ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Το ΝΣΚ θεωρεί πως η Τράπεζα της Ελλάδος θα πρέπει να πληρώνει εισφορά αλληλεγγύης

Το ΝΣΚ θεωρεί πως η Τράπεζα της Ελλάδος θα πρέπει να πληρώνει εισφορά αλληλεγγύης
EUROKINISSI

Η Ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους θα αποφασίσει και θα γνωμοδοτήσει προς το υπουργείο Οικονομικών για το εάν η έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης που προβλέπεται από τις διατάξεις των ν. 3808/2009 και ν. 3845/2010 θα πρέπει να επιβάλλεται και στα κέρδη της Τράπεζας της Ελλάδος. Το Β΄ Τμήμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους έκρινε πως η έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης θα πρέπει να καταβάλλεται κανονικά από την κεντρική τράπεζα που έχει τη νομική μορφή Ανώνυμης Εταιρείας. Δεδομένης όμως της σημαντικότητας του θέματος η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Το θέμα προέκυψε το Σεπτέμβριο του 2016 όταν το Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων στο πλαίσιο διενέργειας μερικού επιτόπιου ελέγχου στην Τράπεζα της Ελλάδος για την παραγραφόμενη διαχειριστική χρήση 2008 διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι από τα στοιχεία του σχετικού φακέλου στην αρμόδια ΔΟΥ ΦΑΕ ΑΘΗΝΩΝ και με βάση τις υποβληθείσες δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος (αρχική και τροποποιητική), δεν είχε καταβληθεί από την ΤτΕ έκτακτη εισφορά βάσει των διατάξεων του ν.3808/2009. Η Τράπεζα επικαλέσθηκε για τον λόγο αυτό την απαλλακτική διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 73 του καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος που προβλέπει πως «η Τράπεζα απαλλάσσεται παντός φόρου ή τέλους».

Η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Β΄ Τμήμα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους το οποίο αφού εξέτασε τα δεδομένα έκρινε πως η ΤτΕ είναι υποχρεωμένη να καταβάλει την έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης. Το σκεπτικό της απόφασης του ΝΣΚ έχει ως εξής:

Ερμηνεία των διατάξεων

Από τις ανωτέρω διατάξεις, ερμηνευόμενες αυτοτελώς αλλά και σε συνδυασμό μεταξύ τους, συνάγονται τα ακόλουθα:

»Με το από 15 Σεπτεμβρίου 1927 Πρωτόκολλο του Λονδίνου, που υπεγράφη στη Γενεύη μεταξύ της Ελληνικής Κυβερνήσεως (μετά από αίτησή της προς το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία ενέκρινε τους όρους της συμβάσεως) και των αντιπροσώπων των χωρών της Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας και Ιταλίας και κυρώθηκε με το ν. 3423/1927, εγκρίθηκε από την Κοινωνία των Εθνών η χορήγηση προς την Ελλάδα δανείου, ύψους 9.000.000 αγγλικών λιρών, για την σταθεροποίηση του ελληνικού νομίσματος, της εκκαθάρισης των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού του Ελληνικού Κράτους και τη συνέχιση του έργου της αποκατάστασης των προσφύγων. Μεταξύ άλλων, με τις διατάξεις του ανωτέρω Πρωτοκόλλου προβλέφθηκε η ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία ήθελε λειτουργήσει σύμφωνα με το επισυναπτόμενο στο Πρωτόκολλο σχέδιο συμβάσεως, μεταξύ της Ελληνικής Κυβερνήσεως και της Εθνικής Τράπεζας και το σχέδιο του καταστατικού της (βλέπ. άρθρο IV του Πρωτοκόλλου και Παραρτήματα III και IV). Ακολούθησε η θέσπιση του ν. 3424/1927, περί συστάσεως νέας Τράπεζας με την επωνυμία Τράπεζα της Ελλάδος (εφεξής «ΤτΕ») μετά του προσαρτωμένου στη σύμβαση Καταστατικού της, δυνάμει του οποίου συνεστήθη η Τράπεζα της Ελλάδος με τη μορφή ανωνύμου εταιρείας (άρθρο 1 του Καταστατικού). Η διάρκεια της Τράπεζας της Ελλάδος ορίστηκε αρχικά μέχρι την 31-12-1970, έκτοτε, δε, παρατάθηκε διαδοχικά μέχρι την 31-12-2050.

»Με τις διατάξεις του άρθρου 28 του Συντάγματος αναγνωρίζεται η υπεροχή των κανόνων που θεσπίζονται με διεθνείς συμβάσεις, που έχουν κυρωθεί με νόμο, έναντι των κοινών νόμων που ψηφίζονται από τη Βουλή, ανεξαρτήτως αν οι διεθνείς συμβάσεις αυτές έχουν κυρωθεί με νόμο πριν από την έναρξη ισχύος του Συντάγματος 1975, διότι και επ' αυτών έχει εφαρμογή το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, εφόσον εξακολουθούν να ισχύουν κατά την έναρξη εφαρμογής του (ΣτΕ 466/2003, 4555/1996, 1975/1991, 2289/1987, 1093/1987, 2960/1980, 395/1978, 4950/1976 κ.ά.).

