ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Τροπολογία «σκιάζει» την αξιολόγηση της Ελλάδος στην αντιμετώπιση του ξεπλύματος χρήματος

Τροπολογία «σκιάζει» την αξιολόγηση της Ελλάδος στην αντιμετώπιση του ξεπλύματος χρήματος
Pixabay

Σε περιπέτειες είναι πιθανόν να μπει η Ελλάδα, ως προς τη διεθνή της αξιολόγηση για τις διαδικασίες που ακολουθεί στην αντιμετώπιση του ξεπλύματος «μαύρου» χρήματος, καθώς η κυβέρνηση δρομολογεί την παρούσα περίοδο τη ψήφιση τροπολογίας που θα κάνει πιο εύκολη την αποδέσμευση περιουσιακών στοιχείων κατηγορουμένων για σοβαρά εγκλήματα που έχουν «παγώσει» με εισαγγελική εντολή διότι αποτελούν εγκληματικό προϊόν.

Μπορεί το καλοκαίρι η Ομάδα Χρηματοοικονομικής Δράσης (Financial Action Task Force - FATF), η αρμόδια διεθνής αρχή για τους κανόνες της αντιμετώπισης του ξεπλύματος μαύρου χρήματος, να κατέταξε την Ελλάδα στην πρώτη κατηγορία όσον αφορά στην καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ωστόσο παράλληλα είχε απευθύνει αυστηρές συστάσεις για διορθωτικές κινήσεις σε τομείς στους οποίους καταγράφονται αδυναμίες και απαιτείται προσοχή.

Η FATF είχε επισημάνει ότι αν και οι αρμόδιες Αρχές στην Ελλάδα κάνουν χρήση των υφιστάμενων εργαλείων για την κατάσχεση και τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, ωστόσο οι καθυστερήσεις στη δίωξη, στην εκκίνηση των δικών και στις διαδικασίες προσφυγής αποτρέπουν σε πολλές περιπτώσεις τη δήμευση των χρημάτων που αποτελούν προϊόν ξεπλύματος χρήματος.

Παράλληλα, η FATF είχε σημειώσει πως στην Ελλάδα δεν υπάρχουν σαφή δεδομένα ή στατιστικά στοιχεία σχετικά με τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν προϊόν ξεπλύματος χρήματος και είχε υπογραμμίσει πως οι καθυστερήσεις στο δικαστικό σύστημα «συμβάλλουν στην έλλειψη αμετάκλητων αποφάσεων που είναι αναγκαίες για την οριστική κατάσχεση αυτών των περιουσιακών στοιχείων».

Η Ελλάδα ωστόσο αντί να κινηθεί ώστε να συγκλίνει με τα παραπάνω, δυστυχώς αποκλίνει. Τροπολογία που έφερε προς διαβούλευση το υπουργείο Δικαιοσύνης στο νομοσχέδιο για τις αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα- και η οποία αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή- έρχεται να επιδεινώσει την ήδη προβληματική αυτή κατάσταση, εκθέτοντας τη χώρας μας ως ανακόλουθη με τις συστάσεις της FATF.

Η εν λόγω διάταξη προβλέπει πως όσα προϊόντα εγκλήματος έχει δεσμεύσει η Αρχή για το Ξέπλυμα Χρήματος για περισσότερους από 18 μήνες, θα πρέπει να επιστραφούν στους κατόχους τους, ανεξαρτήτως εάν αυτοί αντιμετωπίζουν κακουργηματικές διώξεις ή όχι.

Συγκεκριμένα, η διάταξη που αναφέρει τα εξής: Στο τέλος της παρ. 5 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018 προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Τα χρονικά όρια διάρκειας των μέτρων δέσμευσης που περιγράφονται στο εδάφιο α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 34 ΚΠΔ ισχύουν και για την περίπτωση που η απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων, του ανοίγματος θυρίδων και της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου, διατάσσεται από τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου».

Ενδεχόμενη ψήφιση της σχετικής διάταξης θα είχε ως αποτέλεσμα η Αρχή για το Ξέπλυμα να αναγκαστεί να ξεπαγώσει τα περιουσιακά στοιχεία πλήθους κατηγορουμένων, οι οποίοι εν συνεχεία θα μπορούσαν να τα κάνουν ότι θέλουν, να τα εκποιήσουν ή να τα φυγαδεύσουν, κάτι που θα λειτουργούσε αναμφισβήτητα σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος.

