Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Τζέι Ντι Σάλιντζερ, ο «Φύλακας στη Σίκαλη» παραμένει επίκαιρος
Ο Τζέι Ντι Σάλιντζερ γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1919, θα γινόταν δηλαδή, εάν ζούσε, 100 χρονών. Ο πιο διάσημος ήρωάς του, όμως, ο πρωταγωνιστής του εικονικού «Φύλακα στη Σίκαλη», Χόλντεν Κόλφιλντ παραμένει για πάντα ένας «σημερινός» 17χρονος.
Παρ’ ό,τι ακόμα και σήμερα ο «Φύλακας στη Σίκαλη» θεωρείται «απαγορευμένο» ανάγνωσμα από κάποιους υπερσυντηρητικούς, είναι λίγοι οι έφηβοι που δεν έχουν στα χέρια τους κάποιο φθαρμένο αντίτυπο, κληρονομιά από τους γονείς τους που το διάβαζαν κάποτε κρυφά, όταν η κοινωνία της εποχής προσπαθούσε να το απαγορεύσει.
Αν διαβάσει κανείς το βιβλίο ως ενήλικας, επιστρέφει αναπόφευκτα στην εφηβική του ηλικία, ξαναζώντας την επίπονη διαδικασία ενηλικίωσης του Χόλντεν. Ο κυνισμός του είναι πλέον πολύ οικείος και όχι μόνο σε ατομικό επίπεδο: Ο Χόλντεν μοιάζει να είναι ο πρώτος διδάξας για τις γενιές που μεγάλωσαν μετά απ’ αυτόν σε περιβάλλοντα απίστευτου ρεαλισμού και σχεδόν μισανθρωπίας. Ζούμε σε έναν κόσμο γεμάτο από προνομιούχους λευκούς άντρες που νομίζουν ότι το παραμικρό πρόβλημά τους είναι υπαρξιακή αγωνία και ο ναρκισσισμός τους είναι ένα υπέρτατο όραμα.
Αρχικά ο «Φύλακας στη Σίκαλη» δεν προοριζόταν να βγει στην αγορά ως ένα βιβλίο για εφήβους. Οι ίδιοι το έκαναν τέτοιο και τελικά πούλησε περισσότερα από 65 εκατομμύρια αντίτυπα. Ίσως εάν έβγαινε σήμερα να μην είχε τον ίδιο αντίκτυπο. Σήμερα ο κόσμος είναι πολύ διαφορετικός, όπως και οι αγωνίες του. Γι’ αυτό και η σημερινή εφηβική λογοτεχνία, που αντανακλά αυτές τις αγωνίες, επικεντρώνεται περισσότερο στο θέμα της διαφορετικότητας. Στο σημερινό κόσμο οι αγωνίες ενός λευκού αγοριού που αποβλήθηκε από ένα καλό σχολείο, φαντάζουν μάλλον αστείες.
Ο ίδιος ο Σάλιντζερ, ένας πολύ ιδιωτικός και αντικοινωνικός άνθρωπος, επίσης πιθανότατα δεν θα τα πήγαινε πολύ καλά στο σημερινό κόσμο των social media. Ο Σάλιντζερ αρνήθηκε να συνεισφέρει οποιαδήποτε πληροφορία για τη συγγραφή της βιογραφίας του και όταν ο Ίαν Χάμιλτον τελικά την έγραψε, τον πήγε στα δικαστήρια.
Το 1961, λίγο μετά την έκδοση του «Franny and Zooey», το περιοδικό Time δημοσίευσε ένα κομμάτι 6.000 λέξεων για τον Σάλιντζερ, το οποίο δεν είχε μέσα ούτε μια δική του φράση. Αυτό φαίνεται εξωπραγματικό σε μια εποχή που οι συγγραφείς ποστάρουν στο Instagram και το Facebook ακόμα και τι έφαγαν για πρωινό.
Ο Σάλιντζερ έγραφε πιθανότατα για τον εαυτό του, αντανακλώντας στους ήρωές του τη δική του συμπεριφορά και στάση. Οι αποκαλύψεις της Τζόις Μέιναρντ, αρκετά χρόνια αργότερα, για τη σχέση τους και τον τρόπο με τον οποίο εκείνος πολέμησε τη συναισθηματική του εμπλοκή μαζί της και τελικά την έδιωξε, θυμίζουν πολύ τον Χόλντεν και τη δική του διάθεση να ξεφύγει από τον κόσμο.
Ο συγγραφέας άφησε ένα ρητό όρο στη διαθήκη του: Να μην υπάρξει ποτέ καμία αναπαραγωγή, ή συνέχιση του έργου του. Πράγματι σήμερα δεν υπάρχει κανένα από τα βιβλία του ούτε σε ηλεκτρονική ούτε σε ηχητική μορφή. Ο ίδιος εικάζεται ότι συνέχισε να γράφει για μεγάλο χρονικό διάστημα αφότου σταμάτησε να εκδίδεται, το 1965, όμως μέχρι σήμερα δεν έχουν έρθει στο φως ανέκδοτα έργα του. Όλα αυτά, όμως, πιθανώς θα τελειώσουν το 2046, όταν τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του θα γίνουν δημόσια περιουσία. Σήμερα εκτιμάται ότι αξίζουν πάνω από 50 εκατομμύρια δολάρια και με την κατάλληλη επεξεργασία, τα χρήματα θα πολλαπλασιαστούν. Ήδη κάποιοι περιμένουν πώς και πώς...
