Επιδείνωση των κοινωνικών δεικτών στην Ελλάδα μετά το 2020 - Οι επιπτώσεις της πανδημίας
Ανανεώθηκε:
Η Ελλάδα, ακολουθώντας την τάση της ευρωπαϊκής ύφεσης, σημείωσε επιδείνωση όλων των κοινωνικών δεικτών στο διάστημα της περιόδου 2012-2014, όταν και σημειώθηκαν ιστορικά υψηλά σε μια σειρά από τομείς (ανεργία, ανισότητες, φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός).
Ωστόσο, από το 2016 και μετά καταγράφεται μία συστηματική αποκλιμάκωση των δυσμενών μεγεθών και βελτίωση των σχετικών δεικτών, με αποτέλεσμα το 2019 να παρατηρείται επιστροφή πολλών δεικτών στα προ κρίσης επίπεδα.
Έκτοτε, και προ πανδημίας αλλά και την περίοδο αυτής, παρά τις προσπάθειες αντιμετώπισής της και τα όποια μέτρα ελήφθησαν για την προστασία της εργασίας και των εισοδημάτων το 2020-21, αναδείχθηκε το φαινόμενο της κοινωνίας δύο ταχυτήτων.
H μείωση των εισοδημάτων , η αύξηση του κόστους διαβίωσης και κατανάλωσης και το σοβαρότατο πρόβλημα του ακραίου πληθωρισμού (7,2% τον Φεβρουάριο 2022 -υψηλότερο 25ετίας) οδήγησαν στην ανακοπή της τάσης αποκλιμάκωσης των ανισοτήτων. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2020 η εισοδηματική ανισότητα στην Ελλάδα ήταν υψηλότερη του μέσου όρου της ΕΕ και με βάση τα παραπάνω τίθεται εν αμφιβόλω η χρηματοοικονομική σταθερότητα της οικονομίας της χώρας μας σε μακροοικονομικό επίπεδο.
O συντελεστής Gini αφού άγγιξε το υψηλότερο επίπεδο το 2014 (34,5), άρχισε να υποχωρεί για πρώτη φορά το 2015 (34,2) ενώ το 2019 κατέγραψε τη χαμηλότερη τιμή από την έναρξη της κρίσης (31,0) και από το 1995 (που είναι η παλαιότερη χρονολογία βάσης δεδομένων της Eurostat), συγκλίνοντας έτσι με την τιμή του δείκτη για το 2019 στην Ευρωπαϊκή Ένωση (30,2). Ωστόσο, το 2020 σημειώνει αντιστροφή τάσης και ανέρχεται στο 31,4.
Το ίδιο ισχύει και για τον λόγο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού προς το φτωχότερο 20% (δείκτης S80/S20 ) που ανήλθε σε 5,2 το 2020 (S80/S20 ratio). Αυτό σημαίνει πως το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,2 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο του εισοδήματος του φτωχότερου 20% του πληθυσμού.
Επιπλέον, φαίνεται ότι τα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια ενίσχυσαν ελαφρά το εισοδηματικό τους μερίδιο έναντι των πιο φτωχών. Πράγματι, το 25% πληθυσμού με το υψηλότερο εισόδημα κατέχει το 45% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος (ποσοστό αυξημένο σε σχέση με το 2019) έναντι μόλις 10,4% που κατέχει το 25% του πληθυσμού με το χαμηλότερο εισόδημα (σταθερό σε σχέση με το 2019).
Από τον Οκτώβριο του 2021, ο Γενικός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή παρουσιάζει ισχυρή ανοδική τάση . Ειδικότερα, τον Φεβρουάριο 2022, η αύξηση του Γενικού ΔΤΚ ανήλθε σε 7,2%, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Φεβρουαρίου 2021 και εντοπίζει αυξήσεις 25,4% στη στέγαση, που οφείλονται στην άνοδο των τιμών σε ενοίκια, ηλεκτρισμό, φυσικό αέριο και πετρέλαιο θέρμανσης, καθώς και 12,2% στις μεταφορές, εξαιτίας της αύξησης στα καύσιμα και λιπαντικά, και 7,1% στη διατροφή και σε μη αλκοολούχα ποτά.
Έτσι, το 2020 καταγράφηκε αύξηση και ένταση του κίνδυνου φτωχοποίησης τόσο των φτωχών όσο και μη φτωχών τμημάτων του πληθυσμού .
Το 2020 για την ηλικιακή κατηγορία (0-17 ετών) σημειώνεται αύξηση της υλικής υστέρησης κατά 2,1 ποσοστιαίες μονάδες (19,7%), αλλά και για αυτή των 18-64 ετών εμφανίζεται επίσης αύξηση κατά 0,6 π.μ. (17,6%). Το αντίστοιχο ποσοστό το 2009 ήταν 10,3%.
