Jeffrey Feltman για ελληνοτουρκικά: Η βελτίωση των σχέσεων, δεν επιλύει από μόνη της τα ζητήματα
Για την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία, την εμπλοκή της Κίνας και το ενδεχόμενο ενός νέου Ψυχρού Πολέμου, αλλά και τις πιθανότητες επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών, βρέθηκαν στο επίκεντρο της συζήτησης του CNN Greece με τον Jeffrey D. Feltman.
Ο Αμερικανός διπλωμάτης, πρώην απεσταλμένος των ΗΠΑ στο Κέρας της Αφρικής και ερευνητής στον τομέα της Διεθνούς Διπλωματίας του Brookings Institution, μας μίλησε λίγο πριν τη συμμετοχή του στο 8ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών που είναι προγραμματισμένο να πραγματοποιηθεί 26 με 29 Απριλίου στους Δελφούς.
Αγαπητέ κ. Feltman, έναν χρόνο μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, πως βλέπετε να εξελίσσεται ο πόλεμος μέσα στους επόμενους μήνες και τι επιπτώσεις θα έχει στο ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον;
Πρέπει να θυμόμαστε ότι αυτή είναι δυνητικά η πιο επικίνδυνη σύγκρουση που έχει δει ο κόσμος από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Καταρρίπτοντας το ταμπού – που ίσχυε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – για την απόκτηση εδαφών με τη βία, μια πυρηνική δύναμη εισέβαλε σε έναν γείτονα που δεν αποτελούσε στρατιωτική απειλή. Αυτός ο γείτονας, η Ουκρανία, στράφηκε για υποστήριξη στο ΝΑΤΟ (με τρεις πυρηνικές δυνάμεις ως μέλη) και την ΕΕ. Η Ρωσία μίλησε απερίσκεπτα για πυρηνική κλιμάκωση. Κι ενώ οι χώρες του ΝΑΤΟ δεν έστειλαν στρατεύματα, βρισκόμαστε στο κοντινότερο σημείο μιας αναμέτρησης των μεγάλων δυνάμεων από την εποχή της Κρίσης των Πυραύλων της Κούβας του 1962.
Και θα πρέπει να είμαστε συγκρατημένοι όταν σκεφτόμαστε πώς θα εξελιχθεί η βάρβαρη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τις επόμενες εβδομάδες και μήνες. Ο πόλεμος είναι απρόβλεπτος. Οι αναλυτές που αποκάλυψαν τα σχέδια εισβολής της Ρωσίας ήταν – δυστυχώς – σωστοί. Όσοι, τόσο στη Ρωσία όσο και στη Δύση, προέβλεψαν τη γρήγορη κατάρρευση της ουκρανικής άμυνας μετά την επίθεση των υποτιθέμενων ανώτερων και σύγχρονων ρωσικών ενόπλων δυνάμεων έκαναν –ευτυχώς– λάθος. Ας το έχουμε αυτό υπόψη μας καθώς εξετάζουμε τι μπορεί να συμβεί στη συνέχεια. Για μένα, ένας παρατεταμένος πόλεμος φθοράς τύπου Α' Παγκοσμίου Πολέμου, χωρίς καμία από τις δύο πλευρές να επιτύχει σημαντικές νίκες τις επόμενες εβδομάδες και μήνες, φαίνεται πολύ πιθανός. Ελπίζω, ωστόσο, η Ουκρανία να αποδείξει ότι κάνω λάθος ανακτώντας εδάφη. Η Ουκρανία πρέπει να βρίσκεται σε όσο το δυνατόν ισχυρότερη θέση στο αναπόφευκτο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Πως αποτιμάτε την εμπλοκή της Κίνας στον πόλεμο της Ουκρανίας και τον στρατηγικό ανταγωνισμό μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας; Πιστεύετε ότι οδεύουμε προς έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο;
Η Κίνα και η Ρωσία έχουν μια μακρά, περίπλοκη σχέση, με περιόδους αντιπαλοτήτων και φιλιών. Αλλά νομίζω ότι η σημερινή τους «αγκαλιά» υπερβαίνει έναν απλό «ευκαιριακό γάμο» εν καιρώ πολέμου. Η Κίνα μπορεί να συνεχίσει να απέχει από το να παρέχει στη Ρωσία θανατηφόρα όπλα για τις επιθέσεις κατά της Ουκρανίας, αλλά ας μην κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας: η Κίνα δεν θέλει να δει τη Ρωσία να χάνει τον πόλεμο, ειδικά από τη στιγμή που η Κίνα υποστηρίζει τη Ρωσία, και επομένως τις πολεμικές της προσπάθειες, οικονομικά και πολιτικά. Οι φιλοδοξίες της ίδιας της Κίνας να παίξει έναν πιο επιθετικό ρόλο στη διαμόρφωση του διεθνούς συστήματος εξαρτώνται εν μέρει από το ότι η Ρωσία θα παραμείνει αξιόπιστος εταίρος. Η συμβιωτική εμπορική σχέση μεταξύ των δύο χωρών (με το διμερές εμπόριο να πλησιάζει τα 200 δισεκατομμύρια δολάρια το 2022) είναι ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο για καθεμία έναντι εξωτερικών κυρώσεων. Υπάρχουν πρακτικοί, ρεαλιστικοί λόγοι προς το συμφέρον και των δύο χωρών για να συνεχίσουν να εμβαθύνουν οι σχέσεις τους.
