Kanata Επεισόδιο 1ο - Η διαμάχη σε σκηνοθεσία Robert Lepage
Ο Robert Lepage είναι ένας σύγχρονος παραμυθάς. Η διαφορά του με τους άλλους μεγάλους του είδους έγκειται στο ότι εκείνοι ξεκινούσαν τις αφηγήσεις τους από έναν θρύλο, έναν μύθο ή ένα άλλο παραμύθι, υφαίνοντας ένα απρόοπτο διακειμενικό δίχτυ λογοτεχνικών, προφορικών και θυμοσοφικών μικρόκοσμων.
Ο Καναδός σκηνοθέτης έχει άλλη αφετηρία. Αναζητεί τα ερείσματα της σκέψης του στην ιστορία και τη βιούμενη πραγματικότητα, έως ότου αναφλεγεί η έμπνευσή του. Όταν αυτό συμβεί αναδύονται οι παραμυθιακές αναφορές και οι μαγικές εικόνες, όπως περίπου βγαίνει ο καπνός από τις καλύβες στα δάση των παραμυθιών.
Ο Lepage εντούτοις μας δείχνει ότι η ιστορία και ο μύθος, η πραγματικότητα και το παραμύθι είναι πολύ βαθύτερα πλεγμένα μεταξύ τους απ’ ό,τι συνήθως εικάζεται. Στην ιστορία ενός μεγάλου, ανεπτυγμένου δυτικού κράτους υφέρπει ο μύθος της εξέλιξης και της ανάπτυξης: ο Καναδάς συνυφαίνεται εκεί αξεδιάλυτα με το Kanata, το χωριό στη γλώσσα των Ιροκουά, η απέραντη χώρα της ανεπτυγμένης Δύσης με το χωριό των ιθαγενών ινδιάνων, το χωριό που καταστράφηκε και αποκληρώθηκε για να εδραιωθεί το κράτος του νεωτερικού ορθολογισμού και η εξουσία της αποικίας· το χωριό που λαθροβιώνει ακόμα ως ανάμνηση, αλλά και ως φάντασμα που διατρέχει τη δηωμένη γη, τα αποψιλωμένα δάση (μια από τις πρώτες σκηνές της παράστασης), τους μολυσμένους ποταμούς. Αυτά τα φαντάσματα αποτυπώνει ο σκηνοθέτης στη μαγευτική εικόνα της αναποδογυρισμένης πιρόγας.
Kanata λοιπόν, αυτός ο χαμένος πολιτισμός, οι θρύλοι και τα παραμύθια των Ιροκουά (αλλά και των κάθε Ιροκουά επί αυτής της γης) είναι αυτός που βρίσκεται πίσω από τα υπέροχα σκηνικά του Théâtre du Soleil, πίσω όμως και από τις προσωπικές ιστορίες που θα μπορούσαν να αφηγηθούν οι 36 ηθοποιοί από 11 διαφορετικές χώρες που απαρτίζουν τον θίασο.
Έτσι η κουλτούρα του χωριού συναντά εκείνη μιας καθολικής ανθρωπινότητας, σε ένα διακύβευμα που γνώρισε πολλές αντιδράσεις για πολιτιστική ιδιοποίηση εκ μέρους του ξένου, δυτικού σκηνοθέτη, ο οποίος οικειοποιείται δήθεν αυτό που δεν του ανήκει για καλλιτεχνικούς λόγους. Ένα εγχείρημα ιδιοποίησης όμως είναι κάθε έργο τέχνης που προσπαθεί να ψαύσει το άγνωστο, να μετατοπίσει το όριο της εμπειρίας και να μιλήσει για μια σκοτεινή πλευρά της ψυχής.
