Οι κερδισμένοι και οι χαμένοι από τα νέα δεδομένα στον ενεργειακό κλάδο
Ένα νέο τοπίο, με μεγάλους κερδισμένους αλλά και χαμένους φέρνουν οι εξελίξεις στον ενεργειακό κλάδο.
Είτε μιλάμε σε επίπεδο κρατών είτε σε επίπεδο ενεργειακών κλάδων αλλά και για επιχειρήσεις και νοικοκυριά, το τσουνάμι των αλλαγών ξαναγράφει πλήρως το χάρτη.
Ξεκινώντας από το διεθνές επίπεδο, ξεκάθαροι κερδισμένοι είναι οι πετρελαιοπαραγωγικές χώρες και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Στην πρώτη περίπτωση, το όφελος είναι ξεκάθαρο, καθώς από το ναδίρ του 2020, οι τιμές του «μαύρου χρυσού» εκτινάχθηκαν πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι εν μέσω ενεργειακής κρίσης. Μάλιστα, σύμφωνα με εκτιμήσεις αναλυτών, οι τιμές του πετρελαίου αναμένεται να παραμείνουν αρκετά ψηλά καθώς δεν αναμένεται άμεσα αποκλιμάκωση στο φυσικό αέριο, ενώ ταυτόχρονα απαιτείται χρόνος μέχρι να ωριμάσουν τα έργα ΑΠΕ. Συνεπώς, χώρες με μεγάλα πετρελαϊκά αποθέματα και χαμηλά κόστη εξόρυξης βλέπουν τα έσοδά τους να εκτινάσσονται.
Αντίστοιχα, στην περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών, το όφελος είναι διπλό: από τη μία, η ανάκαμψη των τιμών του πετρελαίου καθιστά και πάλι κερδοφόρα την εξόρυξη σε πολλές εγκαταστάσεις στις ΗΠΑ που στο παρελθόν είχαν δεχθεί σοβαρότατα πλήγματα. Ειδικά στην περίπτωση του σχιστολιθικού πετρελαίου, οι υψηλές τιμές καθιστούν τις επενδύσεις εκ νέου βιώσιμες.
Και από την άλλη, η απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο καθιστά ανάρπαστο το αμερικανικό LNG, το οποίο και ταυτόχρονα πωλείται εξαιρετικά ακριβά, εκτινάσσοντας τα κέρδη των ΗΠΑ.
Στον αντίποδα, προφανής χαμένος είναι η Ευρώπη, που βιώνει περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή στον κόσμο την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους. Αλλά και η Ρωσία, μολονότι οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν ανέβει, μακροπρόθεσμα εκτιμάται πως θα συγκαταλέγεται στους χαμένους, καθώς η στρατηγική απόφαση της Δύσης για απεξάρτηση από το ρωσικό αέριο σημαίνει πως οι εν δυνάμει πελάτες της θα περιοριστούν.
Η «πράσινη μετάβαση»
Όσον αφορά τους ενεργειακούς κλάδους, είναι ξεκάθαρο πως σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα τα οφέλη βρίσκονται σε εκείνους που σχετίζονται με τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και ευρύτερα την πράσινη μετάβαση. Είτε μιλάμε για φωτοβολταϊκά, είτε για αιολικά πάρκα, είτε ακόμη και για τεχνολογίες όπως το βιοαέριο ή το πράσινο υδρογόνο, μέσα στα επόμενα χρόνια, μόνο στη χώρα μας αναμένονται επενδύσεις δισεκατομμυρίων ευρώ. Εντούτοις, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, το κόστους ανάπτυξης έργων ΑΠΕ έχει ανέβει κατακόρυφα, λόγω της αντίστοιχης ανόδου των υλικών κατασκευής και κυρίως του αλουμινίου. Έτσι, για όσους έχουν «κλειδώσει» τα κόστη κατασκευής, η τρέχουσα συγκυρία αποτελεί εξαιρετική ευκαιρία, ενώ για τους υπόλοιπους ενδεχομένως η βέλτιστη επιλογή είναι να τηρήσουν στάση αναμονής.
Αντίστοιχα, παράπλευρα αλλά σημαντικά οφέλη καταγράφουν και οι ναυτιλιακές εταιρείες που μεταφέρουν καύσιμα, είτε πρόκειται για πετρέλαιο είτε -κυρίως- για LNG, καθώς η αυξημένη ζήτηση συμπαρασύρει και τα ναύλα, τα οποία σε κάποιες περιπτώσεις έχουν φτάσει σε δυσθεώρητα ύψη.
Στον αντίποδα, η κατάσταση περιπλέκεται για τη μεταφορά του ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, καθώς, όπως φάνηκε και στην περίπτωση του Nord Stream 2, τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα απαιτούν αλλαγή πλεύσης, ενδεχομένως και νέες επενδύσεις που σχετίζονται με τη μεταφορά υδρογόνου
Εταιρείες και νοικοκυριά
Υπό αυτό το πρίσμα, μεγάλους κερδισμένους αλλά και χαμένους φέρνει η ενεργειακή κρίση μεταξύ των εταιρειών αλλά και των νοικοκυριών. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν οι επιχειρήσεις εκείνες που έχουν απευθείας πρόσβαση σε «πράσινη» ενέργεια και άρα μπορούν να μειώσουν το κόστος λειτουργίας τους. Αντίστοιχα, εκείνες που έχουν «κλειδώσει» ταρίφες μέσω απευθείας συμφωνιών και άρα εξασφαλίζουν σταθερά κόστη. Το ίδιο ισχύει και για τα νοικοκυριά αλλά και τις μικρές επιχειρήσεις που έχουν σταθερό τιμολόγιο ρεύματος. Επίσης, απρόσμενοι κερδισμένοι είναι οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας οι οποίοι πωλούν ρεύμα στη spot αγορά και όχι μέσω σταθερής ταρίφας. Παραδοσιακά, η spot αγορά είναι πολύ φθηνότερη, όμως στην τρέχουσα συγκυρία τα δεδομένα έχουν αλλάξει άρδην. Στον αντίποδα, όσοι έχουν κυμαινόμενα τιμολόγια και βέβαια οι ενεργοβόρες επιχειρήσεις ανεξαρτήτως μεγέθους νιώθουν στο πετσί τους τις συνέπειες της κρίσης και -μολονότι στηρίζονται οικονομικά από το κράτος- καλούνται να πληρώσουν πολλαπλάσιο κόστος.