ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Αντισυνταγματική η φορολόγηση εισοδήματος από ανείσπρακτα ενοίκια

Αντισυνταγματική η φορολόγηση εισοδήματος από ανείσπρακτα ενοίκια

Αντισυνταγματική χαρακτηρίζει η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής την κατάργηση της διαδικασίας εκχώρησης ανείσπρακτων μισθωμάτων την οποία προβλέπει το πολυνομοσχέδιο με τα προαπαιτούμενα μέτρα, το οποίο θα εισαχθεί σήμερα προς συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής. Στην βάση αυτή ζητά να παρασχεθεί δυνατότητα έκπτωσης από το φορολογητέο εισόδημα της αξίας των µη εισπράξιμων ή επισφαλών απαιτήσεων από μισθώματα.

Σε σχετική της έκθεση που δημοσιοποιήθηκε σήμερα η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής δίνει ειδικό βάρος στο άρθρο 2 του πολυνομοσχεδίου που καταργεί αναδρομικά από την 1η Ιανουαρίου 2015 τη δυνατότητα εισοδήματα από την εκμίσθωση ακίνητης περιουσίας που θεωρούνται ότι έχουν αποκτηθεί και τα οποία αποδεδειγμένα δεν έχουν εισπραχθεί από τον δικαιούχο, να µη συνυπολογίζονται στο συνολικό εισόδημά του, εφόσον εκχωρηθούν στο Δημόσιο χωρίς αντάλλαγμα.

Σύμφωνα με τους νομικούς της Βουλής, προϋπόθεση επιβολής φόρου εισοδήματος αποτελεί η κτήση εισοδήματος από τον φορολογούμενο. Ως εισόδημα, δε, νοείται οποιοδήποτε έσοδο ή προσαύξηση περιουσίας που συγκεντρώνει τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά του εισοδήματος και εντάσσεται σε κάποια από τις κατηγορίες εισοδήματος που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος.

Κατά τους ίδιους, ο Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος ξεκαθαρίζει πως χρόνος κτήσης του εισοδήματος θεωρείται ο χρόνος που ο δικαιούχος απέκτησε το δικαίωμα είσπραξής του. Εν προκειμένω, ο νομοθέτης υπάγει σε φόρο, όχι µόνο το πράγματι εισπραχθέν, αλλά και το µη εισπραχθέν έσοδο, για το οποίο, όμως, ο φορολογούμενος έχει αγώγιμη αξίωση για την είσπραξή του.

Για τη ρύθμιση του πολυνομοσχεδίου σημειώνουν πως α η δικαιολογητική βάση της αποτελεί το ότι, ακόμη και αν ο φορολογούμενος δεν έχει εισπράξει το χρηματικό ποσό που συνιστά το αντάλλαγμα της προσωπικής εργασίας ή τους καρπούς των περιουσιακών στοιχείων του (στην προκείμενη περίπτωση, το μίσθωμα από την εκμετάλλευση ακινήτων του), εν πάση περιπτώσει έχει επέλθει προσαύξηση της περιουσίας του από την ανωτέρω αιτία, λόγω απόκτησης χρηματικώς αποτιμητής αγώγιμης αξίωσης.

Στο σημείο αυτό αποσαφηνίζουν πως ο ανωτέρω κανόνας που φορολογεί εισόδημα που τελικώς μπορεί να µην εισπραχθεί είναι καταρχήν συνταγματικά ανεκτός μόνον εάν η αναγνωρισμένης μερική ή ολική αδυναμίας είσπραξης της ανωτέρω οφειλής η μείωση της περιουσίας του φορολογουμένου (λόγω του ανείσπρακτου μισθώματος), αναγνωρισθεί ως στοιχείο που μειώνει το εισόδημά και παρασχεθεί στο φορολογούμενο έκπτωση για τα ποσά επισφαλών απαιτήσεων ή των οριστικών διαγραφών τους.

«Υπό το φως των ανωτέρω, μετά την κατάργηση της παραγράφου 4 του άρθρου 39 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, πρέπει να παρασχεθεί δυνατότητα έκπτωσης από το φορολογητέο εισόδημα της αξίας των µη εισπράξιμων ή επισφαλών απαιτήσεων από μισθώματα, άλλως σε βάθος χρόνου, κατ’ αποτέλεσμα, φορολογείται πλασματικό εισόδημα, κατά παράβαση του άρθρου 78 παρ.1 του Συντάγματος, όπως και του άρθρου άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος που επιτάσσει τη φορολόγηση µε βάση τη φοροδοτική ικανότητα», αναφέρει σχετικά η έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής.