Ένας Έλληνας ναυπηγός φωτογραφίζει την αθέατη πλευρά της Κίνας
Με το Γιάννη Μωραΐτη είμαστε φίλοι στο Facebοok. Εκεί είδα και άρχισα να παρατηρώ τις φωτογραφίες του, μια οπτική διήγηση για ένα μέρος που κανείς μας δεν φαντάζεται ότι υπάρχει, μια λυρική αλλά και πολύ ρεαλιστική φωτογραφική αφήγηση για την «άλλη» Κίνα. Στην αρχή πίστεψα ότι είναι φωτογράφος, αλλά είναι ναυπηγός. Η δουλειά του τον έστειλε στην άλλη άκρη της γης, σε έναν τόπο και μια εποχή που ίσως υπάρχει ίσως και όχι. Τα είδε όλα αυτά με το δικό του βλέμμα, μέσα από το φακό μιας Sony a7 Mark2. Έχει τραβήξει εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες φωτογραφίες, που συνόδευε πάντα από λεζάντες όχι απαραίτητα επεξηγηματικές, αλλά μάλλον συμπληρωματικές με την εικόνα.
Κάθε φωτογραφία είναι σαν ένα στιχάκι από ένα ποίημα που μπορείς να διαβάσεις ολόκληρο ή και αποσπασματικά. Εμένα μού έδινε σταδιακά την αίσθηση ότι επιβίωσε, με όπλο τη φωτογραφία, σε έναν κόσμο που είναι υπερβολικά ξένος και δύσκολος για να μπορέσεις να τον συνηθίσεις και να εντάξεις τη ζωή σου σ’ αυτόν. Αλλά, πάλι, αυτή ήταν η δική μου εντύπωση. Το θέμα είναι η δική του. Και, όπως μ΄ αρέσει να κάνω, του ζήτησα να τα πει με τα δικά του λόγια:
«Τον Αύγουστο του 2017 βρέθηκα στη Κίνα για δεύτερη φορά εξαιτίας της δουλειάς μου.
Την πρώτη ήταν το 2007-2012, σε μια περιοχή της Βόρειας Κίνας, κοντά στην πόλη Τσινγκντάο της επαρχίας Σαντόνγκ.
Αυτή τη φορά ήταν στη Νότια Κίνα, στη πόλη Τζουχάι της επαρχίας Γκουανγκντόνγκ.
Οι διαφορές μεταξύ των δύο περιοχών είναι αρκετά μεγάλες έτσι όπως τις έζησα, σαν ένας ξένος που έμεινε καιρό πολύ χωρίς να γνωρίζει τη γλώσσα και κατά συνέπεια βρέθηκε να προσπαθεί να σπάσει τις επιφανειακές εντυπώσεις και να δει λίγο την πραγματική ζωή των ντόπιων μέσω ενστίκτου και παρατήρησης.
Οι μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ των εμπειριών που είχα σ’ αυτές τις δύο περιοχές, που τις χωρίζουν περίπου 6 ώρες πτήσης, εντοπίζονται στο κλίμα και στην τεχνολογική εξέλιξη που συνέβη αυτά τα 5 χρόνια. Τώρα είναι πλέον πολύ σπάνιο να βρεις Κινέζο να μην είναι σκυμμένος στο κινητό του είτε στη σκόλη του είτε την ώρα της δουλειάς του ή την ώρα που τρώει.
Το μουντό και ψυχρό κλίμα της Βόρειας Κίνας κάνει τους ανθρώπους να περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους στα τεράστια εμπορικά κέντρα ή σε κλειστά εστιατόρια και ΚΤV (καραόκε).
Στη Νότια Κίνα περίπου 10 μήνες το χρόνο η θερμοκρασία είναι μεταξύ 20-28 βαθμών.
Αφόρητη το καλοκαίρι λόγω και της υψηλής υγρασίας αλλά είναι κι ο λόγος που κάνει τους ανθρώπους να ζουν πολύ στο δρόμο, φορώντας ελαφρά ρούχα, και σίγουρα είναι μία αισθητική απόλαυση, που σου φτιάχνει τη διάθεση, να βλέπεις σχεδόν όλες τις γυναίκες με κοντές φούστες ή σορτς σε αντίθεση με τα βαριά πανωφόρια και τα διπλά παντελόνια που φορούν στα βόρεια. Και επίσης τεράστιες υπαίθριες αγορές χειμώνα καλοκαίρι, τα σπίτια στις παλιές συνοικίες με ανοιχτά πορτοπαράθυρα, τα μαγαζιά με μονίμως ανοιχτή την πρόσοψη τους και δεκάδες χιλιάδες μικρά ταβερνάκια του δρόμου όπου μπορούσες να απολαύσεις εξαιρετικό street food και να πιείς την μπύρα σου όλη μέρα και όλη νύχτα.
