Μίκης και Μάνος: Πιο κοντά απ' όσο πιστεύουμε, πιο μακριά απ' όσο θα ήθελαν
Ανάμεσα στις 29 Ιουλίου και τις 23 Οκτωβρίου του 1925, οι Μούσες αποφάσισαν να ευνοήσουν την Ελλάδα με πρωτοφανή γενναιοδωρία:
Πρώτος, τον Ιούλιο, γεννήθηκε ο Μίκης. Τρεις μήνες αργότερα ακολούθησε ο Μάνος. Πέρα από τις μουσικές τους, για τις οποίες πολλά έχουν γραφτεί, χάρισαν και οι δύο στη χώρα και τον κόσμο όλο, δύο πολύ ιδιαίτερες προσωπικότητες, τους δύο πόλους μιας πολυτάραχης εποχής, τόσο μουσικά αλλά και όχι απλώς πολιτικά, αλλά σε επίπεδο κοσμοθεωρίας.
Η μεταξύ τους σχέση δεν θα ήταν δυνατόν να μην αποτελούσε αντικείμενο συζήτησης της εποχής στην οποία μεσουρανούσαν και οι δύο. Οι αντιθέσεις τους πασιφανείς. Σε κάθε επίπεδο. Ήταν όμως τόσο έντονες ώστε να μπορεί κανείς να μιλήσει για «δίπολο»; Ίσως, τελικά, και όχι.
Όταν ο Μίκης μελοποίησε ποίημα του Μάνου
Χατζιδάκις και Θεοδωράκης γνωρίζονταν από τα 20 τους χρόνια. Ελάχιστοι γνωρίζουν όμως ότι ο Μίκης μελοποίησε το πρώτο ποίημα του Μάνου. Το Μάιο του 1945 ο Χατζιδάκις συνεργάζεται με το περιοδικό «Νέα Γενιά» της ΕΠΟΝ, που κυκλοφόρησε παράνομα την περίοδο της Κατοχής και συνέχισε νόμιμα πλέον τη λειτουργία του ως το Μάιο του 1947.
Υπογράφει τις συνεργασίες του με το ψευδώνυμο Πέτρος Γρανίτης. Με αυτό, υπογράφει δώδεκα ποιήματα στη στήλη «Τ’ αετόπουλά μας», η οποία απευθυνόταν στους μικρούς αναγνώστες. Γράφει παιδικά ποιήματα δηλαδή, με τίτλους όπως Καψερούλα, Κυπαρισσάκι, Παιδί και χελιδόνι, Η βαρκούλα, Το χιόνι, Το λουτρό.
Παράλληλα, το 1944 εμφανίζεται επαγγελματικά στη σύνθεση, συνεργαζόμενος με το Θέατρο Τέχνης.
Ο Μίκης Θεοδωράκης εκείνη την εποχή καταπιάνεται με πιο απαιτητικές συνθέσεις, κλασική μουσική κυρίως, αλλά παράλληλά τον ενδιαφέρει ήδη η μελοποίηση της ποίησης. Το 1947 μελοποιεί το ποίημα «Καληνύχτα» του Πέτρου Γρανίτη, δηλαδή του Μάνου Χατζιδάκι.
Το τραγούδι κυκλοφόρησε σε ένα δίσκο με παιδικά τραγούδια του συνθέτη το 1994 και συμπεριλήφθηκε στην ανθολογία των παιδικών τραγουδιών του Μίκη που κυκλοφόρησε στη Γερμανία το 2005, με τον τίτλο First Songs, και ερμηνευτές τον ίδιο το συνθέτη, τη Μαρία Φαραντούρη και την Παιδική Χορωδία του Δημήτρη Τυπάλδου.
Πόσο φίλοι μπορεί να είναι δύο ανταγωνιστές;
Μετά την πρώτη τους γνωριμία και την ταυτόχρονη άνοδο και των δύο στο μουσικό και εν γένει καλλιτεχνικό στερέωμα, ήταν αναπόφευκτο ο κόσμος να μπει στη διαδικασία της «τεχνητής αντιπαλότητας» για τους δύο τους, κάτι σαν το -επίσης φτιαχτό- δίπολο Τζένη Καρέζη-Αλίκη Βουγιουκλάκη. Στο πιο έντεχνο φυσικά.
Στην πραγματικότητα οι δύο συνθέτες φαίνεται ότι σπάνια είχαν θέματα μεταξύ τους για τις ιδεολογικές ή μουσικές τους προτιμήσεις, το βασικό ζήτημα που πιθανώς υπήρχε μεταξύ τους ήταν αυτό του απλού ανταγωνισμού δύο «σταρ» της εποχής τους.
Το 1962, το Θέατρο Μετροπόλιταν φιλοξένησε την παράσταση «Οδός Ονείρων» σε μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού, με πρωταγωνιστές τους Δημήτρη Χορν και Ρένα Βλαχόπουλου. Την ίδια εποχή, στο ακριβώς απέναντι θέατρο, το «Παρκ» ανέβηκε το έργο «Όμορφη Πόλη» του Μίκη Θεοδωράκη σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη.
