Η αγκωνιά και η αγκαλιά: Εθνικός Ελληνορώσων του Αντώνη Τσιτσιόπουλου στο «Από μηχανής» θέατρο
Δεν είναι απλώς ένας τρόπος να αθλείσαι, ούτε μόνο ένας τρόπος διασκέδασης ή μια ανάπαυλα αναψυχής με τους φίλους· ούτε αφορά μόνο την αδρεναλίνη ή τις ενδορφίνες.
Το μπάσκετ στο γήπεδο της γειτονιάς είναι ένα παιχνίδι ζωής μέσα στη ζωή, ένα θέατρο εν θεάτρω με τους δικούς του ρόλους, με ηθοποιούς που κάθε φορά αλλάζουν, με ελαστική σκηνοθεσία και βάσει ενός έργου με ανοικτό τέλος. Από έξω κοιτώντας, είναι πάντα διαφορετικά. Έξω από τα σύρματα του γηπέδου ούτε ο παλμός, ούτε η ένταση και το πάθος μπορούν να βιωθούν. Πρέπει να μπει κανείς μέσα, να το ζήσει και να το αγαπήσει. Η παρέα στο μπάσκετ γεμίζει τη ζωή σου, είναι μια ζωή μέσα στη ζωή σου και κάπως έτσι θέλεις να γράψεις γι’ αυτό.
Πιστεύω ότι μία αφετηρία είναι αυτό το βίωμα για τον Αντώνη Τσιτσιόπουλο, αλλά και τους άλλους ηθοποιούς. Με τη μπάλα στα χέρια ή χωρίς αυτήν, με αντίπαλο τον φίλο, με τον αντίπαλο να γίνεται φίλος, με την παρέα να αντισταθμίζει την πολιτική οικονομία της καθημερινής μέριμνας, με το ένα «μονό» να διαδέχεται το άλλο, με τη μία ηλικία να διαδέχεται την άλλη, με το «διπλό» να συγκεντρώνει όλη τη ζωτικότητα της αγωνιστικής άμιλλας, με το χτισμένο εικόνισμα του χαμένου φίλου έξω από την πόρτα του γηπέδου, με το κρύο και με τη ζέστη, με την αμίλητη θλίψη και τη φλύαρη χαρά: αυτή είναι η φαινομενολογία της σκηνής στο μπάσκετ της γειτονιάς.
Οι δημιουργοί της παράστασης παίζουν μπάσκετ και αυτό είναι σημαντικό για την ίδια την παράσταση. Εν πρώτοις, διότι δίνουν έντονο ρυθμό και υπογραμμίζουν τις εντάσεις, αλλά και γιατί γνωρίζουν ότι το παιχνίδι είναι μια συμπύκνωση της ζωής. Οι συνεργασίες, οι προσπάθειες, ο ιδρώτας, τα εσκεμμένα χτυπήματα, τα εμπόδια και οι βοήθειες, οι τακτικές και οι προσποιήσεις, οι κανόνες και οι παραβάσεις τους, οι νίκες και οι ήττες, η έξαψη και η απογοήτευση, η μάχη «σώμα με σώμα», η φιλία «σώμα δίπλα στο σώμα», η αγκωνιά και η αγκαλιά: ιδού τα στοιχεία της ζωής που ενεργοποιούνται απαραίτητα σε αυτήν τη σκηνή.
Ο Τσιτσιόπουλος παίζει ρεαλιστικά με τη συμπύκνωση και τη μεταφορά της ζωής στον μικρό χώρο του «ζωγραφιστού» κάτω από τη στεφάνη, καθώς εδώ, σε λίγα λεπτά, γίνονται όλα: από το πείραγμα έως την απειλή και από την αγκαλιά της επανασύνδεσης έως τον φόνο. Ο ρεαλισμός στη γλώσσα του κειμένου, αλλά και στη σκηνοθεσία του Γιώργου Παλούμπη, αφήνει ανοικτές τις διόδους της μεταφοράς, από την πρώτη στιγμή της παράστασης, ήδη από τα σκηνικά της Ηλέκτρας Σταμπούλου, με τα συρματοπλέγματα του γηπέδου που χωρίζουν και συνάμα ενώνουν το παιχνίδι με τη ζωή, που εγκλείουν προστατευτικά τους παίκτες από τους γύρω δρόμους. Εντούτοις, οι τρύπες τους θυμίζουν υπαινικτικά ότι η προστασία είναι πλημμελής, ότι καμία πόρτα δεν μπορεί να κλείσει από έξω τη ζωή. Έτσι, η μεταφορική ενέργεια παραμένει ζωντανή και η ρεαλιστική αποτύπωση επιτρέπει συμβολισμούς και προοικονομίες της δράσης: το παραβιασμένο συρματόπλεγμα προετοιμάζει τον θεατή για τις παραβάσεις των κανόνων, για τις παραβιάσεις της ηθικής, για την τρωτότητα των ανθρώπων, για τα τραύματα στο σώμα και στην κουρασμένη ψυχή, για την εισβολή των μνημονικών περιεχομένων.
