Κεντροαριστερά: Η περιζήτητη νύφη και οι αμήχανοι μνηστήρες
Ανανεώθηκε:
«Το κέντρο βγάζει κυβερνήσεις» είναι το αγαπημένο μότο της ελληνικής πολιτικής σκηνής και δεν είναι μακριά από την πραγματικότητα. Ο χώρος δε της κεντροαριστεράς από την μεταπολίτευση και μετά θεωρείται πλειοψηφικός, με τα δεδομένα όμως να έχουν αλλάξει 50 χρόνια μετά. Σήμερα ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ διεκδικούν το ρόλο της ηγεμονίας του χώρου, κάτι που προς το παρόν το έχουν κάνει με σταθερή… αποτυχία.
Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ να βρουν τον κώδικα επικοινωνίας με τον κόσμο που αυτοπροσδιορίζεται ως κεντροαριστερός, μπορούν να καλύψουν πολιτικά τον χώρο του κέντρου που είναι ο πιο ανοιχτός στις πολιτικές αλλαγές, αρκεί βέβαια να πεισθεί για τη σοβαρότητα και τη συνέπεια του πολιτικού φορέα; Οι απαντήσεις δεν είναι απλές, ούτε εύκολες ο κάθε πολιτικός χώρος έχει τα πλεονεκτήματα και δυστυχώς για τους ίδιους τις περισσότερες αδυναμίες του.
Ο παλιός είναι αλλιώς, αλλά ο νέος είναι…ζαλισμένος
Το ΠΑΣΟΚ διατηρεί το πλεονέκτημα της παλαιότητας και της μεγαλύτερης πολιτικής εμπειρίας στον χώρο και, παρά τα προβλήματα, διαθέτει ευρύτερη οργανωτική βάση, ισχυρή απήχηση, κυρίως στην περιφέρεια και ισχυρότερους δεσμούς με τους παραδοσιακούς κεντρώους ψηφοφόρους.
Αντιθέτως ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί νέα δύναμη ως κόμμα εξουσίας, έζησε την εκτόξευση που ξεκίνησε το 2012 και έφτασε τρία χρόνια μετά να βρεθεί στα κυβερνητικά έδρανα. Αν θυμηθούμε ότι το 2009 το εκλογικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ ήταν στο 5% η θεαματική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα σοκ για τον κομματικό μηχανισμό, θετικό μεν, αλλά με αρκετά προβλήματα στη διαχείριση αυτής της νέας κατάστασης. Ο ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν κατάφερε να αποκτήσει την οργανωτική δύναμη του ΠΑΣΟΚ στην επαρχία, κάτι που αποτυπώνεται και στα ποσοστά που σημειώνει τις αυτοδιοικητικές εκλογές, όπου κερδίζει ελάχιστους δήμους, σε σχέση με την εκλογική του δύναμη.
Το σοκ για το ΠΑΣΟΚ ήταν άλλο. Από το κόμμα που το 2009 ανελάμβανε τα ηνία της χώρας με ποσοστό 45% κατρακύλησε μετά από μόλις έξι χρόνια στο 4,5% και στην έκτη θέση στις βουλευτικές εκλογές. Και κανείς δεν μπορεί να διαχειριστεί μια τέτοιου εύρους ήττα με απόλυτη ψυχραιμία.
Το βολικό άλλοθι της εσωκομματικής αντιπολίτευσης
Με διαφορετικές και αλληλεξαρτώμενες πορείες ανόδου και καθόδου οι ηγεσίες και τα επιτελεία των δύο κομμάτων άρχισαν να ψάχνουν τα αίτια της δυσπιστίας της εκλογικής βάσης και της πτώσης των ποσοστών.
Ένα επιχείρημα που διατυπώνεται είναι ότι μέρος της φθοράς οφείλεται στην δράση της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, οι «γκρίνιες» που ορισμένες φορές μετατρέπονται σε ανοιχτή αμφισβήτηση της ηγεσίας. Αυτή όμως η διαπίστωση, αν και έχει κάποια βάση, αποτελεί συνήθως άλλοθι για τις ηγεσίες, που ψάχνουν να βρουν βολικές αιτίες της πενιχρής απήχησης του αφηγήματός τους.
Οι τάσεις ή οι συνιστώσες δεν προκάλεσαν ποτέ πρόβλημα στα κόμματα της ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς στο να αναλάβουν τα κυβερνητικά πόστα. Ήταν μια θεσμοθετημένη πολιτική παράδοση, που παρήγαγε πολιτική και δεν οδηγούσε σε διασπάσεις. Όταν όμως οι «τάσεις» εντός ενός κόμματος θυμίζουν περισσότερο κακή εκδοχή ενός reality, αυτό δεν μπορεί να εκληφθεί ως πολιτική ζύμωση και δικαίως εκλαμβάνεται από το εκλογικό σώμα ως παρακμή. Και η παρακμή δεν είναι για κανέναν όραμα.