Όλα αυτά έφτιαχναν κάποιες φυσικές σκηνές της καθημερινής ζωής των ντόπιων ανοιχτές στην παρατήρηση, μπορούσες να δεις μέσα σε σπίτια, αυλές, κουζίνες, αποθήκες, εργαστήρια.
Να τους δεις την ώρα που εργάζονται αφοσιωμένοι ή στο βάθος του μικρύ μαγαζιού τους να περιμένουν υπομονετικά τον πελάτη, την ώρα που τρώνε, είτε μαζεμένη η οικογένεια ή μοναχικά στα φτηνά εστιατόρια, την ώρα που τακτοποιούν τα σύνεργα τους, την ώρα που παίζουν το ματζόνγκ άπληστοι και συγκεντρωμένοι, την ώρα που στο κατώφλι του ανοιχτού σπιτιού τους κοιτούν με τις ώρες το κινητό τους.
Υπήρχε λοιπόν άφθονο φωτογραφικό υλικό, ειδικά από την ώρα που ανακάλυψα πόση όμορφιά είναι κρυμμένη στις παλιές και πολλές φορές βρώμικες συνοικίες, μακριά απ’ τα μοντέρνα μπλοκ των υπερπολυκατοικιών, αυτών των πολυτελών γκέτο που σε απομονώνουν από την υπόλοιπη πόλη.
Έτσι περιπλανιόμουν στα άλλα γκέτο, αυτά των παλιών γειτονιών, με τα στενά δρομάκια και τα δωμάτια κλουβιά που μετά βίας χωρούσαν ένα τραπέζι και δύο καρέκλες.
Παρασυρμένος, μεθυσμένος θα έλεγα, που μπορούσα να ρίχνω κλεφτές ματιές σε προσωπικούς χώρους και ζωές, έγινα λαίμαργος και αδιάκριτος να συλλάβω όσο περισσότερες στιγμές μπορούσα απ’ αυτόν τον κόσμο, τον ιδιαίτερο που αν και υπέμενε πολλά, αποκάλυπτε αυθεντικότητα και ομορφιά στα μάτια μου.
Για το μόνο που μετανιώνω είναι ότι δεν έγινα περισσότερο αδιάκριτος, ότι πολλές σκηνές είτε οικογενειακής ζωής ή μοναχικής αυτοσυγκέντρωσης χάθηκαν, καθώς δίστασα να σηκώσω την κάμερα.
Ξέρω ότι ίσως και να τους ξάφνιαζα, να χάλαγα για λίγο την ιδιωτικότητα τους αλλά πραγματικά ένιωθα ότι είχα το δικαίωμα να το κάνω καθώς ανακάλυπτα μια ομορφιά της οποίας ενώ ήταν οι δημιουργοί την αγνοούσαν, δεν είχαν καμιά επίγνωση της.
Τα ταλαιπωρημένα, σκεπτικά τους πρόσωπα, μη μετέχοντες γαρ του Κινέζικου Ονείρου, τα φτηνά ρούχα κρεμασμένα στον τοίχο μαζί με νάυλον σακούλες ή ακουμπισμένα σε καρέκλες, τα εικονοστάσια με τους Βούδες ή τους αρχαίους Θεούς τους δίπλα στη φωτογραφία του Μάο, τα παλιά εργαλεία, οι παλιές χιλιοεπισκευασμένες μηχανές, τα ποδήλατα, οι πανταχού παρόντες ανεμιστήρες, τα παπούτσια στο κατώφλι, τα ρούχα τα απλωμένα στο σοκάκι, οι πάγκοι με τα φρούτα, οι λάμπες στα υπαίθρια στριτ φουντ με τα πολύχρωμα πλαστικά σκαμπώ, όλα αυτά μαζί και κυρίως αυτή η συντροφική και αθόρυβη ανεμελιά που έβγαζαν οι απλοί άνθρωποι παρά τον αδιάκοπο μόχθο συνέθεταν μια λαϊκή ραψωδία που αισθάνομαι ευγνώμων που την έζησα έστω ως παρατηρητής, έστω ως αγενής και ίσως αφελής ξένος».
Ο Γιάννης Μωραΐτης είναι ναυπηγός, γεννημένος πριν 54 χρόνια στην Εύβοια. Όταν η δουλειά του δεν τον στέλνει αλλού, ζει στο Χαϊδάρι. Τις φωτογραφίες του τις βάζει και στο Instagram.