Πώς επιλέγονται οι παραστάσεις που παίζονται στην Επίδαυρο
Ανανεώθηκε:
Η παράσταση «Σφήκες» της Λένας Κιτσοπούλου στην Επίδαυρο το περασμένο Σαββατοκύριακο άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση στα κοινωνικά δίκτυα και όχι μόνο: ποιες είναι οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί ένα θεατρικό έργο, μία παράσταση για να μπορεί να σταθεί αξιοκρατικά στον ιερό χώρο της Επιδαύρου; Και ποια είναι τα όρια της διασκευής;
Κάποια έργα σοκάρουν το κοινό και οι αντιδράσεις είναι πολλές.
Οι απόψεις διίστανται.
Κάποιοι λένε πως βεβηλώνεται ο ιερός χώρος του θεάτρου, άλλοι πως επειδή παρευρίσκονται και παιδιά, ίσως να είναι παρατραβηγμένο όλο αυτό με τις βωμολοχίες, κάτι που δεν ταιριάζει στον χώρο αυτό.
Άσχετα με το ποιος έχει δίκιο ή άδικο, το ερώτημα που γεννάται είναι πώς ένα θεατρικό έργο παίρνει το «πράσινο φως» από το Εθνικό Θέατρο και την Επίδαυρο έτσι ώστε τελικά να παιχτεί μπροστά στους θεατές.
Ποιος ή ποιοι αποφασίζουν εάν η καλλιτεχνική ματιά ενός σκηνοθέτη, πολλοί εκ των οποίων ενσωματώνουν απροσδόκητα στοιχεία στις αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες, είναι «συμβατή» με την Επίδαυρο.
Ποια είναι όμως τα βασικά κριτήρια για να παίξει ένα έργο στο σπουδαίο αυτό αρχαίο θέατρο;
Ένα εξ' αυτών είναι η καλλιτεχνική ακεραιότητα των παραγωγών, σκηνοθετών και ηθοποιών που συμμετέχουν, κάτι που όμως αλλάζει τελικά κάθε φορά που βρίσκεται κάποιος άλλος στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή.
Ουσιαστικά τα έργα επιλέγονται από μία επιτροπή, η οποία αποτελείται από καλλιτέχνες και ανθρώπους του θεάτρου και των γραμμάτων.
Συνήθως υπάρχουν διάφορες επιτροπές, οι οποίες αποτελούνται από άλλους καλλιτέχνες που αξιολογούν αν μία παράσταση θα μπει στην Επίδαυρο ή όχι.
Αυτό όμως δεν συμβαίνει με όλες τις παραστάσεις.
Αν για παράδειγμα ένας θίασος και μία παραγωγή έχει συμβόλαιο με το Εθνικό Θέατρο, τότε είναι πιο εύκολο να παιχτεί στην Επίδαυρο, χωρίς να χρειαστεί να περάσει από κάποια ανάλογη επιτροπή.
Το να έχει κανείς συμβόλαιο με το Εθνικό Θέατρο λοιπόν, σαν θίασος ή εταιρεία παραγωγής, είναι κάτι που φυσικά δίνει ένα παραπάνω ατού στην παράσταση, μία παραπάνω ευκαιρία.
Ένας άλλος τρόπος επιλογής είναι τα λεγόμενα open calls που κατά καιρούς δημοσιεύει το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, στα οποία μία οποιαδήποτε εταιρεία παραγωγής ή θίασος μπορεί να αιτηθεί για να ανεβάσει το έργο της στο αρχαίο θέατρο.
Κι εκεί όμως θα περάσει από μία επιτροπή η οποία θα αξιολογήσει με καλλιτεχνικά κριτήρια αν η παράσταση αυτή μπορεί να παιχτεί στην Επίδαυρο.
Αυτό σημαίνει πως το βάρος, στην συγκεκριμένη περίπτωση των open calls, πέφτει στις εκάστοτε επιτροπές οι οποίες πρέπει να κρίνουν, σύμφωνα με τα δεδομένα της Επιδαύρου και του Φεστιβάλ Αθηνών, ποιος θα ανεβάσει έργο στο αρχαίο θέατρο.
Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, πως όταν ένας θίασος ή εταιρεία παραγωγής έχει συμβόλαιο με το Εθνικό Θέατρο, τότε ο δημιουργός, σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του κάθε θιάσου έχει την ευθύνη να παρουσιάσει ένα έργο αντάξιο του αρχαίου θεάτρου.