Ο Lepage ακολουθεί κινηματογραφικούς ρυθμούς στην εναλλαγή χώρων, χρόνων και σκηνικών. Ο θεατής του Théâtre du Soleil συμμετέχει στις εναλλαγές των εικόνων και στις μεταμορφώσεις των αντικειμένων, καθώς η στρατηγική και η αισθητική του θεάτρου αυτού είναι να μην αναδεικνύεται μόνο το μεταμορφούμενο, αλλά και αυτή καθ’ εαυτή η πράξη της μεταμόρφωσης, σε ένα ζωντανό fade out, όπως και η εκκρεμότητα από το ένα καθεστώς στο άλλο.
Μοντέρνα διαμερίσματα διαμορφώνονται δια μιας σε καλλιτεχνικά studio, την art gallery της εισαγωγικής σκηνής διαδέχεται ένα παρθένο δάσος που καταστρέφεται από τους «οικοδόμους» του νέου κόσμου, οι κακόφημες συνοικίες του περιθωρίου στο Βανκούβερ σχηματίζουν αίφνης, με τη συνδρομή των υπέροχων φωτισμών, ομιχλώδη ποτάμια: η άγρια φύση και ο άγριος πολιτισμός, ο πολιτισμός των «αγρίων» και η βαναυσότητα των πολιτισμένων: όλα συνυφαίνονται σε αυτήν την παραμυθένια ιστορία ή σε αυτό το ιστορικό παραμύθι, όπου οι μύθοι της πραγματικότητας ξεγυμνώνονται όπως τα δάση.
Ο δρόμος της ζωντανής, ποιητικής εικόνας είναι ο ασφαλέστερος για το Kanata. Εάν όμως μετακινηθούμε λίγο προς τα γεγονότα της αφήγησης και τη δική τους συμβολή στη δημιουργία της παράστασης, εκεί τα πράγματα αλλάζουν. Το κοινότυπο στις αμερικάνικες ταινίες μοτίβο του κατά συρροή δολοφόνου γυναικών και της παγίδευσής του δεν αρκεί για την ποιότητα της παράστασης.
Μοιάζει μάλλον σαν μια εύκολη επιλογή «δεσίματος» των επιμέρους επεισοδίων και προδίδει μιαν ανάλαφρη αφηγηματική διάθεση, εκεί που η σκηνική αφήγηση κάθε άλλο παρά ανάλαφρη είναι.
Επιπλέον, σε ένα έργο όπου η πολιτική σκέψη πρωτοστατεί, καθώς σκιαγραφεί την κατίσχυση των κραταιών επί των αδύναμων πληθυσμών, δεν μπορεί η ατομική συνθήκη ενός περιθωριοποιημένου και άρρωστου άνδρα να εκπροσωπεί τη βία και την πηγή της αδικίας. Ο Lepage γνωρίζει σαφώς ότι η πραγματικότητα, στην οποία, αναφέρεται, είναι πολύ πιο σύνθετη, εντούτοις η αφήγησή του αρκείται στα περιγράμματά της.
Αρκετά πιο προσεκτικός γίνεται όταν πρόκειται να θέσει το επίμαχο ζήτημα του ρόλου που καλείται να διαδραματίσει η τέχνη: δεν περιγράφει μία θέση, δεν διατυπώνει ένα επιχείρημα, αλλά αφήνει να εκδηλωθεί η δύναμη της σκηνικής εικόνας, με τη νεαρή ζωγράφο να μετατρέπει το κενό που χωρίζει πλατεία και σκηνή σε τεράστιο καμβά. Εκεί ζωγραφίζει όλες τις δολοφονημένες κοπέλες, οι οποίες ζωντανεύουν και εισβάλλουν στη σκηνή, στη φαντασματική σκηνή του θεάτρου.
Αυτό το coup de theater, μαζί με την τελευταία σκηνή της αναποδογυρισμένης πιρόγας αποτελούν από κοινού και χωρίς καμιά αρωγή των νέων τεχνολογιών, το εικαστικό αποκορύφωμα που θα μείνει οπωσδήποτε στο αποκρυστάλλωμα της μνήμης.
*Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι καθηγητής φιλοσοφίας και θεωρίας του θεάτρου και του δράματος και κριτικός θεάτρου.