ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Σε ακινησία η αξιολόγηση, το ΔΝΤ αποφασίζει

Σε ακινησία η αξιολόγηση, το ΔΝΤ αποφασίζει
Getty Images/ Ideal Images/ Emma McIntyre

Οι γιορτές τελειώνουν, η κυβέρνηση προσπαθεί να βάλει σε τάξη εκκρεμότητες της αξιολόγησης οι οποίες δεν είναι και λίγες, αλλά μέχρι και τις 6 Φεβρουαρίου –και ανεξάρτητα από το Euro Working Group (12.01) και το Eurogroup (26.01)– δεν πρόκειται να «κουνηθεί πολιτικό φύλο».

Στις 9 Φεβρουαρίου συνεδριάζει το ΔΣ του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον, με κύριο αντικείμενο την παραμονή του ή όχι στο ελληνικό πρόγραμμα.

Ήδη η Ντ. Βελκουλέσκου έχει έτοιμη την έκθεσή της για την ελληνική οικονομία, που ουσιαστικά υποστηρίζει την ανάγκη για περικοπές στις συντάξεις και περιορισμό του αφορολόγητου στα 5.000 ευρώ.

Ακόμα, η έκθεση, θα «φωτογραφίζει» την ανάλυση βιωσιμότητας του ΔΝΤ για το ελληνικό χρέος (DSE) που εξαρτάται από τα βραχυπρόθεσμα που ανακοινώθηκαν καθώς και από τα επικείμενα μεσοπρόθεσμα μέτρα, αλλά και τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το τέλος του προγράμματος (Αύγουστος 2018).

Κανείς δεν γνωρίζει, και ούτε μπορεί να κάνει ασφαλείς εκτιμήσεις για το ποια άποψη θα επικρατήσει, καθώς ο παράγοντας Ντόναλντ Τραμπ, είναι, για την ώρα, ανεξερεύνητος.

Τα μηνύματα, πάντως, από το ΔΝΤ δεν είναι και τόσο ενθαρρυντικά, καθώς προειδοποιεί πως εάν δεν υιοθετηθούν οι θέσεις του για την Ελλάδα θα υπάρξει αδιέξοδο μετά το 2018 με λιτότητα έως 2024. Πρόβλεψη σίγουρα αντιφατική με την απαίτηση Σόιμπλε για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% για δέκα χρόνια, μέχρι το 2029, δηλαδή,με την οποία όμως εσχάτως συμπλέει το Ταμείο. Το ΔΝΤ, λοιπόν, επιμένει ότι πρέπει να υπάρξουν δημοσιονομικά μέτρα, ύψους 4,2 δισ. ευρώ έως 4,5 δισ. ευρώ, προκειμένου να υπάρχουν πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% για μετά το 2018. Διαφορετικά, σημειώνει ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί ακόμη έξι χρόνια σκληρής λιτότητας.

Καμιά κυβέρνηση, όμως, δεν μπορεί εύκολα να δεχτεί και άλλα μέτρα.

Πιθανώς είναι πιο εύκολο να δεχθεί δομικές μεταρρυθμίσεις,όπως ο εξορθολογισμός στη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών.

Η οικονομία έχει συρρικνωθεί κατά 25% και δεν αντέχει κανένα περαιτέρω «πρόγραμμα προσαρμογής».

Γι’ αυτό, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κανένας λόγος να επιστρέψουν οι θεσμοί στην Αθήνα για τις γνωστές διαβουλεύσεις, όπως εκτιμούν στο κυβερνητικό επιτελείο. Και το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα επιστρέψουν, εφόσον δεν υπάρξουν δραματικές εξελίξεις.

Οι διαφορές,φαίνεται ότι πλέον, δεν μπορούν να λυθούν σε επίπεδο υπουργών Οικονομικών. Σ’ αυτό το επίπεδο έχουν εξαντληθεί οι συζητήσεις και έχουν σαφέστατα καθοριστεί οι διαχωριστικές γραμμές.

Μόνο με πολιτική συμφωνία σε ορισμένα κρίσιμα και καθοριστικά θέματα την οποία μόνο οι ηγέτες των χωρών που εμπλέκονται μπορούν να πάρουν είναι δυνατόν να αρθεί το αδιέξοδο. Θα πρέπει, όπως ελπίζουν στην κυβέρνηση, να δώσουν, δηλαδή, «καθαρή εντολή» για να κλείσουν τα εργασιακά και το δημοσιονομικό κενό.

Στα επιχειρήματα της κυβέρνησης είναι η κακή οικονομική κατάσταση σε μια σειρά από χώρες της ευρωζώνης: Ιταλία, Πορτογαλία (που βρίσκεται λίγο πριν το τέταρτο μνημόνιο), Γαλλία, Ισπανία.

Αν δε, η Ιταλία, αποχωρήσει από την ευρωζώνη, θα συμπαρασύρει και άλλες χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Πρόεδρου του Ινστιτούτου Ifo (Ifo Institute for Economic Research), Clemens Fuest.

Ταυτόχρονα, το Ifo εκφράζει την ανησυχία του για την αυξανόμενη αποστασιοποίηση χωρών (της Ανατολικής Ευρώπης) από την ΕΕ.