Δυστυχούν οι Έλληνες, σύμφωνα με έρευνα του ΟΟΣΑ
Από τους πλέον δυστυχισμένους λαούς μεταξύ των χωρών του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ) είναι οι Έλληνες.
Όπως καταδεικνύει η κατάταξη Better Life Index (Δείκτης Καλύτερης Ζωής) του ΟΟΣΑ η οποία μελετά 11 πεδία ευημερίας στα 38 κράτη μέλη του Οργανισμού οι Έλληνες είναι εκ των λιγότερο ικανοποιημένων από τη ζωή τους σε σχέση με τον μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ.
Είναι χαρακτηριστικό πως όταν ζητήθηκε από τους Έλληνες μετέχοντες στην έρευνα να βαθμολογήσουν τη γενική ικανοποίησή τους από τη ζωή τους σε μια κλίμακα από το 0 έως το 10, εκείνοι έδωσαν ένα βαθμό 5,6, ο οποίος υπολείπεται του μέσου όρου του ΟΟΣΑ που είναι το 6,5.
Αντιθέτως υψηλά επίπεδα ικανοποίησης από τη ζωή τους καταγράφουν οι κάτοικοι της Δανίας, της Νορβηγίας και των άλλων σκανδιναβικών εθνών, όπως και οι κάτοικοι σε Ελβετία, Νέα Ζηλανδία, Καναδά και Αυστραλία, χώρες που ξεχωρίσου για τα επίπεδα απασχόλησης, την ποιότητα των θέσεων εργασίας και τις παροχές υγείας.
Η Ελλάδα αποδίδει καλά σε λίγα μόνο πεδία ευημερίας και κατατάσσεται πάνω από τον μέσο όρο στην κατάσταση της υγείας και της ισορροπίας μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής. Κάτω του μέσου όρου κατατάσσεται σε θέματα εισοδήματος και πλούτου, στη συμμετοχή στα κοινά, στη στέγαση, στην ποιότητα του περιβάλλοντος, στην υποκειμενική ευημερία, στις κοινωνικές διασυνδέσεις, στις θέσεις εργασίας και στις αποδοχές.
Σύμφωνα με την έρευνα, στην Ελλάδα το μέσο νοικοκυριό στην Ελλάδα έχει καθαρό προσαρμοσμένο διαθέσιμο εισόδημα 18 099 δολάρια το χρόνο, λιγότερο από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ (29.016 δολάρια το χρόνο). Υπάρχει δε ένα σημαντικό χάσμα μεταξύ των πλουσιότερων και φτωχότερων, καθώς το κορυφαίο 20% του πληθυσμού κερδίζει έξι φορές περισσότερα από όσο το ασθενέστερο 20% του πληθυσμού.
Όσον αφορά στην απασχόληση, μόλις το 49% των ατόμων ηλικίας 15 έως 64 ετών στην Ελλάδα έχουν αμειβόμενη εργασία, κάτω από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ που είναι 66%, επίδοση που είναι η χαμηλότερη μεταξύ των μελών του Οργανισμού. Περίπου το 58% των ανδρών έχει αμειβόμενη εργασία, σε σύγκριση με το 41% των γυναικών.
Στην Ελλάδα, το 68% των ενηλίκων ηλικίας 25-64 ετών έχουν ολοκληρώσει την ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, λιγότερο από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ (76%). Όσον αφορά δε στην ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος, ο μέσος Έλληνας φοιτητής σκόραρε 466 βαθμούς στην ικανότητα ανάγνωσης, στα μαθηματικά και στην επιστήμη στο πρόγραμμα για τη Διεθνή Αξιολόγησης Μαθητών (PISA) του ΟΟΣΑ, βαθμολογία που είναι χαμηλότερη από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ που είναι 497 βαθμοί.
Όσον αφορά στην υγεία, το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα είναι σχεδόν 81 χρόνια, ένα χρόνο μεγαλύτερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (80 χρόνια). Το προσδόκιμο ζωής για τις γυναίκες είναι 84 χρόνια, σε σύγκριση με 79 για τους άνδρες.
Το επίπεδο της ατμοσφαιρικής ρύπανσης είναι 15,4 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο, υψηλότερο από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ (14,05 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο).Η Ελλάδα είναι κάτω από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ όσον αφορά στην ποιότητα των υδάτων, καθώς μόλις το 69% των ατόμων είναι ικανοποιημένοι με την ποιότητα των υδάτων, έναντι 81% που είναι ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ.
Όσον αφορά στη δημόσια σφαίρα, υπάρχει μια μέτρια αίσθηση της κοινότητας και μέτρια επίπεδα συμμετοχής των πολιτών σε αυτή, δεδομένου ότι το 83% των Ελληνων αναφέρουν πως γνωρίζουν κάποιον που θα μπορούσε να επικαλεστούν σε ώρα ανάγκης, έναντι 88% που είναι ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ.
Τέλος, σε σχέση με την προσέλευση των ψηφοφόρων, ένα μέτρο που δείχνει τη συμμετοχής των πολιτών στην πολιτική διαδικασία, αυτή ήταν 64% κατά τη διάρκεια των πρόσφατων εκλογών, κάτω από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ (68%).