Η αναγκαία… «αμνησία»
Ένα από τα δυσκολότερα σημεία για τη χάραξη της νέας εποχής για τα δύο κόμματα είναι η διαχείριση του πολιτικού παρελθόντος, ειδικά αν προκύψει στην πορεία κυβερνητική συνεργασία, κάτι που αυτή τη στιγμή αρνούνται, αλλά το πρόσφατο παρελθόν αποδεικνύει το αντίθετο. Πριν από το 2010 κανείς δεν πίστευε ότι θα υπάρξουν κυβερνητικά σχήματα συνεργασίας της ΝΔ με το ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ και όμως συνέβησαν, χωρίς μάλιστα σοβαρές αναταράξεις.
Το ΠΑΣΟΚ, που έχει επανέλθει εν μέρει στην αντιδεξιά ρητορική, θα βρίσκει μπροστά του την συγκυβέρνηση Σαμαρά- Βενιζέλου, ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη όποτε έριχνε γέφυρες προς το ΠΑΣΟΚ «ξεχνούσε» την οξεία κριτική του στις κυβερνήσεις Σημίτη και Γιώργου Παπανδρέου.
Τα κόμματα του χώρου δείχνουν να επιμένουν στην στρατηγική της αυτονομίας και αυτό σημαίνει ότι οραματίζονται να κυβερνήσουν αυτοδύναμα. Πόσο ορατό και κυρίως πόσο πειστικό είναι αυτό για δύο κόμματα που το άθροισμα των δημοσκοπικών τους ποσοστών φτάνει μόλις το 25%; Θα πρέπει να γίνει κάτι εξαιρετικά θεαματικό για να εκτοξευθεί αυτής της απήχησης κόμμα κερδίζοντας περίπου 30 ποσοστιαίες μονάδες, ώστε να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Και όταν τεθεί ζήτημα συνεργασιών ότι τα κόμματα εμφανίζουν εύκολα... επιλεκτική αμνησία.
Αμηχανία με ευρωπαϊκό αέρα
Η συζήτηση για το στίγμα του χώρου είναι τόσο παλιά, όσο και το πανευρωπαϊκό φαινόμενο της κάμψης, που έφτασε ακόμα και στα όρια του αφανισμού των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σε όλη την Ευρώπη. Η κεντροαριστερά από κυρίαρχη μεταπολεμική δύναμη άρχισε από την δεκαετία του ’90 να βλέπει τις δυνάμεις της να υποχωρούν και προϊόντος του χρόνου να εξαφανίζεται σε κάποιες χώρες από τον πολιτικό χάρτη.
Η Ελλάδα έχει ελαφρώς ή σε άλλα σημαντικά διαφοροποιημένα χαρακτηριστικά και αυτό κυρίως οφείλεται στο ότι άργησε πολύ να αποκτήσει μια ευρωπαϊκού τύπου αστική δημοκρατία. Ο «τυφώνας» Ανδρέας Παπανδρέου ήρθε από το 1981 να εδραιώσει τον χώρο ως κυρίαρχο της πολιτικής σκηνής, ενώ και η διάδοχη κατάσταση με τον Κώστα Σημίτη ήταν ηγεμονική στο πολιτικό σκηνικό. Η μεταβολή που κατέστησε αρχικά τον ΣΥΡΙΖΑ κυβερνώσα παράταξη και στη συνέχεια της ΝΔ πολιτικά κυρίαρχη δεν ήταν κάποιο καπρίτσιο των ψηφοφόρων. Κάτι συνέβη στην κοινωνία το οποίο οι ηγεσίες της κεντροαριστεράς αδυνατούσαν ή αμέλησαν να ερμηνεύσουν με ολέθρια αποτελέσματα για τον χώρο.
Οι δύο βάρκες και η απαραίτητη ισορροπία
Το πρώτο που πρέπει να ξεκαθαρίσει είναι το πολιτικό στίγμα και αυτό είναι απαραίτητο να γίνει σαφές με απαντήσεις σε θεμελειώδη ερωτήματα. Όπως πχ στον όρο «κεντροαριστερά» πόσο είναι το κέντρο και πόσο η Αριστερά; Και αυτό είναι ερώτημα που δεν αναζητά ποσοστά, αλλά σαφείς πολιτικές θέσεις, που ουσιαστικά θα σηματοδοτούν σε ποιο κοινό θέλει να απευθυνθεί το κάθε κόμμα. Πολλές φορές τα κόμματα της κεντροαριστεράς έχουν δείξει να αμφιταλαντεύονται στρέφοντας το τιμόνι, μια δεξιά και μία αριστερά, κάτι που δημιουργεί συνεχή πολιτική αστάθεια. Άλλωστε είναι πάντα επικίνδυνο να θέλεις να επιταχύνεις πατώντας σε δύο βάρκες.