Στα δύο θέατρα γινόταν χαμός. Κοινό και κριτικοί ήταν σε ένα διαρκές δίλημμα. Τι άρεσε περισσότερο; Οι τόσο απροσδόκητες και πιασάρικες λαϊκές μελωδίες του Μίκη, ή οι ευαισθησίες του Μάνου;
Η πολιτική τους θέση, αντίθετη αλλά όχι τόσο διαμετρικά όσο πιστεύουν οι περισσότεροι, μπήκε στην εξίσωση: Στρατευμένος μέχρι το μεδούλι ο Μίκης, αριστερός τότε· απολιτίκ -μουσικά τουλάχιστον- ο Μάνος, στρατευμένος κι εκείνος, αλλά σε ένα άλλο μετερίζι, αυτό της αισθητικής παιδείας, που τον απασχόλησε μέχρι το θάνατό του ως η μόνη διέξοδος από τα κάθε λογής αδιέξοδα.
«Έχω τύψεις που εσύ είσαι εκεί κι εγώ έμεινα εδώ…»
Κι όμως, πολιτικά η αφετηρία τους ήταν κοινή: Οι δύο τους συναντήθηκαν για πρώτη φορά στο θέατρο «Βρετάνια», την άνοιξη του 1945, σε μια συναυλία του θιάσου των Ενωμένων Καλλιτεχνών, του επίσημου θεατρικού φορέα της Αριστεράς, του ΕΑΜ.
Ο Θεοδωράκης είχε πει αργότερα ότι εκείνη την εποχή βρίσκονταν με τον Χατζιδάκι στο ίδιο ιδεολογικό στρατόπεδο. Και μουσικά, όμως, έτρεφαν και οι δύο μεγάλη αγάπη στη συμφωνική μουσική. Ο Θεοδωράκης στην πορεία προσπάθησε να ακολουθήσει μουσικά αυτόν το δρόμο, ο Χατζιδάκις όχι. Και ο Μίκης του το «κρατούσε», θεωρώντας ότι ο Μάνος στράφηκε στα πιο άκοπα και εύκολα μονοπάτια. Μόνο στο φινάλε, με τη δημιουργία της «Ορχήστρας των Χρωμάτων» ο Χατζιδάκις είχε την ευκαιρία ν’ ασχοληθεί με τη μουσική που αγάπησε από την αρχή της ζωής και της καριέρας του.
Ίσως του «κράταγε» και ότι ο Μάνος αναγνωρίστηκε πρώτος, αν και ο ίδιος ακολούθησε πολύ σύντομα στο δρόμο της επιτυχίας.
«Αρχίσαμε να επισκεπτόμαστε ο ένας το σπίτι του άλλου, αυτός να έρχεται στη Σμύρνης 39 στη Νέα Σμύρνη κι εγώ στη Μάνου 3 στο Παγκράτι, ήταν φυσικό να παίζουμε ο ένας στον άλλο τις συνθέσεις μας στο πιάνο. Ακολουθούσε συζήτηση στην αρχή για τη μουσική, με κατάληξη στην πολιτική. H διαφορά μας τότε ήταν ότι εγώ ήμουν οργανωμένος και γι’ αυτό θα έλεγα φανατισμένος. Δεν ήθελα να δω την πραγματικότητα που μου ανέλυε με την τετράγωνη λογική του ο Μάνος, όμως αυτές οι διαφωνίες μας, αντί να μας απομακρύνουν, μας έφερναν πιο κοντά: Εγώ τον εκτιμούσα ακόμα πιο πολύ γιατί συμφωνούσα στο βάθος με την ορθότητα και την εντιμότητα της σκέψης του. Εκείνος πάλι έβλεπε ότι ήμουν πιασμένος στο δόκανο ενός «πρέπει» που με οδηγούσε πέρα από τη λογική… Όταν βρέθηκα στα 1947 εξόριστος στην Ικαρία, μου έγραψε: "Έχω τύψεις που εσύ είσαι εκεί κι εγώ έμεινα εδώ…"».
Ρίσκαρε την ελευθερία του για μια παράσταση
Στα τέλη της δεκαετίας του 1940, ο Μίκης κρύβεται. Είναι χαρακτηρισμένος αριστερός και καταζητούμενος. Ο Μάνος ανεβάζει το «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα με τον Κουν. Ρισκάροντας την ελευθερία του, ο Μίκης πάει στο θέατρο να δει την παράσταση, μαζί με τη σύζυγό του, Μυρτώ. Όταν τελείωσε η παράσταση, έδωσε στο Μάνο ένα κομμάτι χαρτί με τις παρατηρήσεις του πάνω στη μουσική του.
Το χαρτί αυτό ο Χατζιδάκις το κράτησε για πάντα και το έβγαζε συχνά για να το δουν και πάλιόταν οι δύο τους συναντιόντουσαν στο μέλλον.