Η Ελλάδα παρουσιάζει, επίσης, το υψηλότερο ποσοστό σοβαρής υλικής υστέρησης μεταξύ εργαζομένων στην ΕΕ (11,7% το 2020), γεγονός που καταδεικνύει την έκταση του φαινομένου των «εργαζόμενων-φτωχών» και των επιπτώσεων των πολιτικών απορρύθμισης της αγοράς εργασίας συνολικότερα.
Η αδυναμία ανταπόκρισης σε έκτακτες αλλά και πάγιες δαπάνες αφορά όχι μόνο στον φτωχό πληθυσμό, αλλά και μέρος του μη φτωχού πληθυσμού της χώρας.
Το 96,7% των φτωχών νοικοκυριών και το 40,8% των μη φτωχών δηλώνει οικονομική δυσκολία να καλύψει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους, περίπου, 395 ευρώ . Το 71,6% των φτωχών νοικοκυριών και το 28,5% των μη φτωχών αναφέρει μεγάλη δυσκολία στην αντιμετώπιση των συνήθων αναγκών του με το συνολικό μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά του. Το 50,1% των φτωχών νοικοκυριών και το 23,6% των μη φτωχών δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή πάγιων λογαριασμών , όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού, του φυσικού αερίου, κ.ά.
Σύμφωνα με την Έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας Γ.Σ.Ε.Ε. , κατά την περίοδο της εφαρμογής των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης διαπιστώνεται η περιορισμένη δυνατότητα των νοικοκυριών να αποταμιεύσουν, ταυτόχρονα όμως, διαπιστώνεται και η διαφορά που υπάρχει από το 2012 μέχρι σήμερα μεταξύ του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και της κατανάλωσής τους. Η πανδημική κρίση επιδείνωσε τα ήδη συμπιεσμένα από την πολύχρονη οικονομική κρίση εισοδήματα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, μόλις το 37% του συνόλου των νοικοκυριών και το 9% των φτωχών νοικοκυριών κατάφερε να αποταμιεύσει το 2020, ενώ το 43% του συνόλου των νοικοκυριών και το 67% των φτωχών νοικοκυριών έπρεπε είτε να δανειστεί είτε να ξοδέψει από τις αποταμιεύσεις του. Δεδομένου ότι τα περισσότερα νοικοκυριά είναι αναγκασμένα είτε να δανειστούν είτε να αξιοποιήσουν τις αποταμιεύσεις τους εντείνεται ο κίνδυνος φτωχοποίησής τους συνολικά.
Επίσης, η δυσκολία κάλυψης των δαπανών διαβίωσης δεν αφορά μόνο στα φτωχά νοικοκυριά αλλά περίπου το ένα τρίτο (1/3) του συνόλου των νοικοκυριών. Το 35% του συνόλου των νοικοκυριών και περίπου το 60% των φτωχών νοικοκυριών δεν έχει αποταμιεύσεις για να στηρίξει το επίπεδο διαβίωσής του, σε περίπτωση που μείνει χωρίς εισόδημα. Επίσης, το ποσοστό του πληθυσμού που διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου ανέρχεται σε 29,1% για το σύνολο του πληθυσμού, σε 25,8% για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 44,6% για τον φτωχό πληθυσμό. Tο 43,7% των νοικοκυριών που έχουν λάβει καταναλωτικό δάνειο για αγορά αγαθών και υπηρεσιών, δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωμή αυτού ή των δόσεων.
Η αδυναμία της συντριπτικής πλειονότητας των νοικοκυριών να αποταμιεύσει, δημιουργεί ανησυχία αναφορικά με τη χρηματοοικονομική τους συνοχή, τη μεσοπρόθεσμη δυναμική της ιδιωτικής κατανάλωσης, αλλά και την αύξηση της οικονομικής ανισότητας μεταξύ των πολιτών.
Οι ανωτέρω προβληματικές επιτάσσουν την αναζήτηση πολιτικών μετριασμού των επιπτώσεων της πανδημικής και ενεργειακής κρίσης, των υψηλών τιμών προϊόντων και υπηρεσιών, βελτίωσης της παραγωγικότητας αλλά και κρίσιμων παρεμβάσεων για την ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών λαμβάνοντας υπόψη τα εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα του κατά κεφαλήν ΑΕΠ εκφρασμένο σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης (μικρότερο κατά 1,4% σε σύγκριση με το 2019 και μεταξύ των 8 χωρών της ΕΕ με χαμηλότερο ΑΕΠ το 2021 σε σύγκριση με το 2019) .
* Ειρήνη – Ακριβή Νταή, Οικονομολόγος, Συντονίστρια Ομάδας Κοινωνικών Εξελίξεων ΕΝΑ – Σημεία της ανάλυσης περιλαμβάνονται στο Δελτίο Κοινωνικών Εξελίξεων 2022 του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ που θα δημοσιευθεί τις επόμενες ημέρες στο www.enainstitute.org