ΔΝΤ: Οικονομική στήριξη στις χώρες που πλήττονται από το μεταναστευτικό
Παγκόσμια πρωτοβουλία για την παροχή οικονομικής στήριξης στις χώρες που είναι στο επίκεντρο των μεταναστευτικών ροών, αλλά και επανεξέταση των δημοσιονομικών στόχων των εν λόγω κρατών, καθώς δέχονται πιέσεις από τις πρόσθετες δαπάνες για την ανάσχεση της προσφυγικής κρίσης, προτείνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε έκθεση που δημοσιοποίησε για τις παγκόσμιες προοπτικές και προκλήσεις εν όψει της Συνόδου της G20 που θα πραγματοποιηθεί στη Σαγκάη στις 26 και 27 Φεβρουαρίου.
Το ΔΝΤ αφήνει ένα παράθυρο δημοσιονομικής ευελιξίας -και για την περίπτωση της Ελλάδας που το 2016 θα επιβαρυνθεί με περίπου 600 εκατ. ευρώ για τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών- , καθώς σημειώνει πως οι δαπάνες που σχετίζονται με τους πρόσφυγες θα πρέπει γενικά να διευκολύνονται και η συμβατότητα τους με τους τρέχοντες δημοσιονομικούς στόχους να αξιολογείται ανά περίπτωση.
Στο ίδιο πλαίσιο το ΔΝΤ αναφέρει πως κάποιες χώρες που είναι στο επίκεντρο του προσφυγικού έχουν επωμιστεί μεγάλα βάρη, παρότι έχουν περιορισμένα δημοσιονομικά περιθώρια. Προτείνει δε την οικονομική επιβράβευση των χωρών που είναι στο επίκεντρο των μεταναστευτικών ροών σημειώνοντας ότι αναγνωρίζοντας την παγκόσμια φύση του δημόσιου αγαθού των ενεργειών τους, θα μπορούσαν να υποστηριχθούν από μια συντονισμένη παγκόσμια πρωτοβουλία για την παροχή οικονομικής στήριξης.
Το ΔΝΤ αναφέρει πως τα σοκ μη οικονομικής προέλευσης, όπως τα προσφυγικά ρεύματα που προκαλούνται από γεωπολιτικές συγκρούσεις εάν αφεθούν ανεξέλεγκτα θα μπορούσαν να έχουν σημαντικές δευτερογενείς επιδράσεις στην παγκόσμια οικονομία, διαταράσσοντας το παγκόσμιο εμπόριο, τις χρηματοοικονομικές αγορές, αλλά και τις τουριστικές ροές.
«Η διεθνής κοινότητα στερείται ενός μηχανισμού που θα χειριστεί αυτά τα θέματα», σημειώνεται στην έκθεση.
Κατά το ΔΝΤ, σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, οι μακροοικονομικές επιπτώσεις της απότομης αύξησης των προσφύγων είναι πιθανό να οδηγήσουν σε μια μέτρια αύξηση του ΑΕΠ, αντανακλώντας τη δημοσιονομική επέκταση που απορρέει από την υποστήριξη των αιτούντων άσυλο. Ωστόσο, ο αντίκτυπος των προσφύγων στη μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και τα δημόσια οικονομικά εξαρτάται από το πόσο αποτελεσματικά μπορούν να ενσωματωθούν στις εθνικές αγορές εργασίας.
Το Ταμείο υποστηρίζει πως η μείωση των περιορισμών ως προς την γεωγραφική κινητικότητα των προσφύγων, θα επιτρέψει να κινηθούν προς προορισμούς όπου η πιθανότητα να αποκτήσουν καλή δουλειά και να επιτύχουν είναι υψηλότερη.
Το Ταμείο περιγράφει ως πολιτικές που μπορούν να διευκολύνουν την ενσωμάτωση των μεταναστών την ελαχιστοποίηση των περιορισμών στην ανάληψη εργασίας κατά τη φάση της αίτησης ασύλου, την ενίσχυση των ενεργητικών πολιτικών για την αγορά εργασίας ειδικά για τους πρόσφυγες, την παροχή επιδοτήσεων σε εργοδότες του ιδιωτικού τομέα που προσλαμβάνουν μετανάστες, πρωτοβουλίες για να διευκολυνθεί η αυτο-απασχόληση και η αναγνώριση δεξιοτήτων των προσφύγων, αλλά και προσωρινές εξαιρέσεις στα κατώτατα όρια μισθών ειδικά για τους μετανάστες, ώστε ως φθηνότερο εργατικό δυναμικό να βουν πιο εύκολα εργασία.