«Ο Επιτάφιος δεν είναι αντάξιός σου»
Η δεκαετία του '50 είναι απογειωτική και για τους δύο. Ο Χατζιδάκις γράφει τη μουσική για τη «Στέλλα». Ο Θεοδωράκης γράφει συμφωνικά έργα στο εξωτερικό, κυνηγώντας πάντα το αρχικό όραμα.
Και μετά έρχεται ο Ρίτσος. Του στέλνει τον «Επιτάφιο». Ο Μίκης μελοποιεί πυρετωδώς.
«Ευθύς μόλις έγραψα τα τραγούδια, τα έστειλα –πού αλλού– στον Χατζιδάκι. Όταν τον συνάντησα τον άλλο χρόνο στο σπίτι του στο Παγκράτι, έβγαλε και μου έδειξε τους μαγικούς δίσκους Fidelity με τα πρώτα του τραγούδια. Πόσο ήταν πλήρης, ευτυχής, ολοκληρωμένος. Κι εγώ πόσο τον ζήλεψα εκείνη τη στιγμή: Ένα κοινό εφηβικό μας όνειρο, να πάει η μουσική μας παντού, εκείνος το πραγματοποιούσε. Τότε τον ρώτησα: «Πήρες τον “Επιτάφιο”, Μάνο; Τι γνώμη έχεις;». Δεν τόλμησα να τον ρωτήσω αν μπορεί να ηχογραφηθεί… Όμως εκείνος φαίνεται ότι έβλεπε στο πρόσωπό μου τη συνέχιση του κοινού μας ονείρου, του συμφωνιστή:
Εσύ γράφεις συμφωνικά έργα και πας πολύ καλά. Κατάφερες αυτό που και οι δύο επιθυμούσαμε τόσο. (Ωστόσο εγώ τα έβλεπα ανάποδα, πίστευα πως εκείνος τα είχε καταφέρει καλύτερα). Τώρα παίζεται στην Επίδαυρο η μουσική σου για τις «Φόνισσες», συνέχισε. Έχεις παραγγελίες, μπαλέτα, γίνεσαι γνωστός στην Ευρώπη. Ναι, γνωρίζω τον «Επιτάφιο», όμως πρέπει να σου πω ειλικρινά ότι δεν είναι αντάξιός σου…»
Ως το τέλος...
Κι αυτή η ατάκα του Χατζιδάκι περικλείει όλη τη διαφορά μεταξύ τους: Ο Χατζηδάκις έβλεπε τον κόσμο αισθητικά. Είχε πάντα την αγωνία της επιτυχίας σε επίπεδο «ανώτερης» δημιουργίας. Αυτό φυσικά δεν τον εμπόδιζε να γράφει μουσικές για τις μάζες. Εξάλλου, όπως και ο Θεοδωράκης, έγραφε μουσική και για τα χρήματα, κανείς τους δεν ξεκίνησε πλούσιος.
Για κάποιον περίεργο λόγο, όμως, και οι δύο περίμεναν από τον άλλο να εκπληρώσει τις αρχικές καλλιτεχνικές προσδοκίες: «Δεν τα κατάφερα εγώ, αλλά εσύ μπορείς», ήταν το συναίσθημα που στοίχειωσε και τους δύο τους ως το τέλος. Ένα τέλος που βρήκε τον Χατζιδάκι συνεπή. «Αριστερό» στις ιδέες, όμως ελιτιστή στη ζωή και εστέτ στο καλλιτεχνικό έργο.
Το τέλος, το 1994, ήταν πικρό. «Οι φίλοι του Μάνου Χατζιδάκι δεν μου επέτρεψαν να τον δω. Ούτε να πάω στην κηδεία του. Εγώ όμως τον βρήκα στα υπόγεια του Ευαγγελισμού. Ήταν πάνω σε ένα τραπέζι γυμνός, με το στόμα και τα μάτια ανοιχτά. Είπα ότι θέλω να τον δω μόνος. Του έκλεισα το στόμα, τον κοίταζα στα μάτια, του χάϊδεψα τα μαλλιά και του μιλούσα. Τέλος, του έκλεισα τα μάτια», έγραψε ο Θεοδωράκης στη Σύλβα Ακρίτα λίγες μέρες μετά το θάνατο του Μάνου και εκείνη δημοσίευσε το μήνυμα.
Οι δύο τους δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός από εκείνο το πρώτο και μοναδικό παιδικό ποίημα του Μάνου που μελοποίησε ο Μίκης.
Βρέθηκαν στην ίδια σκηνή, αλλά με τα δικά του τραγούδια καθένας. Είναι εντυπωσιακό ότι ποτέ δεν θέλησαν να έρθουν τόσο κοντά δημιουργικά ώστε να «παντρέψουν» τις αντιθέσεις τους. Αντιθέσεις που τους έκαναν να αλληλοθαυμάζονται. Και αυτή ήταν η σχέση τους: Δύο παράλληλα σύμπαντα, «επικίνδυνα» κοντά το ένα με το άλλο, τα οποία ωστόσο ούτε συγκρούστηκαν, αλλά ούτε και απορροφήθηκαν ποτέ το ένα από το άλλο.
Μια σπάνια συμπαντική συγκυρία.