Κατρούγκαλος για εργασιακό νομοσχέδιο: Ακραίος νεοφιλελευθερισμός αντίθετος με το στίγμα Καραμανλή
Αιχμηρή κριτική στην κυβέρνηση για το εργασιακό νομοσχέδιο ασκεί σε άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών, ο τομεάρχης Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργος Κατρούγκαλος.
Ο κ. Κατρούγκαλος χαρακτηρίζει το νομοσχέδιο Χατζηδάκη ως ακραίο νεοφιλελευθερισμό που έρχεται σε αντίθεση όπως υπογραμμίζει «με το αρχικό ιδεολογικό στίγμα του ιδρυτή της Νέας Δημοκρατίας, το λεγόμενο "κοινωνικό ριζοσπαστισμό" και μεταβάλλει ουσιωδώς την φυσιογνωμία του κόμματος».
Παράλληλα, επικαλείται ως παράδειγμα την πολιτική της Θάτσερ, σημειώνοντας ότι αυτή, είχε ως αποτέλεσμα, σήμερα στη Βρετανία, «μόνο το 20% των Βρετανών εργαζομένων καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, σε σύγκριση με το 80% της προθατσερικής περιόδου».
Τέλος, υπογραμμίζει ότι το νομοσχέδιο «βρίθει αντισυνταγματικών ρυθμίσεων που θα ελεγχθούν από τα δικαστήρια, ακόμη και εάν η κοινοβουλευτική πλειοψηφία τις υπερψηφίσει».
Αναλυτικά το άρθρο του Τομεάρχη Εξωτερικών της Κ.Ο. ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Γιώργου Κατρούγκαλου «Η Θάτσερ, το νομοσχέδιο Χατζηδάκη-Μητσοτάκη και το Σύνταγμα», στην Εφημερίδα των Συντακτών:
Η σύγκρουση της Θάτσερ με τους απεργούς ανθρακωρύχους και ο αντίκτυπος της, όχι μόνο στα εργασιακά δικαιώματα αλλά και στην ζωή των απλών ανθρώπων, έχει αποτυπωθεί στο συλλογικό ευρωπαϊκό υποσυνείδητο, όπως φαίνεται σε ταινίες από το FullMonty και τον Μπίλι Έλιοτ έως το πιο πρόσφατο Pride.
Η αντιμεταρρύθμιση των δύο κύριων θατσερικών νόμων (EmploymentActsτου 1980 και του 1982) είχε ως στρατηγικό σκοπό να πλήξει την ισχύ των σωματείων, με άμεσο τακτικό στόχο να μην είναι σε θέση να εμποδίσουν το εκτεταμένο σχέδιο ιδιωτικοποιήσεων της περιόδου και μακροπρόθεσμο την πλήρη ανατροπή των εργασιακών σχέσεων. Το βασικό μέσο για την επίτευξη των στόχων αυτών ήταν η υπονόμευση της απεργίας αλλά και των άλλων μέσων συλλογικής δράσης των εργαζομένων, από τις συγκεντρώσεις και πορείες διαμαρτυρίας και υποστήριξης, έως τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Τελική επιδίωξη, να ανατραπεί ένας αιώνας ανάπτυξης του εργατικού δικαίου και να ξαναγίνει βάση των εργασιακών σχέσεων η ατομική σύμβαση εργασίας, ώστε να είναι ουσιαστικά απροστάτευτος ο εργαζόμενος έναντι των απαιτήσεων του εργοδότη του. Η στρατηγική αυτή επικράτησε πλήρως στη Μ. Βρετανία. Έτσι, σήμερα μόνον το 20% των Βρετανών εργαζομένων καλύπτεται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, σε σύγκριση με το 80% της προθατσερικής περιόδου.
Το νομοσχέδιο που συζητιέται αυτή την εβδομάδα στη Βουλή απηχεί τη νεοφιλελεύθερη λογική όχι μόνον του υπουργού που το εισηγείται, του κύριου Χατζηδάκη, αλλά και του ίδιου του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο ακραίος νεοφιλελευθερισμός και των δύο έρχεται σε αντίθεση με το αρχικό ιδεολογικό στίγμα του ιδρυτή της Νέας Δημοκρατίας, το λεγόμενο «κοινωνικό ριζοσπαστισμό» και μεταβάλλει ουσιωδώς την φυσιογνωμία του κόμματος.
Όσα αφορούν το «παρωχημένο», κατά τον πρωθυπουργό, οκτάωρο, είναι πλέον αρκετά γνωστά. Στον περιορισμένο χώρο αυτού του άρθρου θα αναφερθώ σε δύο από τις λιγότερο γνωστές παγίδες του νόμου για τη συλλογική δράση, που εμπνέονται από αντίστοιχες θατσερικές αντιμεταρρυθμίσεις, την απαγόρευση της απεργίας αλληλεγγύης και την απαγόρευση συγκεντρώσεων υποστήριξης σε απεργούς.