Το μόνο που ήθελε ο Σάλιντζερ ήταν να τον αφήσουν ήσυχο, καθώς όπως έλεγε και ο Χόλντεν «ο κόσμος θα στα καταστρέψει όλα». Ακόμα και 100 χρόνια από το θάνατό του, δεν μπορεί να το πετύχει.
Πώς γεννήθηκε «Ο φύλακας στη σίκαλη»
Ο Σάλιντζερ «ζούσε» με τον ήρωα του Χόλντεν Κόλφιλντ σχεδόν σε όλη την ενήλικη ζωή του. Οι πρώτες σελίδες, γράφτηκαν όταν πλησίαζε τα 25, λίγο πριν φύγει στην Ευρώπη στο πλαίσιο της στρατιωτικής του θητείας και ήταν τόσο πολύτιμες γι’ αυτόν που τις είχε μαζί του στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μαζί του βρέθηκαν στην απόβαση στη Νορμανδία, στο Παρίσι κατά την απελευθέρωση, αλλά και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί. Ο Σάλιντζερ τις διόρθωνε, τις άφηνε στην άκρη, τις ξανάγραφε. Ο χαρακτήρας της ιστορίας άλλαζε καθώς ο συγγραφέας άλλαζε. Η εμπειρία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν καθοριστική για τη διαμόρφωση του βιβλίου και ειδικά του ήρωά του. Και του ίδιου φυσικά.
Την ημέρα της απόβασης στη Νορμανδία, έξι αρχικές ιστορίες των Κόλφιλντ βρίσκονταν στην κατοχή του. Ιστορίες που θα διαμόρφωναν τη ραχοκοκαλιά του έργου. Το 1940 ο Σάλιντζερ, γράφοντας σε έναν φίλο του, 21 ετών τότε, περιγράφει το βιβλίο ως «αυτοβιογραφικό». Αργότερα, σε συνέντευξη που έδωσε σε σχολική εφημερίδα, δήλωνε: «Η παιδική μου ηλικία μοιάζει αρκετά με αυτή του αγοριού στο βιβλίο».
Ο Σάλιντζερ αιφνιδιάζει εξ αρχής τον αναγνώστη με την αυθάδη ατμόσφαιρα του ήρωά του. Ο Χόλντεν είναι θρασύς, τεμπέλης και τελείως ανυποψίαστος για το μέλλον του. Το βιβλίο ανοίγει με τον κεντρικό ήρωα να απευθύνεται ευθέως στον αναγνώστη. Αρχίζει την αφήγηση για τα γεγονότα που συνέβησαν σε διάστημα τριών ημερών. Ένα από τα στοιχεία που κάνουν ξεχωριστό το βιβλίο, είναι η αθυροστομία του ήρωα και η συχνή χρήση λαϊκών λέξεων – φράσεων που βοηθά τον αναγνώστη να συνδεθεί καλύτερα με τους χαρακτήρες.
Η Τζένη Μαστοράκη, που είχε μεταφράσει το 1976 το βιβλίο στα ελληνικά, ένα ομολογουμένως δύσκολο εγχείρημα, είχε πει για τον ήρωα του Σάλιντζερ στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία:
«Ο Χόλντεν Κόλφιλντ δεν είναι εύκολη περίπτωση. Δεν σου επιτρέπει να τον συμπονέσεις, δεν θέλει να τον αγαπήσεις, να τον κάνεις φίλο σου, να ταυτιστείς μαζί του έστω: είναι αδιαπέραστη η ερημιά του. Βλέπει τον κόσμο σαν αμείλικτος τριαντάρης, αλλά εκφράζεται με λεξιλόγιο και συντακτικό ενός πιτσιρικά. Δεν πουλάει επανάσταση. Απολύτως τίποτα δεν πουλάει. Απελπίζεται, αλλά δεν το λέει φωναχτά. Παραιτείται, αλλά δεν το κάνει ζήτημα. Έχει απίστευτο μεγαλείο και η απελπισία του και η παραίτησή του. Ίσως γι' αυτό να έχει αντισταθεί ως τώρα στις σχολικές αναλύσεις των αμερικανόπαιδων, στην άρνηση και στη λατρεία, στην παθολογία των φανατικών του και -προπάντων- στον χρόνο: γιατί μιλάει σε ό,τι πιο απελπισμένο έχουμε όλοι μέσα μας.
Ο Χόλντεν έχει καταδικαστεί να παραδέρνει μέσα στον ασφυκτικό χρόνο ενός βιβλίου: δυο μέρες και τρεις νύχτες. Ο Σάλιντζερ, ένας κυνηγημένος, είχε καταδικαστεί να παραδέρνει μισόν αιώνα, μέρα νύχτα, μέσα στους δικούς του τοίχους, που ποτέ δεν τον προστάτεψαν αρκετά. Πάντα τους σκέφτομαι σαν ένα αυτούς τους δυο.
Στη λίστα με τους δημοφιλέστερους φανταστικούς ήρωες από τις αρχές του εικοστού αιώνα μέχρι σήμερα, ο Χόλντεν κρατάει σταθερά τη δεύτερη θέση στις προτιμήσεις του κοινού. Εκεί θα τον έβαζα κι εγώ. Και στην πρώτη πρώτη, τον Σάλιντζερ. Γιατί κι αυτός, με τον καιρό, ένας φανταστικός ήρωας έγινε. Και όχι μόνο για μένα».