Παρά το Κίνημα των Αδεσμεύτων, ο κόσμος του Ψυχρού Πολέμου ήταν ουσιαστικά διπολικός. Η επιστροφή σε αυτό το μοντέλο είναι απίθανη για διάφορους λόγους. Πρώτον, ακόμα κι αν η Δύση μειώσει επιτυχώς το εμπόριο της με την Κίνα, η παγκόσμια οικονομία είναι απίθανο να αποσυνδεθεί τόσο όσο συνέβη με το σοβιετικό μπλοκ. Δεύτερον, αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μεσαίες δυνάμεις –χώρες όπως η Τουρκία– θα είναι πιο πιθανό από ό,τι στον Ψυχρό Πόλεμο να κάνουν προβολή για να διεκδικήσουν τα συμφέροντα τους, ανεξάρτητα από το τι επιθυμούν οι μεγάλες δυνάμεις. Ο κόσμος μου φαίνεται ότι εξελίσσεται προς ένα πολυ-πολικό περιβάλλον, με δύο μεγάλες δυνάμεις (Κίνα και Ηνωμένες Πολιτείες) και αρκετές μεσαίες δυνάμεις ποικίλου μεγέθους.
Όσο για τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα, ελπίζω ότι μπορούμε να ξαναμάθουμε κάποια μαθήματα από τον Ψυχρό Πόλεμο, όταν η Σοβιετική Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες κατάφεραν να ανταγωνίζονται και να συνεργάζονται ταυτόχρονα. Ακόμη και κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, όταν οι εντάσεις ήταν υψηλότερες και οι πόλεμοι δια αντιπροσώπων σε εξέλιξη, η Σοβιετική Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεργάστηκαν για τα πυρηνικά, τη μη διάδοση και τον έλεγχο των όπλων, την εξάλειψη της ευλογιάς, την ανάπτυξη ειρηνευτικών και άλλων πολυμερών εργαλείων κλπ. Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τους Κινέζους και τους Αμερικανούς, ομοίως, να συνεργάζονται για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας ανισότητας και της κλιματικής αλλαγής, παρά τους έντονους ανταγωνισμούς σε άλλους τομείς.
Ας περάσουμε τώρα στα ελληνοτουρκικά, υπάρχουν προοπτικές ουσιαστικής επίλυσης των διαφορών και ποια βήματα πρέπει να γίνουν σε αυτή την κατεύθυνση;
Σέβομαι όσους έχουν μεγαλύτερη εξειδίκευση σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας της Ανατολικής Μεσογείου και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αλλά οι τρέχουσες εξελίξεις μεταξύ αυτών των δύο βασικών συμμάχων του ΝΑΤΟ και γειτόνων είναι ενθαρρυντικές. Όπως συνέβη και στο παρελθόν, μια φυσική καταστροφή δημιούργησε συνθήκες για μείωση των εντάσεων. Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών κ. Δένδιας ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος υπουργός που επισκέφθηκε την Τουρκία μετά τον σεισμό της 6ης Φεβρουαρίου. Η ελληνική αλληλεγγύη και η υποστήριξη προς τα θύματα του σεισμού, αποτέλεσε πρώτα και κύρια μια γενναιόδωρη απάντηση σε μια ανθρωπιστική καταστροφή. Αλλά η γρήγορη απάντηση της Ελλάδας στον σεισμό έδωσε επίσης την ευκαιρία στις δύο χώρες να επανασυνδεθούν εποικοδομητικά. Τον Δεκέμβριο, ποιος θα φανταζόταν ότι η Τουρκία θα έδειχνε την υποστήριξή της στην προσπάθεια της Ελλάδας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και ότι η Ελλάδα θα υποστήριζε τη φιλοδοξία της Τουρκίας να αναλάβει την προεδρία του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού; Όμως, η βελτίωση των διμερών σχέσεων δεν επιλύει από μόνη της τα σοβαρά ζητήματα. Δημιουργεί ωστόσο ένα πιο ευνοϊκό περιβάλλον για ουσιαστικές συζητήσεις. Ελπίζω αυτή η ατμόσφαιρα να συνεχιστεί και μάλιστα να διευρυνθεί μετά τις τουρκικές και ελληνικές εκλογές.
