ΔΝΤ: Αναγκαία η πρόσθετη δημοσιονομική στήριξη από την Ευρωζώνη για τη διετία 2021-2022
Ανανεώθηκε:
Απαραίτητη η πρόσθετη δημοσιονομική στήριξη απο την ευρωζώνη, σύμφωνα με έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, προκειμένου να ενισχυθεί η οικονομική ανάπτυξη κατά 2% στο τέλος του επόμενου έτους.
Μάλιστα σύμφωνα με την ίδια έκθεση, η στήριξη αυτή πρέπει να είναι αντίστοιχη με το 3% του ΑΕΠ, στη διετία 2021-2022.
«Μία τέτοια επιπλέον στήριξη της τάξης του 3% του ΑΕΠ τη διετία 2021-22 θα μπορούσε να αυξήσει το ΑΕΠ κατά περίπου 2% στο τέλος του 2022 και να μειώσει περισσότερο από το μισό τις μεσοπρόθεσμες απώλειες λόγω του ισχυρού αντίκτυπου στην πλευρά της προσφοράς», αναφέρει η έκθεση.
«Αυτό θα είχε μεγαλύτερα οφέλη για τα νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα και μικρότερες παράπλευρες συνέπειες από την πρόσθετη νομισματική στήριξη. Θα οδηγούσε, επίσης, τον πληθωρισμό πιο κοντά στον στόχο σε πολλές χώρες και θα βοηθούσε στην αποκατάσταση του περιθωρίου της νομισματικής πολιτικής».
Το ΔΝΤ ανέφερε ότι η επιπλέον δημοσιονομική ώθηση θα μπορεί να ακολουθηθεί από μία ισχυρότερη προσαρμογή μόλις μειωθεί η υπερβάλλουσα παραγωγική δυναμικότητα.
Υπενθυμίζεται πως το ΔΝΤ στις αρχές του μήνα (2 Απριλίου) με έκθεσή του είχε προειδοποιήσει πως οι κοινωνικές ανισότητες, οι οποίες επιδεινώθηκαν εξαιτίας της πανδημίας του νέου κορωνοϊού, ενδέχεται να οδηγήσουν σε αποσάθρωση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς τις κυβερνήσεις τους και στο ξέσπασμα κοινωνικής αναταραχής, τονίζοντας τα εξής:
Η πανδημία «εξέθεσε και επέτεινε προϋπάρχουσες ανισότητες όσον αφορά τα εισοδήματα και την πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες, όπως η υγειονομική περίθαλψη και ο εμβολιασμός», συνόψισε το ΔΝΤ στην έκθεσή του αυτή, που καταρτίστηκε ενόψει της εαρινής συνόδου του.
Οι συνέπειες ενδέχεται να αποδειχθούν διαρκείς, ειδικά για τα παιδιά και τους νέους που ανήκουν στα φτωχότερα νοικοκυριά.
Επιπλέον, η επιτάχυνση της ψηφιακής μετάβασης εξαιτίας της πανδημίας κάνει ολοένα δυσκολότερο για τους εργαζόμενους με χαμηλή ειδίκευση να βρουν απασχόληση.
«Σε αυτό το πλαίσιο, οι κοινωνίες ενδέχεται να γνωρίσουν πόλωση, αποσάθρωση της εμπιστοσύνης στις κυβερνήσεις, ή αναταραχή», εκτίμησε ο χρηματοπιστωτικός θεσμός της Ουάσινγκτον, προσθέτοντας πως «οι παράγοντες αυτοί περιπλέκουν την κατάρτιση πολιτικής και εγείρουν κινδύνους για τη σταθερότητα και τη λειτουργία των κοινωνιών».
«Οι κυβερνήσεις πρέπει να προσφέρουν στον καθένα δίκαιη ‘δόση’ πρόσβασης στις βασικές υπηρεσίες», προσθέτουν οι συγγραφείς του κειμένου του ΔΝΤ, αναφερόμενοι με αυτή τη μεταφορική έκφραση στα συστήματα υγείας και στα εμβόλια.
Καθώς η πανδημία πιέζει τα δημόσια οικονομικά πολλών κρατών, αρκετές χώρες θα πρέπει να αυξήσουν τα φορολογικά τους έσοδα και να δαπανούν τα διαθέσιμα κεφάλαιά τους αποτελεσματικότερα, συνιστούν.
Εισηγούνται επίσης να υποστηριχθούν κράτη με χαμηλότερα εισοδήματα, που έχουν βρεθεί αντιμέτωπα με «με ιδιαίτερα επίφοβες προκλήσεις».
«Για να επιτευχθούν οι στόχοι βιώσιμης ανάπτυξης, με πρόσβαση στις βασικές υπηρεσίες ως το 2030, θα χρειάζονταν 3 τρισεκατομμύρια δολάρια για 121 αναδυόμενες οικονομίες και αναπτυσσόμενες χώρες με χαμηλά εισοδήματα», ή το 2,6% του εκτιμώμενου παγκόσμιου ΑΕΠ στον ορίζοντα αυτόν, υπολογίζουν.
Για να πείσουν ότι είναι απαραίτητο να αναληφθεί δράση, σε ανάρτησή τους στο blog του ΔΝΤ, οι οικονομολόγοι του Νταβίντ Αμαγκλομπέλι, Βίτορ Γκάσπαρ και Πάουλου Μέντας υπογραμμίζουν ότι έξι εκατομμύρια παιδιά σε αναδυόμενες αγορές και αναπτυσσόμενες οικονομίες υπάρχει κίνδυνος να εγκαταλείψουν το σχολείο φέτος, κάτι που θα έχει συνέπειες για γενιές ολόκληρες.
«Οι επενδύσεις στην παιδεία, την υγειονομική περίθαλψη και την εκπαίδευση των παιδιών μπορούν να φέρουν ισχυρά αποτελέσματα», κατ’ αυτούς.
«Εάν, για παράδειγμα, οι κυβερνήσεις αύξαναν τις δαπάνες τους για την παιδεία κατά 1% του ΑΕΠ, θα μπορούσαν να μειώσουν το χάσμα στους δείκτες παρακολούθησης των μαθημάτων μεταξύ των πλουσιότερων και των φτωχότερων οικογενειών κατά σχεδόν ένα τρίτο», εκτιμούν.