»Συνεπώς και το άρθρο 73 του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος, που αποτελούσε προσαρτώμενο τμήμα των ως άνω διεθνών συμβάσεων που κυρώθηκαν με τους προαναφερθέντες νόμους (3423 και 3424/1927) υπερισχύει, κατ' αρχάς, κάθε αντίθετης διάταξης τυπικού νόμου ως προς τις θεσπιζόμενες με το άρθρο αυτό απαλλαγές, για την έκταση των οποίων γίνεται λόγος στη συνέχεια.

»Με τις διατάξεις του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως ισχύει σήμερα μετά από διαδοχικές τροποποιήσεις, προβλέπεται ότι η λειτουργία της Τράπεζας διέπεται από ιδιαίτερο νομοθετικό καθεστώς, καθώς ρητώς ορίσθηκε ότι οι διατάξεις των νόμων περί ανωνύμων εταιρειών και τραπεζών δεν έχουν εφαρμογή, εάν αντιβαίνουν στο Καταστατικό (άρθρο 72 ν. 3424/1927 - Καταστατικού). Ειδικότερα, με τη ρητή διάταξη του άρθρου 73 παρ. 1 του ρηθέντος Καταστατικού, όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 5 του ν. 4502/1930, η Τράπεζα απαλλάσσεται παντός φόρου ή τέλους.

»Συναφώς προς τα ανωτέρω, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους έχει γνωμοδοτήσει ότι η ως άνω γενική απαλλαγή, από κάθε τέλος, της ΤτΕ περιλαμβάνει και την απαλλαγή της από το επιβληθέν, δυνάμει του άρθρου 24 του ν. 2130/1993 τέλος ακίνητης περιουσίας, για ακίνητα ιδιοκτησίας της (ΝΣΚ 445/1994), ενώ, καθόσον αφορά τον θεσπισθέντα με τις διατάξεις του ν. 4223/2013 ΕΝ.Φ.Ι.Α ότι η Τράπεζα της Ελλάδος δεν υποχρεούται στην καταβολή του για τα προβλεπόμενα στον ίδιο νόμο εμπράγματα δικαιώματά της επί ακινήτων, μόνον εφόσον τα ακίνητα αυτά χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση των, κύριων ή έστω παρεπόμενων, εργασιών της Τράπεζας κατά την άσκηση των υπό του Καταστατικού της προβλεπομένων εξαιρετικής φύσεως αρμοδιοτήτων της (ΟλΝΣΚ 323/2016)

»Ωστόσο, κατά τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η φορολογική απαλλαγή του άρθρου 73 παρ. 1 του ρηθέντος Καταστατικού, όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 5 του ν. 4502/1930, συνδέεται άρρηκτα με τις εργασίες εκείνες που ρητώς και λεπτομερώς αναφέρονται στο Καταστατικό και αποτελούν τον κύκλο των κυρίων ή έστω παρεπόμενων τραπεζικών της εργασιών, μη παρεχόμενη πέραν των ορίων της ειδικής και εξαιρετικής της λειτουργίας, δοθέντος ότι ούτε από την ερμηνεία των οικείων διατάξεων ούτε από την φύση τους προκύπτει ότι σκοπήθηκε η πλήρης και απεριόριστη απαλλαγή της Τράπεζας από κάθε φορολογική επιβάρυνση ή συμμετοχή στα κρατικά βάρη (ΟλΣτΕ 854/1934). Άλλωστε, έχει συναφώς κριθεί ότι η Τράπεζα της Ελλάδος δεν απαλλάσσεται των δημοτικών τελών (ΣτΕ 447/1982, 1580/1980, 3441/1977, 1645/1958, 903/1957 κλπ.) και ότι με νεότερη διάταξη, εισαχθείσα όμως πριν από την ισχύ του Συντάγματος 1975, νομίμως καταργήθηκε η δασμοφορολογική, κατά την εισαγωγή εμπορευμάτων, απαλλαγή της Τραπέζης (ΣτΕ 2130, 2131/1978) ως και η ταχυδρομική της ατέλεια (ΟλΣτΕ 1332/1953).

»Περαιτέρω, κατά την πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας3 οι επίμαχες έκτακτες εισφορές εντάσσονται στα πλαίσια μιας σειράς δημοσιονομικών μέτρων, που έλαβε ο νομοθέτης για την ικανοποίηση των κριτηρίων δημοσιονομικής πειθαρχίας (μείωση του ελλείμματος και του χρέους), καθώς για λόγους μειωμένης πιστοληπτικής ικανότητας του κράτους δεν ενδεικνυόταν η προσφυγή του στο δημόσιο δανεισμό. Περιελάμβαναν, μεταξύ άλλων, μέτρα όπως μείωση μισθών του Δημοσίου και συντάξεων, αύξηση ή επιβολή νέων φόρων, καθώς και έκτακτη εισφορά (πρβλ ΟλΣτΕ 668/2012 κ.ά.).

