μετεωρίζεται, νιώθει αμηχανία και τότε είναι που ψάχνει ένα νέο είδος πόνου, ένα είδος που ακόμη δεν έχει εφευρεθεί. Η θεραπεία για τον πόνο ξεναγεί τον αναγνώστη στην απελπιστικά σκληρή πραγματικότητα της Αθήνας, μία πορεία που αναπόφευκτα καταλήγει στο αστυνομικό τμήμα Ομονοίας.
Η νουβέλα γεννιέται, εξελίσσεται και περιπλέκεται με τη μορφή της «βινιέτας», κατακερματισμένη καθώς είναι σε θραύσματα. Ο πρωταγωνιστής φωλιάζει εντός των παλαιών πολυκατοικιών και σπάει τα πόδια του πάνω στα φαγωμένα μαρμάρινα κατώφλια.
Ο αναγνώστης από την άλλη, σαν σκιά, παρακολουθεί διαρκώς τον «ήρωα» καθώς εκείνος ξεπαγιάζει σε σοκάκια απάτητα, σε απόσταση αναπνοής από τα δάχτυλα του, αναριγώντας αιωνίως, παραλλήλως των κεντρικών οδικών αρτηριών, μαρτυρώντας τελικά την ύπαρξη μιας υπόγειας πόλης.
Με κίνητρο την θεραπεία του πόνου, η νουβέλα ξεναγεί τον αναγνώστη στην απελπιστικά σκληρή πραγματικότητα της Αθήνας, μία πορεία εντροπίας που αναπόφευκτα καταλήγει σε σπασμωδικά αντανακλαστικά, ειδεχθείς πράξεις και αστυνομικά τμήματα.
Εσείς τον ακούτε αυτόν το θόρυβο ή μόνο εγώ τον ακούω;