Η διαφωνία για τον Γκογκέν: Θα ακυρώσουμε την Τέχνη του επειδή είχε σχέσεις με ανήλικες;
Ένα άρθρο των New York Times, μια έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου και ποικίλες αντιδράσεις προέκυψαν το τελευταίο διάστημα με επίκεντρο έναν σπουδαίο ζωγράφο και θέμα το διαχωρισμό του έργου από την προσωπική ζωή ενός καλλιτέχνη.
«Μήπως ήρθε η ώρα να σταματήσουμε να κοιτάμε έργα του Γκογκέν τελείως;», είναι η ερώτηση που ακούνε οι επισκέπτες στα ακουστικά, καθώς ξεκινούν την περιήγησή τους στην έκθεση «Gauguin Portraits» («Πορτρέτα του Γκογκέν», στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου. Η έκθεση, που εγκαινιάστηκε στις 7 Οκτωβρίου 2019 και θα διαρκέσει ως τις 26 Ιανουαρίου 2020, εστιάζει στο έργο του Πωλ Γκογκέν και πιο συγκεκριμένα τα πορτρέτα του εαυτού του, των φίλων και συναδέλφων, των παιδιών του και των εφήβων κοριτσιών με τα οποία ζούσε στην Ταϊτή.
Ο διάσημος ζωγράφος «εμπλέκονταν συνέχεια σε ερωτικές σχέσεις με νεαρά κορίτσια, παντρεύτηκε δυο από αυτά και έγινε πατέρας», γράφει η λεζάντα του πίνακα. «Ο Γκογκέν αναμφισβήτητα εκμεταλλεύτηκε τη θέση του ως προνομιούχος άνθρωπος της Δύσης για να είναι σεξουαλικά ελεύθερος», καταλήγει η λεζάντα-σχόλιο.
Το θέμα απασχόλησε και τους New York Times, σε άρθρο τους με τίτλο «Is It Time Gauguin Got Canceled?» («Ήρθε η ώρα να "ακυρώσουμε" τον Γκογκέν»), στο οποίο αναφέρονται διάφορες απόψεις, που όλες όμως συγκλίνουν στο ότι η Τέχνη του ζωγράφου πρέπει να επανεξεταστεί μέσα από το πρίσμα της προσωπικής του ζωής και των δεδομένων του σήμερα.
Ο Γκογκέν είχε παντρευτεί τρεις φορές και οι γυναίκες του ήταν 13, 14 και 15 ετών όταν έγιναν οι γάμοι. Επίσης, ζούσε στην Ταϊτή, αλλά αυτό δεν τον εμπόδιζε να αποκαλεί τους ντόπιους «άγριους».
«Ο Γκογκέν ήταν ένας πολύπλοκος, δυναμικός και πολύ σκληρός άνθρωπος. Η ανάγκη του να δημιουργήσει τέχνη τον οδηγούσε στην εκμετάλλευση και τον πόνο τόσων ανθρώπων», είπε ο Κρίστοφερ Ρίοπελ, συνεπιμελητής της έκθεσης στην Εθνική Πινακοθήκη.
Correctness ή υπερβολή;
Η έκθεση, μια συμπαραγωγή με την Εθνική Πινακοθήκη του Καναδά στην Οτάβα, παρουσιάστηκε αρχικά στην Οτάβα τον περασμένο Μάιο. Λίγες ημέρες πριν μεταφερθεί στο Λονδίνο, η διεύθυνση και οι επιμελητές, αποφάσισαν να επεξεργαστούν μερικά από τα κείμενα στους τοίχους ανάμεσα στους πίνακες, ώστε να ανταποκριθούν σε κάποιες αντιδράσεις που είχαν υπάρξει από το κοινό.
Η διευθύντρια του μουσείου της Οτάβα, Σάσα Σούντα, είπε ότι από τις 2.313 κάρτες με σχόλια των επισκεπτών, οι 50 ήταν παράπονα για τον Γκογκέν και τα θέματα που συνδέονται με την προσωπική του ζωή.
«Η έκθεση έπρεπε να αντιμετωπίσει αυτά τα θέματα με έναν πιο ανοιχτό και διαφανή τρόπο, που να συνδέεται με το σύγχρονο κοινό», κατέληξε.
Το άρθρο και η προσέγγιση της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου επανέφεραν στο προσκήνιο τη συζήτηση για το διαχωρισμό του έργου ενός καλλιτέχνη από την προσωπική του ζωή. «Μπορώ να μισώ το άτομο, αλλά η δουλειά είναι δουλειά. Όταν ένας καλλιτέχνης δημιουργεί, το έργο δεν ανήκει σε αυτόν πια, ανήκει στον κόσμο», είπε ο Βισέντε Τοντόλι, πρώην διευθυντής της Tate Modern.
«Ήταν ένας υπερόπτης, υπερεκτιμημένος, χειριστικός παιδόφιλος. Αν οι πίνακές του ήταν φωτογραφίες, το περιεχόμενο θα χαρακτηρίζονταν σκανδαλώδες και δεν θα τις αποδεχόμασταν», λέει από την πλευρά της η Άσλεϊ Ράμερ, επιμελήτρια έκθεσης και ιδρύτρια του ιστότοπου Girl Museum, ενός διαδικτυακού μουσείου που εστιάζει στην εκπροσώπηση νεαρών κοριτσιών στην ιστορία και την κουλτούρα.
Η αλήθεια είναι ότι η προσωπική ζωή των καλλιτεχνών είναι συχνά πολύ ιδιαίτερη και όχι πάντα με τη θετική έννοια. Ανεξάρτητα από τα ηθικά στάνταρ που είχε στη ζωή του -που κι αυτά θα πρέπει να εξεταστούν με βάση τα δεδομένα της Πολυνησίας του 19ου αιώνα και όχι του δυτικου κόσμου σήμερα- ο Γκογκέν άλλαξε τη ζωγραφική με τον εκπληκτικό τρόπο που χρησιμοποίησε τα χρώματα. Ο Καραβάτζιο ήταν προαγωγός και παραλίγο να σκοτώσει έναν ανταγωνιστή του, προσπαθώντας να τον ευνουχίσει. Ο Πικάσο ήταν μισογύνης και συμπεριφέρθηκε άθλια στις γυναίκες της ζωής του. Ο Σέξπιρ ήταν αντισημίτης. Ο Γουόλτ Ουίτμαν αποκαλούσε τους μαύρους «μπαμπουίνους».
Και τα παραδείγματα δεν έχουν τελειωμό.
Εάν, λοιπόν, επικρατήσει η λογική της ακύρωσης του έργου ενός καλλιτέχνη λόγω της προσωπικής του διαγωγής, το πιθανότερο είναι ότι στο τέλος θα μείνουμε χωρίς καθόλου Τέχνη, όχι κλασική Τέχνη τουλάχιστον.
Θα βοηθούσε ίσως να αναλογιστούμε ότι οι περισσότεροι από τους μεγάλους καλλιτέχνες έζησαν σε εποχές με πολύ διαφορετικά ηθικά στάνταρ από τα σημερινά. Κι ότι θαυμάζοντας το έργο τους, δεν επικροτούμε τις πράξεις τους.