Ποιος είναι ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών στην επίλυση των εντάσεων ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα και πως βλέπετε την κυβέρνηση Μπάιντεν να αντιμετωπίζει αυτό το ζήτημα;
Χωρίς αμφιβολία, είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ η Αθήνα και η Άγκυρα να έχουν εποικοδομητικές σχέσεις. Και οι δύο χώρες έχουν να παίξουν βασικούς πολιτικούς ρόλους και ρόλους ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο και πέρα από αυτήν. Και οι δύο χώρες είναι σύμμαχοι των Ηνωμένων Πολιτειών στο ΝΑΤΟ. Είμαι βέβαιος ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θα καλωσόριζε οποιονδήποτε ρόλο αποδεκτό από την Ελλάδα και την Τουρκία για τη διευκόλυνση οποιασδήποτε συνεννόησης που μπορεί να μετριάσει τις εντάσεις.
Τούτου λεχθέντος, η Αθήνα και η Άγκυρα θα επιδιώξουν η καθεμία τα δικά της συμφέροντα σε πολύ σοβαρά ζητήματα, όποια επιρροή και αν ασκήσει η Ουάσιγκτον. Η Ουάσιγκτον δεν θα περίμενε, και δεν μπορεί να αναμένεται, να ξεπεράσει τους μηχανισμούς που διαθέτουν η Αθήνα και η Άγκυρα. Η Ελλάδα, φυσικά, ακολουθεί μια εξωτερική πολιτική και μια πολιτική ασφάλειας εναρμονισμένη με την ιδιότητα του μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Τουρκία, αντίθετα, ακολουθεί μια ολοένα και πιο ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, όπως είδαμε στην ευαίσθητη ισορροπία που η Άγκυρα προσπάθησε να επιτύχει στην περίπτωση του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Δεδομένης της περίπλοκης ιστορίας των σχέσεων της Ουάσιγκτον με τις δύο χώρες –και ειδικά με την Τουρκία σήμερα– θα συμβούλευα να μην υπερβάλλουμε τον ρόλο που μπορούν να παίξουν οι ΗΠΑ στα ελληνοτουρκικά. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα τώρα, δεδομένων των ανοικτών διαύλων επικοινωνίας Αθήνας-Άγκυρας σε επίπεδο ηγετών.
Πιστεύω ότι, για τους επόμενους δύο μήνες, η Ουάσιγκτον θα είναι εξαιρετικά προσεκτική για να αποφύγει οτιδήποτε θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως εξωτερική ανάμειξη στις εκλογές.
Υπάρχουν εν εξελίξει διπλωματικές πρωτοβουλίες στην ευρύτερη περιοχή, που περιλαμβάνουν την Αίγυπτο, τη Λιβύη, την Κύπρο και το Ισραήλ, στην κατεύθυνση της αποκλιμάκωσης των εντάσεων και του κλεισίματος των ανοιχτών μετώπων στην Ανατολική Μεσόγειο;
Η περυσινή συμφωνία οριοθέτησης μεταξύ του Ισραήλ και του Λιβάνου καταδεικνύει ότι ακόμη και οι χώρες που βρίσκονται ουσιαστικά σε πόλεμο μπορούν να συμφωνήσουν σε ρεαλιστικές, αμοιβαία επωφελείς λύσεις. Σε αντίθεση με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, δεν υπάρχουν άμεσα, διμερή κανάλια Ισραήλ-Λιβάνου.
Πρόκειται δηλαδή για μια συμφωνία που απαιτεί διευκόλυνση από τρίτους. Λοιπόν, αυτό είναι ένα παράδειγμα κλεισίματος –για να χρησιμοποιήσω τον όρο σας– ενός «ανοιχτού μετώπου». Αυτό όμως πήρε χρόνια για να επιτευχθεί. Απεσταλμένοι και διπλωμάτες των ΗΠΑ – συμπεριλαμβανομένης της περιόδου που ήμουν πρέσβης των ΗΠΑ στον Λίβανο από το 2004 έως το 2008 – είχαν εργαστεί με τις δύο πλευρές υπό πολλές αμερικανικές διοικήσεις και από τα δύο κόμματα. Σε ένα άλλο παράδειγμα, οι Ισραηλινοί και τα Εμιράτα διαβουλεύονταν και συνεργάζονταν αθόρυβα για θέματα ασφάλειας για χρόνια πριν το μάθει ο κόσμος, με τις Συμφωνίες του Αβραάμ του 2020.
Κοιτάζοντας προς την άλλη κατεύθυνση, πόσο καιρό χρειάστηκε η Αθήνα και τα Σκόπια για να συνάψουν μια συμφωνία που μας επέτρεψε επιτέλους να αποσύρουμε το μη ρεαλιστικό όνομα της «πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας»;
Το θέμα είναι η υπομονή. Τα μέτωπα, όπως τα αποκαλείτε, είναι «ανοιχτά» γιατί είναι δύσκολα. Η εστιασμένη, αποφασιστική, δημιουργική διπλωματία είναι απαραίτητη. Οι οραματιστές ηγέτες που μπορούν να κοιτάξουν πέρα από υπολογισμούς μηδενικού αθροίσματος είναι το κλειδί για λύσεις. Αλλά ίσως το πιο σημαντικό στοιχείο είναι ο χρόνος, που επιτρέπει την «ωρίμανση» χειροπιαστών βελτιώσεων στο status quo.