»Ως εκ τούτου ο νομοθέτης, ορίζοντας με το άρθρο 2 του ν.3808/2009 και το άρθρο πέμπτο του ν. 3845/2010 ότι επιβάλλεται «έκτακτη εφάπαξ εισφορά κοινωνικής ευθύνης» σε όλα τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 101 του ν. 2238/1994 (ημεδαπές Α.Ε., ΕΠΕ, δημόσιες, δημοτικές και κοινοτικές επιχειρήσεις, συνεταιρισμούς που έχουν συσταθεί νόμιμα και τις ενώσεις τους, αλλοδαπές επιχειρήσεις υπό οποιονδήποτε τύπο, ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες) και της παρ. 4 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου (προσωπικές εταιρίες, κοινωνίες αστικού δικαίου, αστικές κερδοσκοπικές ή μη κοινοπραξίες κλπ), απέβλεψε στην επιβολή της εισφοράς ως μέτρου έκτακτης οικονομικής επιβάρυνσης σε όλες γενικά τις επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις της χώρας, ακόμα και τις δημόσιες, των ΟΤΑ, τις μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, δηλαδή ανεξαρτήτως εάν τα νομικά αυτά πρόσωπα υπάγονται στις φορολογικές διατάξεις του νόμου αυτού (περί φορολογίας εισοδήματος) ή σε οιοδήποτε άλλο φορολογικό καθεστώς, με μόνη προϋπόθεση για την υπαγωγή σ' αυτή τα ως άνω νομικά πρόσωπα να έχουν πραγματοποιήσει κατά το έτος βάσης επιβολής των εισφορών αυτών καθαρό εισόδημα ή καθαρά κέρδη άνω του οριζομένου στις διατάξεις αυτές ορίου.

»Υπό τα δεδομένα αυτά, όπως παγίως έχει κριθεί σε ανάλογες περιπτώσεις επιβολής εκτάκτων εισφορών (βλ. ΣτΕ 1685/2013 Ολομ,1317, 1318/1979 Ολομ., 3098, 3653/1981, 3202/1982, 116, 2209, 3515/1983, 357/1984 επταμ., 3639/1984, 797, 2729/1986 και ΟλΝΣΚ 130/2017) το εισόδημα αυτό ή τα καθαρά κέρδη δεν αποτελεί το αντικείμενο της επιβαλλόμενης κατά τα ανωτέρω εισφοράς, αλλά το κριτήριο βάσει του οποίου θεωρείται κατά την αντίληψη του νομοθέτη, ότι υπάρχει η σχετική φοροδοτική ικανότητα των υποκειμένων στην εισφορά επιχειρήσεων καθώς και η βάση υπολογισμού της.

»Συνεπώς, στις εν θέματι εισφορές υπόκειται και η Τράπεζα της Ελλάδος. Τούτο προκύπτει ιδίως από την ευρύτητα του κύκλου των νομικών προσώπων και επιχειρήσεων που υπόκεινται στις εισφορές αυτές και από το γεγονός ότι οι σχετικές διατάξεις δεν εξαιρούν την Τράπεζα της Ελλάδος από την επιβολή των εισφορών αυτών. Περαιτέρω, από την αιτιολογική έκθεση του ν. 3845/2010 και από τις σχετικές κοινοβουλευτικές συζητήσεις και τα συναφή στοιχεία συνάγεται ότι ο νομοθέτης δεν ηθέλησε να εξαιρέσει από την γενική προσπάθεια για την υπέρβαση της κρίσης το συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο.

»Τα παραπάνω δεν αναιρούνται από την παραπομπή του νόμου στις διατάξεις του Κ.Φ.Ε. για τον προσδιορισμό του εισοδήματος που λαμβάνεται ως βάση υπολογισμού των εισφορών αυτών και συνεπώς οι ένδικες εισφορές δεν αποτελούν φόρο εισοδήματος. Εάν ο νομοθέτης επιθυμούσε να εξαιρεθεί η Τράπεζα της Ελλάδος από την επιβολή των εν θέματι εκτάκτων εισφορών, θα περιελάμβανε ρητή εξαίρεση, όπως έπραξε σε άλλες περιπτώσεις φορολογιών.

Απάντηση

Κατ' ακολουθία των προεκτεθέντων, επί του τεθέντος ερωτήματος το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Τμήμα Β'), γνωμοδοτεί, ομοφώνως, ως εξής:

»Στα κέρδη της Τράπεζας της Ελλάδος επιβάλλεται η έκτακτη εισφορά που προβλέπεται από τις διατάξεις των ν.3808/2009 και ν.3845/2010.

»Ωστόσο, παρά την ομόφωνη γνώμη των μελών του, λόγω της μείζονος σπουδαιότητας των νομικών ζητημάτων που ανακύπτουν, το Τμήμα αποφάσισε ομοφώνως την παραπομπή του ερωτήματος στην Ολομέλεια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, κατ' εφαρμογή του άρθρων 6 παρ. 3 του ν. 3086/2002.»