Κατατέθηκε στη Βουλή το προσχέδιο του Προϋπολογισμού 2021 - Τι προβλέπει
Ανανεώθηκε:
Κατατέθηκε στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής το προσχέδιο του Προϋπολογισμού του 2021, το οποίο βασίζεται σε παραδοχές που είναι εξαιρετικά ευαίσθητες στην εξέλιξη της πανδημίας του κορωνοϊού.
Το προσχέδιο του Προϋπολογισμού 2021 προβλέπει ανάπτυξη 7,5% του ΑΕΠ, με τη συγκεκριμένη πρόβλεψη να γίνεται υπό την παραδοχή ότι η επίπτωση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης στην ελληνική οικονομία (άμεση και έμμεση) θα είναι της τάξης των 5,5 δισ. ευρώ το επόμενο έτος.
Το μακροοικονομικό σενάριο
Ο νέος προϋπολογισμός θέτει στόχο για ανάπτυξη 7,5% το 2021, από ύφεση 8,2% εφέτος.
Για την ιδιωτική κατανάλωση προβλέπει αύξησή της κατά 5,8%, έναντι μείωσης 6% εφέτος. Αντιθέτως η δημόσια κατανάλωση από αύξηση 1,7% εφέτος, αναμένεται να σημειώσει πτώση 1,8% το 2021. Το προσχέδιο του Προϋπολογισμού προβλέπει εκτίναξη των επενδύσεων το 2021 και αύξησή τους κατά 30,4%, έναντι εκτιμώμενης μείωσης 10,9% εφέτος.
Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αναμένεται πως από πτώση -24,8% εφέτος θα αυξηθούν κατά 22,2% το 2021. Οι δε εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών εκτιμάται πως θα υποχωρήσουν κατά 15,1% εφέτος και θα ενισχυθούν κατά 18% το 2021.
Η ανεργία αναμένεται να διαμορφωθεί στο 18,6% σε μέσα επίπεδα το 2020 και να μειωθεί στο 16,5% το 2021.
Στο προσχέδιο ενσωματώνεται και πρόβλεψη δυσμενών εξελίξεων είτε εντός του 2020 είτε στο δεύτερο τρίμηνο του 2021, οπότε η ανάπτυξη στο επόμενο έτος θα περιοριστεί, ως ποσοστό του ΑΕΠ, στο 4,5% με 5%.
Οι δημοσιονομικοί στόχοι
Στο σενάριο βάσης του προσχέδιου του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2021 το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης σε όρους ενισχυμένης εποπτείας προβλέπεται να διαμορφωθεί σε έλλειμμα 1,8 δισ. ευρώ ή 1,01% του ΑΕΠ, από 6,23% εφέτος (10,6 δισ. ευρώ). Στο δυσμενές σενάριο το πρωτογενές έλλειμμα θα ανέλθει στο 3% του ΑΕΠ.
Το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 369,1 δισ. ευρώ ή 216,2% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2020. Το 2021 το ύψος του χρέους της Κεντρικής Διοίκησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί στα 374,5 δισ. ευρώ ή 202,2% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 14% ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2020.
Τα καθαρά έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού, σε δημοσιονομική βάση, προβλέπεται να διαμορφωθούν το 2021 στα 53,7 δισ. ευρώ, από 50,147 δισ. ευρώ εφέτος.Οι συνολικές δαπάνες του Κρατικού Προϋπολογισμού για το έτος 2021 προβλέπεται ότι θα διαμορφωθούν (σε δημοσιονομική βάση) σε 63,8 δισ. ευρώ, σε σχέση με 68,5 δισ. ευρώ εφέτος.
Ως προς το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων για το έτος 2021 προβλέπεται η διάθεση πόρων ύψους 6,750 δισ. ευρώ, με κατανομή της συνολικής δαπάνης μεταξύ των έργων που θα συγχρηματοδοτηθούν από πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ύψους 6 δισ. ευρώ και εκείνων που θα χρηματοδοτηθούν αποκλειστικά από εθνικούς πόρους, ύψους 750 εκατ. ευρώ, έναντι ΠΔΕ 9,521 δισ. ευρώ εφέτος.
Ως προς τα έσοδα από την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου, μέσω της διαδικασίας αποκρατικοποιήσεων από το ΤΑΙΠΕΔ, αυτά εκτιμώνται σε 326 εκατ. ευρώ και σε μόλις 30 εκατ. ευρώ το 2021!
Τί λέει η Κυβέρνηση
Κατά την κατάθεση του προσχεδίου του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2021 στη Βουλή ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας και ο αρμόδιος υφυπουργός Δημοσιονομικής Πολιτικής Θόδωρος Σκυλακάκης ανέφεραν τα εξής:
«Καταθέτουμε προς συζήτηση στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής το Προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2021, σε μια περίοδο κατά την οποία η παγκόσμια οικονομία και οι κοινωνίες συνεχίζουν να δοκιμάζονται από τη σοβαρότερη υγειονομική κρίση της τελευταίας εκατονταετίας και τη – συνεπακόλουθη – χειρότερη ετήσια παγκόσμια ύφεση από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο προϋπολογισμός του 2021 καταρτίζεται, δυστυχώς, υπό παράδοξες και εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες και υπό το καθεστώς σοβαρής αβεβαιότητας, που συνεπάγεται η ευμετάβλητη πιθανολόγηση του χρόνου λήξης της πανδημίας και επιστροφής της παγκόσμιας οικονομίας σε τροχιά κανονικότητας, σημαντικής ανάταξης και διατηρήσιμης ανάπτυξης.