Η επί χρόνια κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας στο χώρο του κέντρου είναι δεδομένη και ο τρόπος για να ανακτηθεί η επιρροή σ’ αυτό το χώρο, δυστυχώς για τους επίδοξους μνηστήρες δεν είναι ένας δρόμος στρωμένος με ροδοπέταλα.
Η κεντροαριστερά, όπως και η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία ίσως να πρέπει να επιστρέψουν στα θεμελειώδη που τις έκαναν κάποτε κυρίαρχη πολιτική. Σε μια εποχή που η ανισοκατανομή του πλούτου είναι το κυρίαρχο πρόβλημα όχι μόνο στη χώρα, αλλά σε όλον τον πλανήτη πρέπει να έχει κάποιος προτάσεις για δομικές αλλαγές στο ίδιο το σύστημα. Αν οι ηγεσίες φοβούνται κάτι τέτοιο και θέλουν απλώς να εμφανιστούν απλώς ως καλύτεροι διαχειριστές θα παραμείνουν στη θέση του ουραγού, αφού σε αυτό το αφήγημα είναι αποδεδειγμένο ότι πείθει περισσότερο η κεντροδεξιά, γι αυτό και φαίνεται εδώ και αρκετά χρόνια να παίζει χωρίς αντίπαλο.
Το ελληνικό παράδοξο
Σε έναν χώρο που οι περισσότεροι εκτιμούν ότι υπερβαίνει το 40% οι δύο διεκδικητές του φαίνεται να δυσκολεύονται να διατηρήσουν έστω το μισό απ' αυτό το ποσοστό. Λιγότερο το ΠΑΣΟΚ και περισσότερο ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν το βλέμμα στραμμένο κυρίως στις εσωκομματικές ισορροπίες, παρά στην παραγωγή πολιτικής.
Τα ήρεμα νερά του ΠΑΣΟΚ μετά την επανεκλογή του προέδρου είναι άγνωστο αν θα φέρουν ούριο άνεμο στο μέλλον του κόμματος. Οι προθέσεις προς το παρόν εξαντλούνται στην ρύθμιση των εσωκομματικών ισορροπιών και στη δημιουργία οργάνων, όπως αυτό που θα ασχοληθεί με τον στρατηγικό σχεδιασμό μάλλον δεν είναι κάτι που μπορεί να αγγίξει τους ψηφοφόρους. Το αποτέλεσμα του σχεδιασμού ίσως, αλλά αυτό δεν μπορεί κάποιος να το προσδιορίσει χρονικά και ο πολιτικός χρόνος δεν είναι απεριόριστος.
Από την άλλη στον ΣΥΡΙΖΑ η κατάσταση πλέον έχει εκφύγει της πολιτικής και βρίσκεται στα όρια της «ψυχαγωγίας» και μάλιστα όχι στην καλύτερη εκδοχή της. Το νέο επεισόδιο της κόντρας είναι η πλατφόρμα που δημιούργησε ο Στέφανος Κασσελάκης για να καλέσει εθελοντές να τον στηρίξουν και αυτό ήταν η αφορμή για νέο γύρο αντιπαράθεσεις που και πάλι βλέπει προς τα δικαστήρια. Είναι απορίας άξιον και για τις δύο πλευρές της αντιπαράθεσης πώς πιστεύουν ότι θα ανακτήσουν την εμπιστοσύνη του εκλογικού σώματος όποιος κι αν είναι ο επόμενος αρχηγός.
Το κρίσιμο ζήτημα που συνήθως επιμένουν να αγνοούν οι ηγεσίες είναι ότι δεν είναι αυτές που δημιουργούν πολιτικά αιτήματα. Αυτά τα δημιουργεί η κοινωνία και οι ίδιοι καλούνται να τα εκφράσουν, εμπλουτίζοντάς τα ενδεχομένως, αλλά η μήτρα των εξελίξεων παραμένει η κοινωνία. Η ηγεσία ενός κόμματος μπορεί να έχει αναφορές, αλλά δεν εκφράζει την ιστορία του ή τις πολιτικές του ρίζες. Το παρελθόν ποτέ δεν αποτέλεσε όχημα για το μέλλον και όταν αυτό έγινε οδήγησε ή σε παρωδίες ή σε τραγωδίες.
Η σημερινή ελληνική κοινωνία, λιγότερο πολιτικοποιημένη από τις περασμένες δεκαετίες, αναμένει απαντήσεις και προτάσεις για τα προβλήματά της σήμερα και εκεί φαίνεται ότι δυσκολεύονται να πείσουν οι ηγεσίες των κομμάτων που τοποθετούνται στην κεντροαριστερά.