ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΙΝΕ/ΓΣΕΕ: Η ανεργία θα επιστρέψει στα επίπεδα του 2008 το 2036

ΙΝΕ/ΓΣΕΕ: Η ανεργία θα επιστρέψει στα επίπεδα του 2008 το 2036

Στην υπόθεση εργασίας ότι εάν ο ρυθμός αποκλιμάκωσης του ποσοστού ανεργίας παραμείνει σταθερός, τότε δεδομένων των δημογραφικών και άλλων παραμέτρων, θα χρειαστούν 20 χρόνια, δηλαδή ως το 2036, ώστε η ανεργία να επιστρέψει στο ποσοστό 7,3% του Μαΐου 2008, πριν δηλαδή αρχίσει η οικονομική κρίση στην Ελλάδα προχωρεί το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ.

Παρουσιάζοντας σήμερα στη Ρόδο την ετήσια έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση για το 2016 ο Επιστημονικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ και Αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστήμιου Αθηνών Γιώργος Αργείτης σημείωσε πως το προαναφερθέν αποτέλεσμα αποκαλύπτει το μέγεθος της κρίσης στην ελληνική αγορά εργασίας, αλλά και τις δυσοίωνες προοπτικές για το βιοτικό επίπεδο του κόσμου της μισθωτής εργασίας.

Τα εμπειρικά ευρήματα, τα συμπεράσματα και οι προτάσεις οικονομικής πολιτικής της έκθεσης του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ δείχνουν αφενός την αποτυχία της λιτότητας, κι αφετέρου τη δυνατότητα αναδόμησης ενός βιώσιμου μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης. Η έκθεση αξιολογεί τις αρνητικές δημοσιονομικές και τις μακροοικονομικές εξελίξεις για το 2015 και τις υφεσιακές επιπτώσεις της ασκούμενης πολιτικής στην αγορά εργασίας.

Όπως σημειώνεται, το ποσοστό ανεργίας εξακολουθεί να είναι το υψηλότερο στην ΕΕ, η ποιότητα των θέσεων εργασίας συνεχίζει να χειροτερεύει, οι άτυπες και μη ηθελημένες μορφές μερικής απασχόλησης αυξάνονται, όπως και το ποσοστό της φτώχειας και της οικονομικής ανισότητας.

Κατά την ΓΣΕΕ η ενίσχυση της αβεβαιότητας, καθώς και οι συνεχείς απαιτήσεις των δανειστών για επιπλέον μέτρα υλοποίησης της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης αποτελούν τους κύριους παράγοντες που βραχυπρόθεσμα απειλούν να ανατρέψουν την τάση αποκλιμάκωσης της ανεργίας.

Η Συνομοσπονδία εστιάζει και στην απορύθμιση της αγοράς εργασίας στα χρόνια του Μνημονίου. Όπως σημειώνει, το 2009, οι προσλήψεις με ευέλικτες μορφές εργασίας αντιστοιχούσαν στο 21% του συνόλου των προσλήψεων, ενώ το 2015 αντιστοιχούν στο 55%. Την περίοδο 2014-2015 οι νέες προσλήψεις με μερική απασχόληση είναι αυξημένες κατά 19,6% και με εκ περιτροπής εργασία κατά 45,6%.

Το ΙΝΕ/ ΓΣΕΕ αναφέρει πως σε σχέση με το 2010 ο δείκτης της απόλυτης φτώχειας έχει αυξηθεί κατά 30 ποσοστιαίες μονάδες, υποδηλώνοντας έτσι υπερδιπλασιασμό του αριθμού των φτωχών νοικοκυριών. Συγκεκριμένα, το 48% των νοικοκυριών διαβιούν πλέον κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ το 20,9% αδυνατεί να καλύψει βασικές ανάγκες, ποσοστό που αυξάνεται στο 43,4% για τους ανέργους. Μάλιστα, παρά τη σημαντική χειροτέρευση του φαινόμενου της φτώχειας, οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας μειώνονται ποσοστιαία περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα-μέλος της ΕΕ-15.

Εξετάζοντας τον διατομεακό μετασχηματισμό της οικονομίας τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια της κρίσης το Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ παρατηρεί ότι η χρηματοδότηση του επιχειρηματικού τομέα και του ελλείμματος στο εξωτερικό ισοζύγιο γινόταν από το δημοσιονομικό έλλειμμα αλλά και από το έλλειμμα στο ισοζύγιο των νοικοκυριών.

«Από το 2013 η κατανάλωση των νοικοκυριών υπερβαίνει το διαθέσιμο εισόδημά τους, γεγονός το οποίο επισημαίνει τη ρευστοποίηση περιουσιακών τους στοιχείων στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Ωστόσο, η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών λόγω λιτότητας και η μείωση των περιουσιακών στοιχείων τους αυξάνουν το πιστωτικό τους ρίσκο και την αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους τους», σημειώνεται στην έκθεση.

Αναφορικά με τις επιχειρήσεις, παρατηρεί ότι ήδη από το 2009, και κυρίως το 2013, τα αδιανέμητα κέρδη κυμαίνονται σε επίπεδο υψηλότερο αυτού των επενδύσεων. Με άλλα λόγια, οι επιχειρηματίες έχουν σταματήσει να επανεπενδύουν τα κέρδη τους στην πραγματική οικονομία, ενώ η ροή εκτεταμένων δανείων από τον τραπεζικό τομέα, σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο της χρηματοδότησης των επενδύσεών τους, κατέρρευσε το 2011, με τις επιχειρήσεις να εισέρχονται, όπως και τα νοικοκυριά, σε ένα στάδιο απομόχλευσης.

Τέλος, η έκθεση προτείνει τον επαναπροσδιορισμό του μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης αναδεικνύοντας τα κλαδικά συγκριτικά πλεονεκτήματα που θα μπορούσαν να διαμορφώσουν μια νέα στρατηγική επενδύσεων, αύξησης της παραγωγικότητας, της ανταγωνιστικότητας και των εξαγωγών.

«Ο μακροοικονομικός μετασχηματισμός που παρατηρείται δεν είναι βιώσιμος, γιατί δεν στηρίζεται στον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας μέσω της αύξησης των επενδύσεων, αλλά στην προσαρμογή της σε χαμηλότερο επίπεδο εισοδήματος και βιοτικού επιπέδου. Συνεπώς, η ασκούμενη οικονομική πολιτική δεν συμβάλλει στη μετάβαση της οικονομίας σε ένα βιώσιμο και διατηρήσιμο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης», σημειώνεται στην έκθεση.