Την πρόταση για «bad bank» παρουσίασε στη Βουλή ο Γιάννης Στουρνάρας
Ανανεώθηκε:
Στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα στο μέτωπο των μη εξυπηρετούμενων δανείων και στην πρόταση της ΤτΕ για την ίδρυση Εταιρείας Διαχείρισης Ενεργητικού (bad bank) αναφέρθηκε σήμερα ο Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας κατά την τοποθέτησή του σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής.
Κατά τον κ. Στουρνάρα σε ένα μήνα περίπου συμπληρώνεται ένα έτος από την έναρξη της πανδημίας ενώ διανύεται ήδη το τρίτο lockdown. Όπως είπε, η μείωση του ΑΕΠ εκτιμάται ότι ήταν 10% για το 2020, ενώ φαίνεται προς το παρόν ανάκαμψη «μόνο από το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους».
«Η επίπτωση στους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας είναι ασύμμετρη, με κάποιους, όπως ο τουρισμός, το εμπόριο, οι μεταφορές, κλπ. να πλήττονται σημαντικά, κάτι το οποίο τεκμαίρεται και από το υψηλό ποσοστό των ενήμερων πιστούχων που βρέθηκαν σε καθεστώς moratorium στους κλάδους αυτούς», ανέφερε και προσέθεσε πως από τους πρώτους μήνες της πανδημίας, η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσιοποίησε τις προβλέψεις της για 8-10 δισ. ευρώ νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια το 2021.
Κάνοντας μια ευρύτερη ανασκόπηση, ο Διοικητής της ΤτΕ ανέφερε πως σε σχέση με το Μάρτιο του 2016 που καταγράφτηκε ο μεγαλύτερος όγκος μη εξυπηρετούμενων δανείων, έχει επιτευχθεί μείωση κατά 45% στο συνολικό ύψος τους, με τη μείωση να είναι σημαντική τόσο στο καταναλωτικό (57%), όσο και στο επιχειρηματικό (50%) χαρτοφυλάκιο, ενώ μικρότερη (28%) χαρακτήρισε την πρόοδο στο στεγαστικό χαρτοφυλάκιο. Κατά τον κ. Στουρνάρα και τα επίπεδα ρευστότητας έχουν βελτιωθεί σημαντικά, κυρίως λόγω της αύξησης των καταθέσεων. Συγκεκριμένα, οι καταθέσεις στο τραπεζικό σύστημα έχουν ανακάμψει κατά 44,4 δισ. ευρώ (+34%) από το ιστορικά χαμηλό του Ιουλίου του 2015 με τις τράπεζες να μηδενίζουν την εξάρτηση από τον έκτακτο μηχανισμό παροχής ρευστότητας (ELA) και να πληρούν τον ελάχιστο εποπτικό δείκτη ρευστότητας.
Ο Διοικητής της ΤτΕ ανέφερε πως οι ελληνικές τράπεζες παρουσιάζουν ασθενέστερα οικονομικά μεγέθη συγκριτικά με τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Συγκεκριμένα, με βάση τα τελευταία διαθέσιμα, δημοσιευμένα στοιχεία του Σεπτεμβρίου 2020:
- Τα «κόκκινα» δάνεια ανέρχονται σε περίπου 59 δισ. ευρώ σε ατομική και 63 δισ. ευρώ σε ενοποιημένη βάση, με τους δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων ως ποσοστό των συνολικών δανείων να διαμορφώνονται σε 35,8% και 35,3% αντίστοιχα. Ο μέσος όρος για τα πιστωτικά ιδρύματα της Ε.Ε. για την ίδια περίοδο είναι 2,8%.
- Το ποσοστό κάλυψης από προβλέψεις είναι 44% και βρίσκεται σχεδόν στα ίδια επίπεδα με το μέσο όρο της Ε.Ε., αλλά αρκετά χαμηλότερα από χώρες όπου εμφανίζουν υψηλούς δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων, όπως η Ιταλία, Πορτογαλία, κ.α.
- Ο μέσος Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας ανέρχεται σε 16%, περίπου 3 μονάδες κάτω από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο, με την απόσταση να διευρύνεται άλλες δύο μονάδες περίπου, εάν λάβουμε υπόψη την πλήρη επίπτωση από την εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης 9 (ΔΠΧΠ9).
- Παραμένει άλυτο το πρόβλημα της διάρθρωσης των εποπτικών κεφαλαίων, πολύ μεγάλο μέρος των οποίων (περίπου 55%) είναι με τη μορφή της Αναβαλλόμενης Φορολογικής Απαίτησης (DTCs), η οποία δεν είναι καταβεβλημένο κεφάλαιο, αλλά μία δέσμευση, βάσει νόμου, του Δημοσίου ότι (α) σε περίπτωση κερδοφόρου χρήσης των τραπεζών αυτές δεν θα πληρώνουν φόρο εισοδήματος μέχρι να εξαντληθεί το ποσό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης και (β) σε περίπτωση ζημιάς θα πραγματοποιείται αύξηση κεφαλαίου υπέρ του δημοσίου.
- Οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν έλλειμμα άνω των 10 δισ. ευρώ σε σχέση με τις λεγόμενες Ελάχιστες Απαιτήσεις Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL), το οποίο υποχρεούνται να καλύψουν εντός των επόμενων 4-5 ετών.
Ταυτόχρονα, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε πως οι ελληνικές τράπεζες αντιμετωπίζουν σειρά από προκλήσεις οι οποίες είναι κοινές και για τις περισσότερες τράπεζες της ευρωζώνης. Ενδεικτικά, αναφέρθηκε στα εξής:
- Στο περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, που σε συνδυασμό με τη χαμηλή αποδοτικότητα των κεφαλαίων, επηρεάζει την κερδοφορία και τη δυνατότητα εσωτερικής δημιουργίας κεφαλαίων. Για τις ελληνικές τράπεζες, αρνητικά επιδρά επιπρόσθετα και το υψηλό κόστος πιστωτικού κινδύνου, δηλαδή οι αναγκαίες δαπάνες για το σχηματισμό προβλέψεων.
- Στον ολοένα αυξανόμενο ανταγωνισμό από μη-τράπεζες και από τα λεγόμενα BigTechs, καθώς και τις επιπτώσεις στη λειτουργία και το επιχειρηματικό πρότυπο των τραπεζών από την ψηφιακή καινοτομία (digital innovation).
- Στις προκλήσεις που πηγάζουν από την ατελή τραπεζική ένωση (Banking Union) στην ευρωζώνη, σημαντικά συστατικά στοιχεία της οποίας -όπως το Ενιαίο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων- απουσιάζουν.
- Στις λοιπές προκλήσεις, όπως η επίπτωση από την κλιματική αλλαγή, από γεω-πολιτικές εξελίξεις και από αυξανόμενο αριθμό κυβερνοεπιθέσεων (cyber-attacks).
Αναφερόμενος ειδικά στα δάνεια που τελούν σε καθεστώς αναστολής δόσεων (moratorium) ο επικεφαλής της ΤτΕ παρέθεσε τα εξής μεγέθη:
-Το μέγιστο ποσό των δανείων των τεσσάρων συστημικών ελληνικών τραπεζών που βρέθηκαν σε καθεστώς moratorium από την έναρξη της πανδημίας μέχρι το τέλος του 2020 ανήλθε σε ενοποιημένη βάση στα 27.6 δισ. ευρώ. Με βάση τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία, το υπόλοιπο των δανείων αυτών είναι περίπου 4 δισ. ευρώ, καθώς η περίοδος αναστολής είχε λήξει για τα περισσότερα δάνεια πριν το τέλος του έτους.
-Οι αναστολές πληρωμών αφορούσαν κατά βάση ενήμερα δάνεια και στο μεγαλύτερο μέρος τους προς επιχειρήσεις [σε ποσοστό περίπου 55% κατά μέσο όρο], κυρίως προς Μικρομεσαίες και Πολύ Μικρές Επιχειρήσεις. Αποτελούσαν δε, ένα σημαντικό ποσοστό των συνολικών ενήμερων δανείων των συστημικών τραπεζών [σχεδόν έφθασαν το 20% επί των ενήμερων δανείων κατά μέσο όρο].
-Οι κλάδοι στους οποίους αφορούσαν τα δάνεια σε αναστολή πληρωμών ήταν κυρίως πέντε, με πρώτο αυτόν της εστίασης και παροχής καταλυμάτων, του εμπορίου, της μεταποίησης, των κατασκευών και υπηρεσιών ακίνητης περιουσίας και των μεταφορών.
Καταλήγοντάς, ο κ. Στουρνάρας αναφέρθηκε στην πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη σύσταση Εταιρείας Διαχείρισης Ενεργητικού (AMC) που θα επιταχύνει τη μειωση του αποθέματος των «κόκκινων» δανείων των τραπεζών.
Όπως είπε, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προτείνει στην Κυβέρνηση τη σύσταση Εταιρείας Διαχείρισης Ενεργητικού στην οποία θα μεταβιβαστούν μη εξυπηρετούμενα δάνεια στην καθαρή λογιστική τους αξία, τα οποία στη συνέχεια θα τιτλοποιηθούν σε όρους αγοράς. Το Δημόσιο θα προσφέρει την εγγύησή του ώστε να καλυφθεί η διαφορά μεταξύ της αξίας μεταβίβασης και της εκτιμώμενης αγοραίας αξίας. Για την παροχή της εγγύησης, το κράτος θα εισπράξει προμήθεια από τις τράπεζες, οι οποίες επιπρόσθετα θα καταβάλουν ειδικό φόρο (πλέον της φορολογίας εισοδήματος), ουσιαστικά μία αμοιβή εισόδου στο σχήμα (entry fee) σε βάθος πενταετίας. Η εν λόγω φορολογία, θα καταβάλλεται σε μετρητά και σε αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση. Το δε Δημόσιο θα διατηρήσει το δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη από υψηλότερες του αναμενομένου ανακτήσεις δανείων, μέσω διακράτησης του μεγαλύτερου μέρους των τίτλων κατώτερης διαβάθμισης (super junior).