Οι διατάξεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν στρατηγικά από μεγάλους εργοδότες, για να συντρίψουν το συνδικαλισμό στις επιχειρήσεις τους. Ο αυτοκράτορας των ΜΜΕ Ρούπερτ Μέρντοχ, για παράδειγμα, δημιούργησε ένα δίκτυο «σκιωδών εταιριών», στις οποίες δεν υπήρχε συνδικαλιστική εκπροσώπηση, ούτως ώστε να παγιδεύσει το σωματείο του τύπου NGA (National Graphical Association) σε κήρυξη απεργιών αλληλεγγύης (secondary strikes) που κηρύχθηκαν παράνομες. Ο Μέρντοχ στη συνέχεια αξιοποίησε την ρύθμιση που χαρακτήριζε αξιόποινη άσκηση «ψυχολογικής βίας» τις συγκεντρώσεις υποστήριξης της απεργίας, εάν σε αυτές συμμετείχαν πάνω από έξη άτομα (ναι, μόνον έξη, 6!). Σε συνδυασμό με την πρόβλεψη αστικής ευθύνης των συνδικάτων για κάθε ζημία του εργοδότη, εφόσον η απεργία είχε κριθεί παράνομη, το συνδικάτο εξαναγκάστηκε σε υποχώρηση, παρά την μαζική συμμετοχή των εργαζομένων στην απεργία.
Η ουσία των ακραίων αυτών αντεργατικών ρυθμίσεων πλήρως υιοθετείται στο νομοσχέδιο Χατζηδάκη-Μητσοτάκη. Σύμφωνα με αυτό, εάν απεργία κριθεί παράνομη και καταχρηστική, όπως συμβαίνει στο 90% των περιπτώσεων, απαγορεύεται η επαναπροκήρυξη της μέσω άλλου, δευτεροβάθμιου σωματείου, ομοσπονδίας ή εργατικού κέντρου. Καθιερώνεται παράλληλα αστική ευθύνη για αποζημίωση των εργοδοτών όχι μόνον της διοίκησης του σωματείου, αλλά και των απλών εργαζομένων απεργών. Ανάλογα, το άρθρο 93 του νόμου, με την ψευδεπίγραφη επίκληση της ανάγκης προστασίας του δικαιώματος εργασίας, προβλέπει αστική ευθύνη των μελών της συνδικαλιστικής οργάνωσης για «ψυχολογική βία» σε βάρος απεργοσπαστών.
Υπάρχουν όμως δύο βασικές διαφορές μεταξύ της θατσερικής και της μητσοτακικής αντιμεταρρύθμισης. Η πρώτη διαφορά είναι νομική: Στην Ελλάδα η συλλογική δράση, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, η συνδικαλιστική δράση και η απεργία έχουν συνταγματική κατοχύρωση (αρ. 22 και 23 Σ), αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στο Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ).
Το νομοσχέδιο βρίθει αντισυνταγματικών ρυθμίσεων που θα ελεγχθούν από τα δικαστήρια, ακόμη και εάν η κοινοβουλευτική πλειοψηφία τις υπερψηφίσει. Ευθέως αντισυνταγματική είναι, για παράδειγμα, η ουσιαστική κατάργηση του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), μέσω της μετατροπής του σε ανεξάρτητη αρχή. Και αυτό γιατί ρητά προβλέπεται στο άρθρο 22 παρ. 1 Σ άμεση ευθύνη του κράτους για την προστασία του δικαιώματος στην εργασία. Όπου υπάρχει παρόμοια ευθεία κρατική ευθύνη για προστασία δικαιώματος, με ανάλογη ευθεία συνταγματική πρόβλεψη μπορεί η συγκεκριμένη αρμοδιότητα να ανατεθεί σε ανεξάρτητη αρχή, όπως έγινε με την Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, με την αναθεώρηση του 2001. Είναι επίσης ελεύθερη η θέσπιση ανεξάρτητων διοικητικών αρχών για την καλύτερη άσκηση αρμοδιοτήτων του κράτους που δεν σχετίζονται με την προστασία δικαιώματος. Στην περίπτωση του δικαιώματος στην εργασία, όμως, δεν μπορεί η Πολιτεία να απεκδυθεί τη συνταγματική της ευθύνη για τον έλεγχο τήρησης της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας. Αυτό αντίκειται και στο πνεύμα και στο γράμμα του Συντάγματος.
Η δεύτερη διαφορά Ελλάδας και ΗΒ είναι εξίσου σημαντική, από πολιτική άποψη ίσως σημαντικότερη: Οι εργατικοί του «Τρίτου Δρόμου» του Τόνυ Μπλερ διατήρησαν σε ισχύ την αντεργατική νομοθεσία.
Εμείς θα την καταργήσουμε.