Το μακροοικονομικό κόστος των πολεμικών συρράξεων και η περίπτωση Ελλάδος – Τουρκίας
Ανανεώθηκε:
Στην υπόθεση της τουρκικής προκλητικότητάς στο Αιγαίο η διεθνής διπλωματία έχει τον πρώτο λόγο. Οι μεγάλες δυνάμεις έχουν δείξει πως δεν επιθυμούν οποιαδήποτε κλιμάκωση της αντιπαράθεσης που θα μπορούσε να προκαλέσει θερμό επεισόδιο και για αυτό είναι διαρκώς σε επικοινωνία με Αθήνα και Άγκυρα για να αποσοβηθεί κάποιο «ατύχημα».
Το οικονομικό κόστος ενός τέτοιου «ατυχήματος», δηλαδή μιας σύρραξης βραχύβιας ή μη, θα μπορούσε να είναι πολύ μεγάλο. Και καθώς όλοι οι εμπλεκόμενοι το γνωρίζουν, εκτιμάται πως η λογική θα επικρατήσει των λεονταρισμών, ειδικά σε μια περίοδο που ο κορωνοϊός δοκιμάζει οικονομικά και την Τουρκία και την Ελλάδα.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δημοσίευσε προ ολίγων εβδομάδων έκθεση που εστιάζει στο μακροοικονομικό κόστος των πολεμικών συρράξεων. Στην έκθεση αυτή αναλύονται μεταξύ άλλων περιπτώσεις χωρών όπως το Ιράκ , η Λιβύη, η Ουκρανία, η Υεμένη και η Συρία. Οι συρράξεις που αναλύει το ΔΝΤ έχουν οδηγήσει σε πολλούς νεκρούς, με τον αριθμό των θυμάτων να διαδραματίζει κατά το Ταμείο σημαντικό ρόλο στο μακροοικονομικό πεδίο.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το μακροοικονομικό κόστος των πολεμικών συγκρούσεων είναι γενικά πολύ μεγάλο, με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να είναι περίπου 28% χαμηλότερο δέκα χρόνια μετά την έναρξη των συγκρούσεων, από ότι θα ήταν σε καιρό ειρήνης.
Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ιδιωτική κατανάλωση, η οποία σε περιπτώσεις συρράξεων μειώνεται έως και κατά 25% μέσα σε μια δεκαετία από την έναρξη των συγκρούσεων. Οι συγκρούσεις συνδέονται επίσης με δραματικές μειώσεις στο επίσημο εμπόριο, με τις εξαγωγές να μειώνονται σε βάθος δεκαετίας κατά 58% και τις εισαγωγές κατά 34% σε σχέση με τα επίπεδα που θα ήταν εν καιρώ ειρήνης.
Σημαντική και μακροχρόνια είναι η ζημιά που επέρχεται στο σκέλος των επενδύσεων, καθώς οι επενδυτές αποφεύγουν να τοποθετούνται σε ομόλογα και εν γένει σε αξίες χωρών που εμπλέκονται σε πολεμικές συρράξεις. Και ανεξαρτήτως του εάν μια πολεμική σύγκρουση είναι σύντομη ή όχι , αρκεί για να πλήξει την επενδυτική ψυχολογία.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, συνολικά, οι χώρες που εμπλέκονται σήμερα σε πολεμικές συγκρούσεις αντιπροσωπεύουν περίπου το 1,6% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Αλλά το δυσάρεστο είναι πως αυτό το μερίδιο του παγκόσμιου ΑΕΠ που επηρεάζεται από πολεμικές συγκρούσεις έχει αυξηθεί σαφώς τα τελευταία χρόνια.
«Αν και είναι αλήθεια ότι μόνο ένα σχετικά μικρό σύνολο χωρών - και έτσι ένα σχετικά μικρό μερίδιο του παγκόσμιου ΑΕΠ - επηρεάζονται από πολεμικές συρράξεις το μακροοικονομικό κόστος που βιώνουν αυτές οι χώρες είναι μεγάλο και πολύ μακροχρόνιο. Εξάλλου, το μακροοικονομικό κόστος της σύγκρουσης δεν περιορίζεται μόνο στις χώρες που αντιμετωπίζουν συγκρούσεις. Οι γειτονικές και οι μη γειτονικές χώρες μπορούν να επηρεαστούν αρνητικά, μέσω του εμπορίου, των ροών προσφύγων και άλλων επιμολύνσεων και οι επιπτώσεις από την πολεμική σύρραξη μπορεί να διαρκέσουν ακόμη και δέκα χρόνια ή περισσότερο μετά την έναρξη των συγκρούσεων», σημειώνεται στην έκθεση του ΔΝΤ.
Από τα παραπάνω προκύπτει πως η «επένδυση» στην αποτροπή βίαιων συγκρούσεων είναι μακροοικονομικά επιβεβλημένη, οικονομικά αποδοτική και κυρίως σώζει ζωές.