ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Ενστάσεις της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής για το πολυνομοσχέδιο

Ενστάσεις της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής για το πολυνομοσχέδιο
ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΛΑΧΟΣ

 Προβληματισμό, παρατηρήσεις και ενστάσεις επί της συνταγματικότητας άρθρων του πολυνομοσχεδίου με τα πρώτα προαπαιτούμενα που ψηφίζεται το βράδυ από τη Βουλή, διατυπώνει η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής.Οι παρατηρήσεις αφορούν στις συνταξιοδοτικές, φορολογικές διατάξεις, αλλά και εκείνες που αφορούν στην τιμή του φαρμάκου.

Στην 17σελιδη έκθεση, εκφράζεται -μεταξύ άλλων- προβληματισμός για την διάταξη που αυξάνει τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης. Αναφέρεται ότι «στο μέτρο µε την προτεινόµενη ρύθμιση που αυξάνονται τα όρια ηλικίας υπαλλήλων οι οποίοι, µε προγενέστερες ρυθμίσεις, είχαν εξαιρεθεί από την αύξηση αυτή - µε επίκληση του «θεµελιωµένου» ασφαλιστικού δικαιώµατος και της «ώριµης προσδοκίας» -, εγείρεται προβληµατισµός ως προς το εάν η προτεινόµενη ρύθµιση ανταποκρίνεται στην αρχή της προστασίας του κεκτηµένου ασφαλιστικού δικαιώµατος».
Σε ότι αφορά στο 2 παρ. 5 που αφορά στα ανείσπρακτα ενοίκια, σημειώνεται πως «προϋπόθεση επιβολής φόρου εισοδήµατος αποτελεί η κτήση εισοδήµατος από τον φορολογούµενο, ως εισόδηµα, δε, νοείται οποιοδήποτε έσοδο ή προσαύξηση περιουσίας που συγκεντρώνει τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά του εισοδήµατος και εντάσσεται σε κάποια από τις κατηγορίες εισοδήµατος που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήµατος».

Γίνεται δε, λόγος για παράβαση του Συντάγματος, καθώς «υπό το φως των ανωτέρω, μετά την κατάργηση της παραγράφου 4 του άρθρου 39 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, πρέπει να παρασχεθεί δυνατότητα έκπτωσης από το φορολογητέο εισόδημα της αξίας των µη εισπράξιµων ή επισφαλών απαιτήσεων από µισθώµατα, άλλως σε βάθος χρόνου, κατ’ αποτέλεσµα, φορολογείται πλασµατικό εισόδηµα, κατά παράβαση του άρθρου 78 παρ.1 του Συντάγµατος, όπως και του άρθρου άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγµατος που επιτάσσει τη φορολόγηση µε βάση τη φοροδοτική ικανότητα».

Σε ότι αφορά στις αλλαγές στην τιμή του φαρμάκου, η επιστημονική υπηρεσία της Βουλής σημειώνει ότι «η επιβολή διατίµησης (και, γενικώς, η κρατική ρύθµιση της τιµής) θεωρείται, υπό προϋποθέσεις, συνταγµατικώς ανεκτή ως µέσο άρσης της σύγκρουσης µεταξύ του δικαιώµατος για φαρµακευτική κάλυψη και της επιχειρηµατικής ελευθερίας. Έτσι, ο συγκεκριµένος περιορισµός του ελεύθερου ανταγωνισµού χαρακτηρίζεται σύµφωνος προς τη συνταγµατική τάξη, όταν προκύπτει µε γνώµονα την αρχή της αναλογικότητας, µετά από στάθµιση των συγκρουόµενων αλλά και παραπληρωµατικών έννοµων αγαθών». Προστίθεται όμως πως « Δύο, εποµένως, είναι οι κρίσιµες προϋποθέσεις για να αξιολογηθεί συνταγµατικώς ο επίµαχος περιορισµός της ιδιωτικής επιχειρηµατικής πρωτοβουλίας. Αφενός, να µην προσβάλλεται ο πυρήνας της επιχειρηµατικής ελευθερίας, αφετέρου, ο περιορισµός να είναι αναγκαίος, κατάλληλος και επαρκής, εν στενή εννοία ανάλογος προς τον επιδιωκόµενο σκοπό». Επισημαίνεται τέλος ότι κατά το Συµβούλιο της Επικρατείας, η τιµή πώλησης φαρµάκου όχι µόνο δεν µπορεί να είναι κατώτερη από το κόστος παραγωγής ή εµπορίας ορθολογικώς οργανωµένης επιχείρησης στον κλάδο παραγωγής ή εµπορίας φαρµάκου -– όπως το κόστος αυτό διαµορφώνεται υπό συγκεκριµένες, από άποψη τόπου και χρόνου, οικονοµοτεχνικές συνθήκες – «αλλά πρέπει να περιλαµβάνει και εύλογο ποσοστό κέρδους που προσδοκά µία ορθολογικώς επίσης οργανωµένη επιχείρηση».
Χαρακτηρίζεται ακόμη, αντισυνταγματική η κατάργηση των προληπτικών ελέγχων στις δαπάνες του κράτους και των ΟΤΑ, ενώ εκφράζεται προβληματισμός για τις διατάξεις που δεσμεύουν τις τραπεζικές θυρίδες.