Πέρα όμως από τους κανόνες του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, αν κρίνουμε από την ελευθερία που δίδεται στους δημιουργούς, τότε είναι αδύνατον να πούμε πως οι προϋποθέσεις που ισχύουν είναι ίδιες για όλους, κι αυτό γιατί πολλές φορές ανάλογα με την εμπορικότητα ή την διασημότητα του κάθε δημιουργού οι κανονισμοί και οι προϋποθέσεις μεταβάλλονται.
Είναι αυτό όμως κάτι σωστό; Είναι αυτό λογικό να συμβαίνει;
Οπότε εδώ τίθεται μάλλον το ζήτημα του αν κανείς είναι χρόνια στο χώρο του θεάτρου, έχει κάποιο δυνατό συμβόλαιο με το Εθνικό Θέατρο, πουλάει εισιτήρια και μπορεί να φέρει πολύ κόσμο σε μία παράσταση.
Από τη μία αυτό είναι σίγουρα λογικό να συμβαίνει -άσχετα με το εάν είναι σωστό ή όχι- μιας και όπως είπαμε οι προϋποθέσεις αλλάζουν ανάλογα με τον καλλιτέχνη, την εμπειρία του και τις διασυνδέσεις του, σύμφωνα πάντα με τις πληροφορίες μας.
Οπότε μάλλον δεν θα πρέπει να μιλάμε καν για «προϋποθέσεις» αλλά απλά...για «θέσεις».
Δεν ξέρουμε αν οι αρχαίοι δραματουργοί αντιμετώπιζαν ανάλογα προβλήματα ήθους ή κανονισμών στην Επίδαυρο, σίγουρα όμως πολλά από τα έργα τότε κατακρίθηκαν από πολλούς, κάτι που είναι φυσικό μάλλον να συμβαίνει στο κάθε είδους τέχνης όταν «ακουμπάει» ευαίσθητα ζητήματα.
Δυστυχώς ή ευτυχώς όμως τα ευαίσθητα ζητήματα αλλάζουν με τις εποχές κι έτσι μπορεί τελικά κάποιες από τις αντιδράσεις να είναι αναπόφευκτες.
Το πρόβλημα όμως είναι το εξής: αν μιλάμε για θέματα που μόνο μας εξυψώνουν τότε το ιερό μέρος δεν καταπατείται, αν όμως μιλήσουμε για τον βούρκο που μας περιβάλλει, τότε αυτομάτως ο ιερός χώρος βεβηλώνεται, κάτι που φυσικά είναι οξύμωρο μιας και η αρχική ιδέα του αρχαίου θεάτρου ήταν εξ αρχής να λέει την αλήθεια των ανθρώπων και της κοινωνίας στην οποία ζουν.
Από την άλλη όμως έχουμε και το θέμα του αρχαίου μνημείου, της αξίας του και της ιστορική του μνήμης η οποία πρέπει να διατηρηθεί πάση θυσία. Εδώ έχουμε λοιπόν μία αντίθεση.
Αν σκεφτούμε με ψυχραιμία, τελικά όλα πέφτουν στη ζυγαριά του γούστου μας όσο αφορά τις θεατρικές διασκευές, κάποια πράγματα μας αρέσουν και κάποια άλλα πράγματα όχι, αυτό είναι όμως κάτι φυσικό να συμβαίνει, πρέπει σίγουρα να δεχόμαστε όλες τις μορφές της τέχνης, είτε αυτή μας εξυψώνει είτε μας ρίχνει στο βούρκο για να δούμε την αλήθεια.
Άλλωστε ο καθένας είναι ελεύθερος να πάει σε όποια παράσταση επιθυμεί και φύγει όποια ώρα επιθυμεί. Χρειάζεται όμως και μία προσοχή όταν πρόκειται για αρχαία μνημεία και σύμβολα όσο είναι η Επίδαυρος.
Εκεί ίσως χρειάζεται να υπάρχουν κάποιοι περιορισμοί, όπως άλλωστε συμβαίνει και στα μουσεία.
Πέρα όμως από το προσωπικό μας γούστο, την εποχή ή τα προβλήματα της εκάστοτε κοινωνίας, το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου είναι ένας χώρος ιερός για τους Έλληνες και έτσι μάλλον θα πρέπει να είμαστε λιγάκι πιο προσεκτικοί στο τι παίζεται εκεί, δεν είμαστε σε καμία περίπτωση κατά του πειραματικού θεάτρου, αλλά σίγουρα υπάρχουν χώροι κατάλληλοι πιο κατάλληλοι γι' αυτό το είδος.