ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Πώς τα βγάζουν πέρα οι εικαστικοί καλλιτέχνες στην Ελλάδα

Πώς τα βγάζουν πέρα οι εικαστικοί καλλιτέχνες στην Ελλάδα
ΙΝΤΙΜΕ

Το προφίλ των Ελλήνων εικαστικών καταγράφει ποσοτική έρευνα που διεξήχθη τη διετία 2016-2018 από το Τμήμα Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τον Μητροπολιτικό Οργανισμό Μουσείων Εικαστικών Τεχνών Θεσσαλονίκης (MOMus) υπό τον γενικό τίτλο «Συνθήκες εργασίας και διαβίωσης των εικαστικών καλλιτεχνών στην Ελλάδα».

Σύμφωνα με την έρευνα, οι Έλληνες εικαστικοί είναι από 32 έως 57 ετών και κατά κύριο λόγο άγαμοι. Ζουν στη συντριπτική τους πλειονότητα στην Αθήνα (58,3%) και προέρχονται από τα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Εργάζονται ανασφάλιστοι, έχουν χαμηλό εισόδημα, ενώ είναι υψηλής ειδίκευσης, βιοπορίζονται ασκώντας δεύτερο ή και τρίτο επάγγελμα και είναι θεσμικά ανοχύρωτοι απέναντι στους νόμους της ελεύθερης αγοράς.

Σε ποσοστό που κυμαίνεται από 75% έως 91% δυσκολεύονται να πληρώσουν τους πάγιους λογαριασμούς τους και να ζεσταθούν ικανοποιητικά και πάνω από το ένα τρίτο ζει σε συνθήκες υλικής στέρησης. Το δε 66% εξ αυτών είναι ιδιαιτέρως απαισιόδοξο για το μέλλον του εργασιακού του χώρου στην Ελλάδα.

Αρκετά υψηλή ειδίκευση αποδεικνύεται ότι έχει ο πληθυσμός των εικαστικών, ο οποίος εκτός από τις καλλιτεχνικές συνήθως έχει και άλλες πανεπιστημιακές σπουδές και είναι ιδιαίτερα γλωσσομαθής, βάσει των 591 συμμετεχόντων στην έρευνα (38% άνδρες, 62% γυναίκες).

Αναφορικά με την εμπειρία στους κλάδους των εικαστικών τεχνών, το δείγμα απαρτίζεται από νεοεισερχομένους κατά 45% και κατά 55% από άτομα που έχουν εμπειρία πάνω από δέκα χρόνια. Οι συμμετέχοντες εργάζονται σε ένα ευρύ φάσμα διαφορετικών ειδικοτήτων. Ωστόσο, η πλειονότητα ειδικεύεται στη ζωγραφική (66%), ενώ με μικρότερα ποσοστά ακολουθούν οι εγκαταστάσεις, οι εικαστικές κατασκευές, η γλυπτική και άλλες ειδικότητες.

Ως προς τις τιμές πώλησης των καλλιτεχνικών έργων (όταν και όποτε πουληθούν), προκύπτουν δύο μεγάλες κατηγορίες: τα έργα που διατίθενται σε τιμές έως 500 ευρώ (40%) και εκείνα που διατίθενται σε τιμές από 501 μέχρι 2.500 ευρώ (44%).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ωστόσο έχουν οι απαντήσεις των συμμετεχόντων σχετικά με το βιοτικό τους επίπεδο καθώς από τα δεδομένα φαίνεται ότι δυσκολεύονται να βιοποριστούν αποκλειστικά και μόνο από το επάγγελμα του εικαστικού καλλιτέχνη. Πιο συγκεκριμένα, μόνο το ένα τέταρτο έχει ως κύρια πηγή βιοπορισμού την καλλιτεχνική του εργασία (24%). Πάνω από τους μισούς ερωτηθέντες εργάζονται και ως εκπαιδευτικοί εικαστικών μαθημάτων ή σε άλλα επαγγέλματα με διάφορους τύπους εργασιακών σχέσεων (56%), ενώ ένας στους πέντε εργάζεται ταυτόχρονα και στην καλλιτεχνική εκπαίδευση, και σε άλλο επάγγελμα. Ενα ποσοστό 73% δηλώνει χαμηλά επίπεδα εργασιακής ικανοποίησης, ανεξάρτητα από τον κλάδο του άλλου επαγγέλματος που ασκεί.

Σύμφωνα με τα Νέα οι Έλληνες εικαστικοί εργάζονται ανασφάλιστοι, δεν έχουν επαρκή δημόσια υποστήριξη, ενώ οι περισσότερες από τις συμφωνίες τους συνάπτονται μόνο προφορικά. Το 84% των ερωτηθέντων στην έρευνα απάντησε ότι οι γκαλερί τούς ζητούν προμήθειες της τάξης του 35%-55%.

Στο ερωτηματολόγιο συμπεριλαμβάνονται 17 πιθανά προβλήματα και δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι εικαστικοί στην καλλιτεχνική τους εργασία. Ως σημαντικότερα μεταξύ αυτών αναδείχθηκαν το φορολογικό καθεστώς, η περιορισμένη πρόσβαση σε χρηματοδότηση, η αίσθηση ανασφάλειας στην καλλιτεχνική εργασία και η ελλιπής υποστήριξη από την πολιτεία.

Σε σύγκριση με την περίοδο πριν από το 2012, το 75% των εικαστικών θεωρεί ότι οι συνθήκες και προϋποθέσεις της καλλιτεχνικής εργασίας χειροτέρευσαν, ενώ μόνο το 6% πιστεύει ότι βελτιώθηκαν.