Bookreads: O Guido Morselli εξαφανίζει την ανθρωπότητα για να βρει τον εαυτό του
Ανανεώθηκε:
Έγραψε το “Dissipatio H.G.” τη χρονιά που έβαλε τέλος στη ζωή του.
Θυμίζει όντως έντονα τους Μαύρους Καθρέπτες του Arno Schmit, όπως είπε ένας φίλος. Σκηνικό ελαφρώς δυστοπικό, λίγο sci-fi, αρκετά υπαρξιακό, σε στιγμές όμως, όπως ακριβώς με τους Μαύρους Καθρέπτες, τόσο αυτοαναφορικό που λίγο κουράζει. Από την άλλη όμως το “Dissipatio H.G.” είναι ένα βιβλίο που θέλει σκάψιμο, δεν σου δίνεται εύκολα, πρέπει να το ξεψαχνίζεις, να πετάξεις το περιττό του λίπος και να ανακαλύψεις την ιδέα πίσω από τον θόρυβο του. Από πάντα τα υπαρξιακά sci-fi δεν ήταν αναγνώσματα εύκολα, έπρεπε κανείς να μοχθήσει για να τα καθηλώσει, η λογοτεχνία αυτή είναι φτιαγμένη για την ταλαιπωρία.
Γραμμένο λίγους μήνες πριν από τον τραγικό χαμό του, το Dissipatio H.G. (Humani Generis) είναι το πιο προσωπικό, μύχιο μυθιστόρημα του Morselli. Φέρνει στον νου μια εξομολόγηση που ισοδυναμεί με συνειδητή χειρονομία αποχαιρετισμού. Ένας άνδρας υποχόνδριος, ανθρωποφοβικός, αποφασίζει να πνιγεί σε μια λιμνούλα στη σπηλιά του βουνού. Από μόνη της η πλοκή ξετυλίγεται πολύ αργά, σαν παλιός πάπυρος που δείχνει το μέλλον. Το στυλ γραφής του Morselli είναι έξυπνο, ντελικάτο, παιγνιώδες. Αυτό σε αρπάζει, θέλεις να διαβάζεις κι άλλο, αδημονείς όμως και για την “μεγάλη φωνή”, το γνωμικό, την αλήθεια του χαρακτήρα. Η αφήγηση δεν σου χαρίζεται, πρέπει να κάνεις υπομονή.
Την τελευταία στιγμή ο πρωταγωνιστής δεν αυτοκτονεί, αλλάζει γνώμη και γυρίζει πίσω. Το ανθρώπινο είδος, ακριβώς σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα, εξαφανίστηκε, εξατμίστηκε. Παραδόξως, η ανθρωπότητα εκπροσωπείται τώρα από ένα άτομο που ετοιμαζόταν να την εγκαταλείψει. Το σχήμα είναι έξυπνο, δεν παύει όμως να σε βασανίζει σε στιγμές με τη “μικρή φωνή” του, τις αυτοαναφορές του που τελικά δεν συγκολλούνται πουθενά, αυτό όμως το είδος λογοτεχνίας εκ γενετής είναι έτσι, στρυφνό και απαισιόδοξο, κακομαθημένο, ζητάει από τον αναγνώστη πάντα κάτι που το ίδιο δεν θα δώσει ποτέ σε αυτόν.
Με φόντο την απόλυτη μοναξιά και τη σιωπή που διακόπτεται μονάχα από ήχους ζώων ή το βουητό των μηχανών που συνεχίζουν να λειτουργούν, ο πρωταγωνιστής ψάχνει για κάποιον άλλο επιζώντα. Μια ανήκουστη συλλογική τουριστική μετανάστευση ή μήπως η ανθρωπότητα "αγγελοποιήθηκε μαζικά"; Κανείς δεν ξέρει και μάλλον κανείς δεν νοιάζεται κιόλας, μιας και η απάντηση στην ουσία βρίσκεται στην ερώτηση “ποιος είμαι και γιατί είμαι εδώ;”. Αυτό αναρωτιέται διαρκώς ο ήρωας, χωρίς να βρίσκει απάντηση πουθενά, ούτε έξω αλλά ούτε και μέσα του.
Ο Morselli μάς μεταφέρει με λεπτομέρεια όλες τις αντιδράσεις του επιζώντος, που κυμαίνονται από μια δυσοίωνη ειρωνεία, σχεδόν ευφορία, ως τη "σολιψιστική υπεροψία". Βαθιά αστείο και βαθιά υπαρξιακό, το βιβλίο καταφέρνει να αγαπηθεί, χωρίς να δίνει τίποτα πίσω. Γεγονός που σπάνια μπορεί να υλοποιηθεί από έναν συγγραφέα. O Morselli αυτοκτόνησε μερικούς μήνες μετά που το έγραψε.