Η εγγενής αυτή αβεβαιότητα και οι μεταφερόμενες οικονομικές και δημοσιονομικές συνέπειες της ύφεσης το επόμενο έτος, οδήγησαν τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα στην απόφαση να ισχύσει, και το 2021, στα δημοσιονομικά των χωρών μελών της ευρωζώνης, η γενική ρήτρα διαφυγής. Απόφαση που έχει ως στόχο να προφυλαχθεί, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, από τις επιπτώσεις της πανδημίας ο παραγωγικός και κοινωνικός ιστός και να μην παρεμποδιστεί η σημαντική ανάκαμψη που σε κάθε περίπτωση προβλέπεται για το επόμενο έτος. Στο πλαίσιο της γενικής ρήτρας διαφυγής, αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία κατά την κατάρτιση του προϋπολογισμού, η εμπιστοσύνη που απολαμβάνει η χώρα τόσο στις αγορές όσο και μεταξύ των εταίρων και πιστωτών της. Αυτή αντανακλάται στα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων που βρίσκονται σήμερα σε ιστορικά χαμηλά και είναι κατά τάξεις μεγέθους μικρότερα από αυτά με τα οποία δανειζόταν η προηγούμενη κυβέρνηση.
Επίσης πολύ σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν στον προϋπολογισμό του 2021 οι ευρωπαϊκοί πόροι που η χώρα διασφάλισε στη διαπραγμάτευση του Ιουλίου του 2020 και θα εισρεύσουν το 2021 στα πλαίσια του Ταμείου Ανάκαμψης και του React EU. Οι πόροι αυτοί ενισχύουν την ανάκαμψη της χώρας προσθέτοντας δύο ποσοστιαίες μονάδες στην ανάπτυξη το 2021, ανεβάζοντάς την από το 5,5% (σενάριο βάσης), στο 7,5% (τελική πρόβλεψη Προσχεδίου). Στο δυσμενές σενάριο για την εξέλιξη της πανδημίας, είτε εντός του 2020, είτε στο δεύτερο τρίμηνο του 2021, η ανάπτυξη στο επόμενο έτος θα περιοριστεί, ως ποσοστό του ΑΕΠ, στο 4,5% με 5%.
Η δυναμική ανάκαμψη η οποία προβλέπεται για το 2021 διευκολύνεται επίσης από τα μέτρα μείωσης του φορολογικού και ασφαλιστικού βάρους και ενθάρρυνσης της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, που περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό του 2021. Μέτρα που αφορούν – μεταξύ άλλων – στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά τρεις μονάδες από την 1.1.2021, στην κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για τα εισοδήματα που προέρχονται από ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα και στη δυνατότητα προσλήψεων χωρίς ασφαλιστικές εισφορές για έξι μήνες και υπό ελάχιστες γραφειοκρατικές προϋποθέσεις, που ήδη ξεκίνησε από την 1η Οκτωβρίου του 2020. Η ανάκαμψη διευκολύνεται επίσης από τα εκτεταμένα αλλά συνετά μέτρα στήριξης του 2020, που έχουν δημοσιονομικές επιπτώσεις και το 2021.
Στον προϋπολογισμό του 2021 διατηρείται, για λόγους ασφάλειας, το ειδικό αποθεματικό που δημιουργήθηκε το 2020 για τον Covid-19, ώστε να υπάρχει δυνατότητα αντιμετώπισης αναγκών που μπορεί να δημιουργηθούν τόσο από τις υγειονομικές όσο και από τις οικονομικές πτυχές της πανδημίας τους πρώτους μήνες του 2021. Οι ανάγκες αυτές και οι συνέπειες της ύφεσης του 2020 οδηγούν σε πρόβλεψη πρωτογενούς ελλείμματος ύψους 1% για το 2021, ποσοστό που συνδυάζει τη συνέχιση της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής με την αναγκαία όμως σύνεση που απαιτεί η διασφάλιση της μακροχρόνιας ισορροπίας της Ελληνικής οικονομίας. Το ποσοστό αυτό θα επιδεινωθεί και θα κινηθεί στην περιοχή του 3% στην περίπτωση του δυσμενούς μακροοικονομικού σεναρίου.
Ο προϋπολογισμός του 2021, εκ της φύσεώς του αλλά και λόγω των υποχρεώσεων όλων των χωρών στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, δεν μπορεί να περιλαμβάνει μόνιμα δημοσιονομικά μέτρα. Η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων, για τον ταχύτατο ηλεκτρονικό εκσυγχρονισμό των κρατικών δομών και οι παράλληλες μεταρρυθμίσεις που προγραμματίζουν τα Υπουργεία Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων για την αποτελεσματική καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της αδήλωτης εργασίας, σε συνδυασμό με τη συνολική πολιτική της κυβέρνησης για την ενθάρρυνση νέων επενδύσεων, που ενισχύεται σημαντικά και από το Ταμείο Ανάκαμψης, αναμένεται ότι θα δημιουργήσουν μόνιμο δημοσιονομικό χώρο από το 2022 και εντεύθεν. Η δυναμική ανάκαμψη θα επιτρέψει, μετά τη λήξη της πανδημίας, να πετύχει η Ελλάδα μια σημαντική δημοσιονομική βελτίωση το 2021, και να εισέλθει στη συνέχεια, με τη βοήθεια των μεταρρυθμίσεων που υλοποιούνται, σε τροχιά εξάλειψης του επενδυτικού κενού, περιορισμού της ανεργίας και μείωσης του φορολογικού και ασφαλιστικού βάρους και εισόδου σε έναν ενάρετο μακροχρόνιο κύκλο υψηλής, διατηρήσιμης, έξυπνης και πράσινης οικονομικής ανάπτυξης και αυξανόμενης κοινωνικής ευημερίας».