Η συγκεκριμένη διάταξη προκάλεσε ήδη την αντίδραση της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες που μετέχοντας στη διαβούλευση του νομοσχέδιου αναφέρθηκε αναλυτικά στους κινδύνους που απορρέουν από τη σχετική διάταξη και ειδικά στο κίνδυνο διεθνούς διασυρμού της χώρας μας.

Η αναφορά της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες έχει ως εξής:

«Η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, εν όψει της προτεινομένης με το νέο σχέδιο νόμου διάρκειας ισχύος των από αυτήν εκδιδομένων διατάξεων δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων, τονίζει τον κίνδυνο συνολικής ματαίωσης της ανάκτησης των προϊόντων εγκλήματος από το Δημόσιο.

Εάν εφαρμοστεί ο προτεινόμενος χρόνος ισχύος των διατάξεων της Αρχής, θα αποδοθούν τα προ ετών δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία των υπόπτων για βαρύτατα εγκλήματα, που εκκρεμούν ενώπιον της Δικαιοσύνης και έτσι θα ευνοηθούν οι δράστες με την μεγαλύτερη παραβατικότητα. Εάν συμβεί αυτό, θα ματαιωθεί στο σύνολό του ο βασικός σκοπός του ποινικού δικαίου, που στην περίπτωση του "μαύρου χρήματος" είναι η γενική πρόληψη του βαρέως οικονομικού εγκλήματος.

Πέραν όμως των συνεπειών που θα έχει στο εσωτερικό η τόσο μικρή διάρκεια ισχύος των διατάξεων δέσμευσης της Αρχής, κίνδυνοι γεννώνται και για την διεθνή αξιοπιστία της Χώρας. Η Ελλάδα πρόσφατα αξιολογήθηκε από τον διεθνή ειδικό για τον έλεγχο του «μαύρου χρήματος» διακυβερνητικό φορέα (FATF) για την αποτελεσματικότητα της στην καταπολέμηση του φαινομένου αυτού και βαθμολογήθηκε με την μέγιστη δυνατή διάκριση "regular follow-up", την οποία κατέχουν μόλις οκτώ χώρες στον κόσμο.

Βάση για την επιτυχία αυτή απετέλεσε η εξαίρετη λειτουργία της Αρχής, της οποίας η ανεξαρτησία και αποτελεσματικότητα, κρίθηκε διεθνώς πρότυπη. Η εν λόγω αξιολόγηση επιδρά σημαντικά στην πιστοληπτική ικανότητα των δημοσίων και ιδιωτικών χρηματοπιστωτικών οργανισμών της Χώρας και συντελεί στην προσέλκυση υγιών επενδύσεων.

Επομένως, η μαζική κατάργηση των διατάξεων δέσμευσης της Αρχής θα κλονίσει την άριστη διεθνή εικόνα της Χώρας στον τομέα αυτό, με απρόβλεπτες συνέπειες στον τομέα των επενδύσεων.

Εάν το ζητούμενο είναι ο, σε κάθε περίπτωση, (αυτόματος) περιορισμός της διάρκειας των διατάξεων της Αρχής, αυτό θα πρέπει να ρυθμιστεί στο πλαίσιο της γενικότερης νομικής αξιολόγησης του εννόμου αγαθού που πρόκειται να προστατευθεί, εν προκειμένω της περιουσίας. Ο προτεινόμενος χρονικός περιορισμός της ισχύος των διατάξεων της Αρχής, εκτός από ανέφικτος, είναι και νομικά ανακόλουθος προς τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας.

Συγκεκριμένα δεν μπορεί να αξιολογείται το αγαθό της προσωπικής ελευθερίας ως ίσης αξίας με εκείνο της περιουσίας και να υιοθετείται ο ίδιος χρόνος διάρκειας τόσο για την προσωρινή κράτηση όσο και για το μέτρο περιουσιακής δέσμευσης (18 μήνες).

Εξ άλλου τόσο στην περίπτωση των δεσμεύσεων όσο και στην περίπτωση των κατασχέσεων περιουσίας, η στέρηση του δικαιώματος επί της περιουσίας δεν είναι οριστική ούτε καθολική (όπως συμβαίνει στην δέσμευση της προσωπικής ελευθερίας στην προσωρινή κράτηση), αφού ο δικαιούχος μπορεί να διαθέσει το δικαίωμά του με άλλους νομικά παραδεκτούς τρόπους πλην της φυσικής παραδόσεως του πράγματος.

Προτείνουμε, στην περίπτωση των διατάξεων της Αρχής αλλά και σε όλες τις περιπτώσεις κατασχέσεων περιουσιακών στοιχείων, η διάρκεια των δεσμεύσεων περιουσίας να μην είναι μικρότερη των τριών ετών και μεγαλύτερη των πέντε».