Υπάρχουν στιγμές που οι συνδυασμοί της μεταφοράς, του συμβολισμού και της σκληρής γλώσσας και χειρονομίας παραπέμπουν κάπως τις σκηνές του Ευθυμιάδη, του Σκούρτη ή του Τσικληρόπουλου, ενώ μετά τον φόνο του παλιού τους συμμαθητή κάτω από τη στεφάνη, οι εντάσεις και οι υφέσεις συνυφαίνουν ένα κλίμα που μπορεί να συναντήσει κανείς στον Ορθό λόγο του Ποντίκα. Είναι ευοίωνο να βλέπεις την εμβέλεια αυτής της δραματουργίας, που αδίκως έχει μείνει πίσω από τον βιαστικό καιρό μας και την ανάλαφρη διάθεσή του, να επιδρά σε πολύ νεώτερους συγγραφείς και μάλιστα με αξιοσημείωτα αποτελέσματα.
Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως ότι δεν υπάρχουν ατέλειες και τεχνικές αδυναμίες, κυρίως ως προς την εμβάθυνση στους χαρακτήρες, αλλά αυτό εξηγείται από τον ίδιο τον σκηνικό χρόνο που τους θέλει να εκτυλίσσονται σε λίγες στιγμές παράλληλα με την ανάσυρση πολλών ξεχασμένων τραυμάτων και απωθημένων καταστάσεων. Κάποιες αδυναμίες υπάρχουν και στις ερμηνείες των ηθοποιών. Η είσοδος λ.χ. του Κώστα Φυτίλη στην ομάδα των «παλιών» γίνεται με μια αμηχανία, εν μέρει μόνο δικαιολογημένη. Ο κτηνίατρος του Θάνου Αλεξίου βρίσκει τις καλές του στιγμές όταν χάνεται στους φόβους της αυτοεκπληρούμενης προφητείας του, όπως και ο δικηγόρος του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου όταν ομολογεί τον φόνο υπό την επήρεια των παλιών σχολικών τραυμάτων. Ο Στέλιος Δημόπουλος είναι ο πλέον «ελαφρύς» της παρέας, αλλά δείχνει το βάρος του όταν ξεσπάει εναντίον της παραγραφής των αδικημάτων: τα λόγια του στο σημείο αυτό, μια καθαρή διάκριση του δικαίου από τη δικαιοσύνη, πρέπει να αποτυπωθούν ανάγλυφα στον σκηνικό χρόνο. Ο Στάθης Σταμουλακάτος δίνει με πειστικότητα έναν επιχειρηματία της νύχτας, έναν συμπαίκτη στη νυχτερινή ηθική και έναν συμμέτοχο στη σκοτεινή ανάμνηση και στο επιλύχνιο έγκλημα. Η είσοδός του στη σκηνή ως μεταμφιεσμένου σε μπασκεμπολίστα ροκ σταρ (Γκάλης Κούπερ: ιδού ένα από τα χιουμοριστικά ευρήματα) είναι και ο ισχυρός μοχλός επιτάχυνσης της δράσης. Περιμένω να τον δω να παίζει σε λιγότερο «σκληρές» επιφάνειες, εκεί που θα πρέπει να «τσαλακωθεί» και να πονέσει. Νομίζω ότι ο πιο σύνθετος χαρακτήρας ανατέθηκε στον Μάκη Παπαδημητράτο, ο οποίος ανταπεξήλθε με εξαιρετική ακρίβεια: ψοφοδεής και συμφεροντολόγος, ευάλωτος και τρυφερός, ασταθής και μεταπτωτικός, θυμίζει αφοπλιστικά τον μέσο και ανομολόγητο όρο της μικρότητάς μας.
Η σκηνοθεσία του Γιώργου Παλούμπη αναζητεί συνεχώς την εύθετη στιγμή: τη στιγμή που θα εκδηλωθεί η επίθεση προς το καλάθι, που θα αντιδράσει η άμυνα πάνω στην μπάλα ή μακριά από αυτήν, που θα δοθεί, κοντολογίς, μια αγκωνιά ή μια αγκαλιά. Αξιοποιεί τους υψηλούς παλμούς των παικτών για να τους μετατρέψει σε έντονους ρυθμούς των ηθοποιών, επενδύοντας ακόμα και στο λαχάνιασμα ή στη σιωπή τους για να φανεί αχνά το μέσα κείμενο, χωρίς κοπετούς και εύκολα τεχνάσματα.
Ο Εθνικός Ελληνορώσων δεν χρειάζεται τις ευκολίες του συρμού, ούτε τους υβριδισμούς και τα συμμιγή σχήματα που κατακλύζουν τις μεταμοντέρνες σκηνές. Δεν τα έχει ανάγκη. Είναι από εκείνα τα έργα που, έχοντας αυθεντική πνοή και γνήσια στόχευση, θέλεις να τα διαβάσεις, να τα διδάξεις, να τα ξαναδείς στη σκηνή. Όσο για την παράσταση, σε κάνει να θέλεις να παίξεις και εσύ στο μονό με τους ηθοποιούς.
*Ο Γιώργος Π. Πεφάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής φιλοσοφίας και θεωρίας του θεάτρου και του δράματος στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ και κριτικός θεάτρου